βέρα βέ-ρα ουσ. (θηλ.): το δαχτυλίδι του αρραβώνα ή του γάμου και συνεκδ. ο γαμήλιος δεσμός: κλασική/λευκόχρυση/τετράγωνη/τετραγωνισμένη/χρυσή ~. Φοράει ~ (= είναι παντρεμένος/η).|| Σέβεται/τιμά τη ~ (= τον γάμο) του. ● ΦΡ.: άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) (λαϊκό): αρραβωνιάστηκαν. Πβ. λογοδίνομαι. [< βεν.-ιταλ. vera]
βεραμάν βε-ρα-μάν επίθ./ουσ. {άκλ.}: που έχει ανοιχτό πράσινο χρώμα: ~ τοίχοι.|| (ως ουσ.) Σου πάει το ~ (ενν. χρώμα). Πβ. τσαγαλί, φιστικί. [< γαλλ. vert amande]
μπεράτι μπε-ρά-τι ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) βεράτι(ο) 1. ΙΣΤ. (κατά την Τουρκοκρατία) σουλτανικό έγγραφο κανονιστικού χαρακτήρα για την απονομή προνομίων ή την απόδοση αξιώματος, κυρ. σε πατριάρχη ή μητροπολίτη. Πβ. φιρμάνι.2. ΛΑΟΓΡ. παραδοσιακός χορός στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία και ο αντίστοιχος μουσικός σκοπός. [< τουρκ. berat]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.