Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • βίζα βί-ζα ουσ. (θηλ.): θεώρηση διαβατηρίου που επιτρέπει την είσοδο και παραμονή σε χώρα ή την έξοδο από αυτή, η οποία χορηγείται στον αιτούντα από τις διπλωματικές της Αρχές (πρεσβεία, προξενείο): μεταναστευτική/τουριστική/φοιτητική ~. Ανανέωση/έγκριση/έκδοση/κάτοχος/χορήγηση ~ας. Νόμιμες/παράνομες ~ες. [< γαλλ.-αγγλ. visa]
  • βιζαβί βι-ζα-βί επίρρ. (προφ.): πρόσωπο με πρόσωπο, αντικριστά: Βρέθηκαν/ήρθαν/κάθισαν/στάθηκαν ~. Πβ. ανφάς, ενώπιος ενωπίω, φάτσα με φάτσα, φέις του φέις. [< γαλλ. vis-à-vis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.