Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • βέρα βέ-ρα ουσ. (θηλ.): το δαχτυλίδι του αρραβώνα ή του γάμου και συνεκδ. ο γαμήλιος δεσμός: κλασική/λευκόχρυση/τετράγωνη/τετραγωνισμένη/χρυσή ~. Φοράει ~ (= είναι παντρεμένος/η).|| Σέβεται/τιμά τη ~ (= τον γάμο) του. ● ΦΡ.: άλλαξαν/πέρασαν/φόρεσαν βέρες(/δαχτυλίδια) (λαϊκό): αρραβωνιάστηκαν. Πβ. λογοδίνομαι. [< βεν.-ιταλ. vera]
  • βεραμάν βε-ρα-μάν επίθ./ουσ. {άκλ.}: που έχει ανοιχτό πράσινο χρώμα: ~ τοίχοι.|| (ως ουσ.) Σου πάει το ~ (ενν. χρώμα). Πβ. τσαγαλί, φιστικί. [< γαλλ. vert amande]
  • βεράντα βε-ρά-ντα ουσ. (θηλ.): εξωτερική, συνήθ. στεγασμένη, προέκταση οικήματος: άνετη/ευρύχωρη/ιδιωτική/ξύλινη/πλακόστρωτη/σκεπαστή ~. ~ ισογείου/ορόφου. Έπιπλα κήπου και ~ας. ~ με θέα/πέργκολα/τέντα. Διαμέρισμα με ~ες περιμετρικά. Πβ. μπαλκόνι. ● Υποκ.: βεραντούλα (η) [< ιταλ. veranda]
  • βεράτιο & βεράτι βλ. μπεράτι

μπεράτι

μπεράτι μπε-ρά-τι ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) βεράτι(ο) 1. ΙΣΤ. (κατά την Τουρκοκρατία) σουλτανικό έγγραφο κανονιστικού χαρακτήρα για την απονομή προνομίων ή την απόδοση αξιώματος, κυρ. σε πατριάρχη ή μητροπολίτη. Πβ. φιρμάνι. 2. ΛΑΟΓΡ. παραδοσιακός χορός στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία και ο αντίστοιχος μουσικός σκοπός. [< τουρκ. berat]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.