αναβολισμός [ἀναβολισμός] α-να-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΧ. μία από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού, κατά την οποία γίνεται μετατροπή απλών ουσιών σε πιο πολύπλοκες ενώσεις. Βλ. βιοσύνθεση, καταβολισμός, -ισμός. [< αγγλ. anabolism, γαλλ. anabolisme]
ανθόσπαρτος, η, ο [ἀνθόσπαρτος] αν-θό-σπαρ-τος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) ευχάριστος, ευτυχισμένος: Η ζωή τους δεν ήταν ~η (= στρωμένη/σπαρμένη με ροδοπέταλα). 2. γεμάτος, σπαρμένος με άνθη: ~οι: κάμποι. ~α: λιβάδια. ● ΦΡ.: (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν) (λόγ.): ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για ευτυχισμένη ζωή. [< γαλλ. semé de fleurs]
βιοαποικοδόμηση βι-ο-α-ποι-κο-δό-μη-ση ουσ. (θηλ.) & βιοαποδόμηση: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. αποσύνθεση (οργανικής) ύλης από μικροοργανισμούς: ~ αποβλήτων/πετρελαιοειδών. Βλ. αποδόμηση, κομποστο-, χουμο-ποίηση. ΣΥΝ. βιοδιάσπαση [< αγγλ. biodegradation, 1961, γαλλ. biodégradation, 1966]
βιοπληροφορική βι-ο-πλη-ρο-φο-ρι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ. εφαρμογή υπολογιστικών τεχνικών και μεθόδων για συλλογή, ανάλυση και οργάνωση γενετικών δεδομένων. Βλ. γονιδιωματική, DNA. [< αγγλ. bioinformatics, 1975, γαλλ. bio-informatique, 1995]
γεωχρονολόγηση γε-ω-χρο-νο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) & γεωχρονολογία: ΓΕΩΛ. χρήση επιστημονικών μεθόδων για τον προσδιορισμό της ηλικίας των πετρωμάτων, απολιθωμάτων, ιζημάτων της Γης ή άλλων πλανητών: απόλυτη/σχετική ~. Βλ. ραδιοχρονολόγηση. [< αγγλ. geochronology, γαλλ. géochronologie, περ. 1950]
δημόσιος, α, ο δη-μό-σι-ος επίθ. {-ου κ. -ίου (θηλ. -ας κ. -ίας) | -ων κ. -ίων, -ους κ. -ίους} 1. που σχετίζεται με το κράτος ή ανήκει σε αυτό: ~ος: δανεισμός/έλεγχος/κορβανάς/λειτουργός/πλούτος/τομέας/φορέας. ~α: Αρχή/βιβλιοθήκη/εκπαίδευση/εταιρεία/θέση/οικονομία/παιδεία/περιουσία/ραδιοφωνία/συγκοινωνία/σχολή/τηλεόραση/τράπεζα/υπηρεσία/χρηματοδότηση. ~ο: αξίωμα/δίκτυο/έγγραφο/έλλειμμα/ίδρυμα/κέντρο/λειτούργημα/μητρώο/νοσοκομείο/πανεπιστήμιο/πάρκο/σύστημα (υγείας)/σχολείο/ταμείο. ~ες: αργίες/πολιτικές/προμήθειες. ~α: δάση/έσοδα/οικονομικά. Πβ. κρατικός. Βλ. ημι~. ΑΝΤ. ιδιωτικός (1) 2. που αφορά τον λαό· που απευθύνεται σε όλο το κοινωνικό σύνολο ή σε ένα ευρύτερο κοινό, που προορίζεται για αυτό: ~ος: δρόμος. ~α: ασφάλεια. ~ο: ενδιαφέρον. ~α: αγαθά. Αυτοκίνητα/κτίρια/χώροι ~ας χρήσης.|| (που γίνεται μπροστά σε κόσμο, κοινό:) ~ος: διάλογος/διασυρμός/εξευτελισμός/έπαινος. ~α: αντιπαράθεση/διαβούλευση/διάλεξη/εικόνα (πβ. ίματζ, βλ. προφίλ)/εμφάνιση/παρέμβαση/προβολή/συζήτηση/συνεδρίαση.|| ~ος: διαγωνισμός. ~α: (εκ)δήλωση/καταγγελία/κλήρωση/πρόσβαση/πρόσκληση/πρόταση. ~ο: βήμα. ~α: δεδομένα. Πβ. ανοιχτός. ● Ουσ.: Δημόσιο (το) {Δημοσ-ίου}: το κράτος ως νομικό πρόσωπο: τα ταμεία/φορέας του ~ίου. Ασφαλισμένος στο ~. Εργάζομαι/διορίζομαι στο ~. Απολύσεις/προσλήψεις στο ~. Έκανε σύμβαση με το ~. Εταιρεία που περιήλθε/υπηρεσία που ανήκει στο ~. Συμβεβλημένος/συναλλαγές με το ~. Χρέη προς το ~. Οφειλές υπέρ του ~ίου. Αγωγή κατά του ~ίου.|| Ομόλογα του (Ελληνικού) ~ίου. ● επίρρ.: δημόσια & δημοσίως & (αρχαιοπρ.) δημοσία: Εκφράζω τη γνώμη μου ~. Άλλα είπε σε μένα και άλλα είπε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Δημόσια Διοίκηση: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. το σύνολο των κρατικών οργάνων που αναλαμβάνουν την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας· οι δημόσιες, διοικητικές υπηρεσίες: Εθνική Σχολή ~ας ~ης & Αυτοδιοίκησης (ακρ. ΕΣΔΔΑ)., δημόσιος τομέας: το σύνολο των υπηρεσιών, οργανισμών και επιχειρήσεων (υπουργεία, δήμοι, ασφαλιστικά ταμεία, πανεπιστήμια, ημικρατικοί φορείς) που ελέγχονται από το κράτος· συνεκδ. όσοι εργάζονται σε αυτά: ο ευρύτερος/στενός ~ ~.|| Απεργεί ο ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ. ΑΝΤ. ιδιωτικός τομέας, δημόσιος υπάλληλος: πρόσωπο που διορίζεται και υπηρετεί στον δημόσιο τομέα, συνήθ. με εργασιακή σχέση μονιμότητας, υπάγεται στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και μισθοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό: αποσπάσεις/μεταθέσεις/μετατάξεις ~ίων ~ων. [< γαλλ. officier public] , η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος: η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου: διαφάνεια/εξυγίανση της ~ας ~ής. Παράγοντες της ~ας ~ής. Αποσύρθηκε από τον ~ο ~ο. Πβ. κοινά. ΑΝΤ. ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος, δημόσια αιδώς βλ. αιδώς, δημόσια ακρόαση βλ. ακρόαση, δημοσία δαπάνη βλ. δαπάνη, δημόσια δύναμη βλ. δύναμη, δημόσια εγγραφή βλ. εγγραφή, δημόσια εξουσία βλ. εξουσία, δημόσια επιχείρηση βλ. επιχείρηση, δημόσια έργα βλ. έργο, δημόσια κτήση βλ. κτήση, δημόσια πράγματα βλ. πράγμα, δημόσιες δαπάνες βλ. δαπάνη, δημόσιες επενδύσεις βλ. επένδυση, δημόσιες σχέσεις βλ. σχέση, δημόσιο δάνειο βλ. δάνειο, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Δημόσιο Δίκαιο βλ. δίκαιο, δημόσιο λογιστικό βλ. λογιστικός, δημόσιο πρόσωπο βλ. πρόσωπο, δημόσιο συμφέρον βλ. συμφέρον, δημόσιο/εθνικό χρέος βλ. χρέος, δημόσιο/κρατικό χρήμα βλ. χρήμα, δημόσιος κατήγορος βλ. κατήγορος, δημόσιος κίνδυνος βλ. κίνδυνος, δημόσιος χώρος βλ. χώρος, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινωνική αντίληψη βλ. αντίληψη, κρατικός/δημόσιος/κοινοτικός προϋπολογισμός βλ. προϋπολογισμός, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα, υποδομή δημόσιου κλειδιού βλ. υποδομή ● ΦΡ.: σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα [< αρχ. δημόσιος, γαλλ.-αγγλ. public] ΔΗΜΟΣΙΟΣ
εκμετρώ [ἐκμετρῶ] εκ-με-τρώ ρ. (μτβ.) {εκμετρ-ά ... | εξεμέτρ-ησε} (λόγ.): στη ● ΦΡ.: εξεμέτρησε το ζην & (σπάν.) τον βίον (λόγ.): πέθανε: ~ ~ πλήρης ημερών.|| (μτφ.) Πολιτικό και θεσμικό οικοδόμημα το οποίο ~ ~ (: είναι πλέον παρωχημένο). [< αρχ. ἐκμετρῶ ‘μετρώ’]
ενεργός, ή/ός, ό [ἐνεργός] ε-νερ-γός επίθ. ΑΝΤ. ανενεργός 1. που δραστηριοποιείται ή διεκπεραιώνεται δυναμικά: οικονομικά ~ πληθυσμός (= εργαζόμενοι). (ΦΑΡΜΑΚ.) ~ός: ουσία. Πβ. δρων.|| ~ός: διάλογος (: δυναμικός). Με την ~ή/~ό συμμετοχή/υποστήριξη του ... Αποχαιρέτησε την ~ό δράση/υπηρεσία. Πήρε ~ό μέρος στο κίνημα. Με ~ό τρόπο. Παραμένει ~ και δραστήριος. Πβ. ενεργητικός. Βλ. βιο~, παθητικός, ραδι~. 2. ενεργοποιημένος, σε λειτουργία: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: ηχείο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ό: παράθυρο. (σε φόρουμ) ~ά: θέματα (συζήτησης)/(κατ' επέκτ.) ~οί: χρήστες. (για ιμέιλ) Ο λογαριασμός μου δεν είναι πια ~. ● επίρρ.: ενεργά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργός μεταφορά βλ. μεταφορά, ενεργό ηφαίστειο βλ. ηφαίστειο, ενεργοί πολίτες βλ. πολίτης, ενεργός άνθρακας βλ. άνθρακας, ενεργός γήρανση βλ. γήρανση, ενεργός διατομή βλ. διατομή, ενεργός ζήτηση βλ. ζήτηση, ενεργητική/ενεργή/ενεργός μάθηση βλ. μάθηση, ενεργός τιµή βλ. τιμή [< αρχ. ἐνεργός, γαλλ. actif, αγγλ. active]
επιμόρφωση [ἐπιμόρφωση] ε-πι-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.): παροχή συμπληρωματικών ή/και εξειδικευμένων γνώσεων που στοχεύει κυρ. στην επαγγελματική κατάρτιση: ενδοσχολική/ενδοϋπηρεσιακή/επαγγελματική/επιστημονική/λαϊκή/περιοδική/συνεχής/συστηματική/ταχύρυθμη ~. Εισαγωγική ~ νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. ~ δασκάλων και καθηγητών/στελεχών/(δημοσίων) υπαλλήλων. ~ στη χρήση των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Επιτροπή/ημερίδα/ινστιτούτο/πιστοποιητικό/πρόγραμμα/σεμινάρια ~ης. Πβ. διά βίου εκπαίδευση/μάθηση, εξειδίκευση, μετεκπαίδευση. Βλ. αυτο~, τηλ~. [< πβ. μτγν. ἐπιμόρφωσις 'παραχάραξη', γαλλ. formation, αγγλ. training]
ιδιωτικός, ή, ό [ἰδιωτικός] ι-δι-ω-τι-κός επίθ. 1. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία ιδιώτη ή ιδιωτών και όχι του κράτους: ~ός: δρόμος/φορέας/χώρος (ΣΥΝ. ιδιόκτητος. ΑΝΤ. κοινόχρηστος). ~ή: εκπαίδευση/επιχείρηση/κλινική/περιουσία (= ατομική, προσωπική)/τηλεόραση. ~ό: κεφάλαιο/νησί/σχολείο/τζετ. ~ές: επενδύσεις. ~ά: αρχεία/ιδρύματα/ΚΤΕΟ. ΑΝΤ. δημόσιος (1), δημοτικός (1), κρατικός 2. (για πρόσ.) που εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία ή προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ιδιώτη: ~ός: αστυνομικός (= ντετέκτιβ)/εκπαιδευτικός/υπάλληλος (ΑΝΤ. δημόσιος υπάλληλος). 3. (ειδικότ.) που αφορά ή ενδιαφέρει συγκεκριμένο άτομο ή περιορισμένο αριθμό ανθρώπων και όχι τρίτους, αυστηρά προσωπικός: ~ή: λέσχη/υπόθεση. ~ό: μάθημα (= ιδιαίτερο). ~ά: μηνύματα.|| ~ές: στιγμές. ΣΥΝ. πριβέ 4. που πραγματοποιείται ανεπίσημα: ~ή: επίσκεψη. ~ό: συμβόλαιο/συμφωνητικό (: που συνάπτεται μεταξύ ιδιωτών). ~ές: συνομιλίες. ● επίρρ.: ιδιωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος: προσωπική ζωή: παραβίαση/προστασία της ~ής ~ής/του ~ού ~ου. Πβ. ιδιωτικότητα. ΑΝΤ. η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος, ιδιωτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας των ιδιωτών: Η ~ ~ μαζί με την κρατική ή δημόσια οικονομία αποτελούν την εθνική οικονομία μιας χώρας., ιδιωτική πρωτοβουλία: ανάπτυξη δραστηριοτήτων οικονομικής συνήθ. φύσεως από πλευράς ιδιώτη, χωρίς τη στήριξη του κράτους: Έργα που έγιναν με ~ ~. [< γαλλ. initiative privée] , Ιδιωτικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες Δικαίου που αφορούν τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των πολιτών· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα: σύμβαση ~ού ~ου. Βλ. Δημόσιο Δίκαιο, ΝΠΙΔ., ιδιωτικός τομέας: το σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων. ΑΝΤ. δημόσιος τομέας [< αγγλ. private sector, 1952] , ιδιωτική χρήση βλ. χρήση, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα [< αρχ. ἰδιωτικός, γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Privat-]
ιστοσυμβατός, ή, ό [ἱστοσυμβατός] ι-στο-συμ-βα-τός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από ιστοσυμβατότητα: ~ός: δότης. ~ά: έμβρυα/κύτταρα/μοσχεύματα/υλικά. Βλ. βιοσυμβατός. [< αγγλ. histocompatible, 1964, γαλλ. ~]
ιστοσυμβατότητα [ἱστοσυμβατότητα] ι-στο-συμ-βα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η ιδιότητα του οργανισμού να αποδέχεται όργανο ή ιστό μετά από μεταμόσχευση και να διατηρεί τις λειτουργίες του λόγω της ύπαρξης συμβατών αντιγόνων μεταξύ δότη και λήπτη: έλεγχος/τεστ ~ας. Βλ. βιοσυμβατότητα. [< αγγλ. histocompatibility, 1948, γαλλ. histocompatibilité, 1965]
λιθόσφαιρα λι-θό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. το άκαμπτο, εξωτερικό, στερεό περίβλημα της Γης, πάχους ογδόντα ως εκατόν πενήντα περ. χιλιομέτρων, που αποτελείται από τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα: ηπειρωτική/ωκεανική ~. Βλ. ασθενόσφαιρα, τεκτονικός. [< γερμ. Lithosphäre, γαλλ. lithosphère, 1907, αγγλ. lithosphere]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ