Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 16 εγγραφές  [0-16]


  • βίος βί-ος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. ζωή και κυρ. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος: ασκητικός/έκλυτος/μοναχικός/πολυτάραχος ~. Η πορεία του βίου της. Ο ~ και το έργο του ... Εξιστόρηση του ~ου της ... Διάγει εγκρατή/ενάρετο/ήσυχο ~ο. Πβ. ζήση. 2. σύνολο δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα: ο κοινωνικός και πολιτικός/ο πνευματικός και υλικός ~. Τα βάρη του οικογενειακού ~ου. Παράταση του επαγγελματικού/εργασιακού ~ου (βλ. ενεργός γήρανση). Χώρισαν μετά από πολλά χρόνια έγγαμου ~ου.βίοι (οι): (συνήθ. ΕΚΚΛΗΣ.) βιογραφίες: ~ αγίων. Πβ. αγιολόγιο, συναξάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: βίοι παράλληλοι & παράλληλοι βίοι: για να δηλωθεί ότι δύο συνήθ. άνθρωποι έχουν κοινά βιώματα, παρόμοιες εμπειρίες: Ακολουθούν ~ους ~ους., η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός ● ΦΡ.: βίος και πολιτεία 1. (ειρων.) ταραχώδης, περιπετειώδης, σκανδαλώδης ζωή: Αυτός (ο άνθρωπος) είναι ~ ~ (= έχει βεβαρημένο παρελθόν). 2. τίτλος βιογραφιών ή μυθιστορημάτων με θέμα τη ζωή ενός προσώπου: ~ ~ του Αγίου .../του ποιητή ..., διά βίου (λόγ.) 1. για όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου: ~ ~ εκπαίδευση/μάθηση. ~ ~ φαρμακευτική αγωγή. Τιμωρία με ~ ~ αποκλεισμό/φυλάκιση (= ισόβια). Πβ. για μια ζωή. ΣΥΝ. εφ' όρου ζωής 2. (σε ΣΥΜΠΛ. που αφορούν την παροχή επιπλέον γνώσεων και δεξιοτήτων σε ενήλικες) διαρκής: ~ ~ (ΣΥΝ. συνεχιζόμενη) εκπαίδευση/κατάρτιση/μάθηση/παιδεία. Βλ. επιμόρφωση, Ι.Δ.ΕΚ.Ε. [< 1: αρχ. διά βίου 2: αγγλ. lifelong] , μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο: με ταλαιπωρεί αφάνταστα, μου δημιουργεί πολλά προβλήματα: ~ ~! Δεν αντέχω άλλο. ΣΥΝ. του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο, πρότερος έντιμος βίος {συνήθ. στη γεν.}: ΝΟΜ. σε περιπτώσεις που κάποιος είχε λευκό ποινικό μητρώο, προτού διαπράξει ποινικώς κολάσιμο αδίκημα: (για κατηγορούμενο) Του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου/πρότερου ~ου ~ου., (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν) βλ. ανθόσπαρτος, εξεμέτρησε το ζην βλ. εκμετρώ [< αρχ. βίος]
  • βιος ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} & (σπάν.) βιο (λαϊκό): το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου: Ξόδεψε όλο του το ~. Πβ. αγαθά, περιουσία, υπάρχοντα. [< μεσν. βίος, το]
  • βιοσπηλαιολογία βι-ο-σπη-λαι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους ζωντανούς οργανισμούς που περνούν όλη τη ζωή τους, ή ένα μέρος της, σε σπήλαια. [< αγγλ. biospeleology, 1947]
  • βιοσταθεροποίηση βι-ο-στα-θε-ρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. κομποστοποίηση: (αν)αερόβια ~. Ανακύκλωση και ~. Πβ. λιπασματο-, χουμο-ποίηση. Βλ. βιοαποικοδόμηση, βιοδιάσπαση. [< αγγλ. biostabilization]
  • βιοστατιστική βι-ο-στα-τι-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΣΤΑΤΙΣΤ. χρήση στατιστικών μεθόδων στην ανάλυση βιολογικών και ιατρικών δεδομένων: επιδημιολογία και ~. Πβ. βιομετρία. Βλ. βιοπληροφορική. [< αγγλ. biostatistics, γαλλ. biostatistique]
  • βιοστατιστικός , ή, ό βι-ο-στα-τι-στι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.-ΣΤΑΤΙΣΤ. που σχετίζεται με τη βιοστατιστική: ~ές: εφαρμογές. ~ά: δεδομένα. ● Ουσ.: βιοστατιστικός (ο/η): επιστήμονας ειδικευμένος στη βιοστατιστική: ~-επιδημιολόγος. [< αγγλ. biostatistical]
  • βιόστρωμα βι-ό-στρω-μα ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΛ. (σε βράχους) λεπτό στρώμα από οργανικό υλικό (π.χ. απολιθώματα). [< αγγλ. biostrome, 1932]
  • βιοστρωματογραφία βι-ο-στρω-μα-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο τη διάκριση και χρονολογική κατηγοριοποίηση των ιζηματογενών πετρωμάτων με βάση τα απολιθώματά τους. Βλ. γεωχρονολόγηση. [< αγγλ. biostratigraphy, 1921]
  • βιοσυμβατός , ή, ό βι-ο-συμ-βα-τός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που δεν έχει τοξικά ή βλαπτικά αποτελέσματα ή κυρ. που δεν απορρίπτεται από το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού: ~ό: μόσχευμα. ~ά: υλικά (πβ. βιοϋλικά). Βλ. ιστοσυμβατός. [< αγγλ. biocompatible, γαλλ. ~, περ. 1970]
  • βιοσυμβατότητα βι-ο-συμ-βα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η ιδιότητα του βιοσυμβατού: υψηλή ~. ~ τεχνητών οργάνων. Βλ. ιστοσυμβατότητα. [< αγγλ. biocompatibility, 1968, γαλλ. biocompatibilité]
  • βιοσύνθεση βι-ο-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. παραγωγή χημικών ενώσεων από ζωντανούς οργανισμούς ή κύτταρα: ~ αμινοξέων/γλυκόζης/ορμονών/πρωτεϊνών (= πρωτεϊνοσύνθεση)/υδατανθράκων/χοληστερόλης. Βλ. αναβολισμός, φωτοσύνθεση. [< αγγλ. biosynthesis, 1904, γαλλ. biosynthèse, 1950]
  • βιοσυνθετικός , ή, ό βι-ο-συν-θε-τι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που παράγεται με βιοσύνθεση ή αναφέρεται σε αυτή: ~ό: ένζυμο. Εμφύτευση ~ών υλικών. ● επίρρ.: βιοσυνθετικά [< αγγλ. biosynthetic, γαλλ. biosynthétique, 1950]
  • βιοσυσσώρευση βι-ο-συσ-σώ-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. σταδιακή αύξηση της συγκέντρωσης βλαβερών ουσιών ή χημικών στοιχείων στους ιστούς των οργανισμών μέσω της άμεσης απορρόφησής τους ή της τροφικής αλυσίδας: ~ μετάλλων/(τοξικών) ρύπων. Εντομοκτόνα και ~. [< αγγλ.bioaccumulation, 1956, γαλλ. ~]]
  • βιοσυσσωρεύσιμος , η, ο βι-ο-συσ-σω-ρεύ-σι-μος επίθ.: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. που συγκεντρώνεται μέσα σε ζωντανούς οργανισμούς: ~ες: χημικές ουσίες. [< αγγλ. bioaccumulative]
  • βιοσυσσωρεύω βι-ο-συσ-σω-ρεύ-ω ρ. (μτβ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. προκαλώ βιοσυσσώρευση: Οι διοξίνες ~ονται στον λιπώδη ιστό διαφόρων ανώτερων θηλαστικών και ψαριών. [< αγγλ. bioaccumulate]
  • βιόσφαιρα βι-ό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. οι περιοχές στην ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και την επιφάνεια της Γης όπου αναπτύσσεται ζωή· (σπάν.-συνεκδ.) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών που βρίσκονται σε αυτή: θαλάσσια/περιβαλλοντικά προστατευόμενη ~. Βιωσιμότητα/ρύπανση της ~ας. Βλ. λιθόσφαιρα, βιοκοινότητα, βιοποικιλότητα, οικοσύστημα. [< γαλλ. biosphère, αγγλ. biosphere]

αναβολισμός

αναβολισμός [ἀναβολισμός] α-να-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΧ. μία από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού, κατά την οποία γίνεται μετατροπή απλών ουσιών σε πιο πολύπλοκες ενώσεις. Βλ. βιοσύνθεση, καταβολισμός, -ισμός. [< αγγλ. anabolism, γαλλ. anabolisme]

ανθόσπαρτος

ανθόσπαρτος, η, ο [ἀνθόσπαρτος] αν-θό-σπαρ-τος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) ευχάριστος, ευτυχισμένος: Η ζωή τους δεν ήταν ~η (= στρωμένη/σπαρμένη με ροδοπέταλα). 2. γεμάτος, σπαρμένος με άνθη: ~οι: κάμποι. ~α: λιβάδια. ● ΦΡ.: (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν) (λόγ.): ευχή σε νιόπαντρο ζευγάρι για ευτυχισμένη ζωή. [< γαλλ. semé de fleurs]

βιοαποικοδόμηση

βιοαποικοδόμηση βι-ο-α-ποι-κο-δό-μη-ση ουσ. (θηλ.) & βιοαποδόμηση: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. αποσύνθεση (οργανικής) ύλης από μικροοργανισμούς: ~ αποβλήτων/πετρελαιοειδών. Βλ. αποδόμηση, κομποστο-, χουμο-ποίηση. ΣΥΝ. βιοδιάσπαση [< αγγλ. biodegradation, 1961, γαλλ. biodégradation, 1966]

βιοπληροφορική

βιοπληροφορική βι-ο-πλη-ρο-φο-ρι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ. εφαρμογή υπολογιστικών τεχνικών και μεθόδων για συλλογή, ανάλυση και οργάνωση γενετικών δεδομένων. Βλ. γονιδιωματική, DNA. [< αγγλ. bioinformatics, 1975, γαλλ. bio-informatique, 1995]

γεωχρονολόγηση

γεωχρονολόγηση γε-ω-χρο-νο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) & γεωχρονολογία: ΓΕΩΛ. χρήση επιστημονικών μεθόδων για τον προσδιορισμό της ηλικίας των πετρωμάτων, απολιθωμάτων, ιζημάτων της Γης ή άλλων πλανητών: απόλυτη/σχετική ~. Βλ. ραδιοχρονολόγηση. [< αγγλ. geochronology, γαλλ. géochronologie, περ. 1950]

δημόσιος

δημόσιος, α, ο δη-μό-σι-ος επίθ. {-ου κ. -ίου (θηλ. -ας κ. -ίας) | -ων κ. -ίων, -ους κ. -ίους} 1. που σχετίζεται με το κράτος ή ανήκει σε αυτό: ~ος: δανεισμός/έλεγχος/κορβανάς/λειτουργός/πλούτος/τομέας/φορέας. ~α: Αρχή/βιβλιοθήκη/εκπαίδευση/εταιρεία/θέση/οικονομία/παιδεία/περιουσία/ραδιοφωνία/συγκοινωνία/σχολή/τηλεόραση/τράπεζα/υπηρεσία/χρηματοδότηση. ~ο: αξίωμα/δίκτυο/έγγραφο/έλλειμμα/ίδρυμα/κέντρο/λειτούργημα/μητρώο/νοσοκομείο/πανεπιστήμιο/πάρκο/σύστημα (υγείας)/σχολείο/ταμείο. ~ες: αργίες/πολιτικές/προμήθειες. ~α: δάση/έσοδα/οικονομικά. Πβ. κρατικός. Βλ. ημι~. ΑΝΤ. ιδιωτικός (1) 2. που αφορά τον λαό· που απευθύνεται σε όλο το κοινωνικό σύνολο ή σε ένα ευρύτερο κοινό, που προορίζεται για αυτό: ~ος: δρόμος. ~α: ασφάλεια. ~ο: ενδιαφέρον. ~α: αγαθά. Αυτοκίνητα/κτίρια/χώροι ~ας χρήσης.|| (που γίνεται μπροστά σε κόσμο, κοινό:) ~ος: διάλογος/διασυρμός/εξευτελισμός/έπαινος. ~α: αντιπαράθεση/διαβούλευση/διάλεξη/εικόνα (πβ. ίματζ, βλ. προφίλ)/εμφάνιση/παρέμβαση/προβολή/συζήτηση/συνεδρίαση.|| ~ος: διαγωνισμός. ~α: (εκ)δήλωση/καταγγελία/κλήρωση/πρόσβαση/πρόσκληση/πρόταση. ~ο: βήμα. ~α: δεδομένα. Πβ. ανοιχτός. ● Ουσ.: Δημόσιο (το) {Δημοσ-ίου}: το κράτος ως νομικό πρόσωπο: τα ταμεία/φορέας του ~ίου. Ασφαλισμένος στο ~. Εργάζομαι/διορίζομαι στο ~. Απολύσεις/προσλήψεις στο ~. Έκανε σύμβαση με το ~. Εταιρεία που περιήλθε/υπηρεσία που ανήκει στο ~. Συμβεβλημένος/συναλλαγές με το ~. Χρέη προς το ~. Οφειλές υπέρ του ~ίου. Αγωγή κατά του ~ίου.|| Ομόλογα του (Ελληνικού) ~ίου. ● επίρρ.: δημόσια & δημοσίως & (αρχαιοπρ.) δημοσία: Εκφράζω τη γνώμη μου ~. Άλλα είπε σε μένα και άλλα είπε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Δημόσια Διοίκηση: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. το σύνολο των κρατικών οργάνων που αναλαμβάνουν την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας· οι δημόσιες, διοικητικές υπηρεσίες: Εθνική Σχολή ~ας ~ης & Αυτοδιοίκησης (ακρ. ΕΣΔΔΑ)., δημόσιος τομέας: το σύνολο των υπηρεσιών, οργανισμών και επιχειρήσεων (υπουργεία, δήμοι, ασφαλιστικά ταμεία, πανεπιστήμια, ημικρατικοί φορείς) που ελέγχονται από το κράτος· συνεκδ. όσοι εργάζονται σε αυτά: ο ευρύτερος/στενός ~ ~.|| Απεργεί ο ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ΟΤΑ. ΑΝΤ. ιδιωτικός τομέας, δημόσιος υπάλληλος: πρόσωπο που διορίζεται και υπηρετεί στον δημόσιο τομέα, συνήθ. με εργασιακή σχέση μονιμότητας, υπάγεται στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και μισθοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό: αποσπάσεις/μεταθέσεις/μετατάξεις ~ίων ~ων. [< γαλλ. officier public] , η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος: η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου: διαφάνεια/εξυγίανση της ~ας ~ής. Παράγοντες της ~ας ~ής. Αποσύρθηκε από τον ~ο ~ο. Πβ. κοινά. ΑΝΤ. ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος, δημόσια αιδώς βλ. αιδώς, δημόσια ακρόαση βλ. ακρόαση, δημοσία δαπάνη βλ. δαπάνη, δημόσια δύναμη βλ. δύναμη, δημόσια εγγραφή βλ. εγγραφή, δημόσια εξουσία βλ. εξουσία, δημόσια επιχείρηση βλ. επιχείρηση, δημόσια έργα βλ. έργο, δημόσια κτήση βλ. κτήση, δημόσια πράγματα βλ. πράγμα, δημόσιες δαπάνες βλ. δαπάνη, δημόσιες επενδύσεις βλ. επένδυση, δημόσιες σχέσεις βλ. σχέση, δημόσιο δάνειο βλ. δάνειο, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Δημόσιο Δίκαιο βλ. δίκαιο, δημόσιο λογιστικό βλ. λογιστικός, δημόσιο πρόσωπο βλ. πρόσωπο, δημόσιο συμφέρον βλ. συμφέρον, δημόσιο/εθνικό χρέος βλ. χρέος, δημόσιο/κρατικό χρήμα βλ. χρήμα, δημόσιος κατήγορος βλ. κατήγορος, δημόσιος κίνδυνος βλ. κίνδυνος, δημόσιος χώρος βλ. χώρος, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινωνική αντίληψη βλ. αντίληψη, κρατικός/δημόσιος/κοινοτικός προϋπολογισμός βλ. προϋπολογισμός, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα, υποδομή δημόσιου κλειδιού βλ. υποδομή ● ΦΡ.: σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα [< αρχ. δημόσιος, γαλλ.-αγγλ. public] ΔΗΜΟΣΙΟΣ

εκμετρώ

εκμετρώ [ἐκμετρῶ] εκ-με-τρώ ρ. (μτβ.) {εκμετρ-ά ... | εξεμέτρ-ησε} (λόγ.): στη ● ΦΡ.: εξεμέτρησε το ζην & (σπάν.) τον βίον (λόγ.): πέθανε: ~ ~ πλήρης ημερών.|| (μτφ.) Πολιτικό και θεσμικό οικοδόμημα το οποίο ~ ~ (: είναι πλέον παρωχημένο). [< αρχ. ἐκμετρῶ ‘μετρώ’]

ενεργός

ενεργός, ή/ός, ό [ἐνεργός] ε-νερ-γός επίθ. ΑΝΤ. ανενεργός 1. που δραστηριοποιείται ή διεκπεραιώνεται δυναμικά: οικονομικά ~ πληθυσμός (= εργαζόμενοι). (ΦΑΡΜΑΚ.) ~ός: ουσία. Πβ. δρων.|| ~ός: διάλογος (: δυναμικός). Με την ~ή/~ό συμμετοχή/υποστήριξη του ... Αποχαιρέτησε την ~ό δράση/υπηρεσία. Πήρε ~ό μέρος στο κίνημα. Με ~ό τρόπο. Παραμένει ~ και δραστήριος. Πβ. ενεργητικός. Βλ. βιο~, παθητικός, ραδι~. 2. ενεργοποιημένος, σε λειτουργία: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: ηχείο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ό: παράθυρο. (σε φόρουμ) ~ά: θέματα (συζήτησης)/(κατ' επέκτ.) ~οί: χρήστες. (για ιμέιλ) Ο λογαριασμός μου δεν είναι πια ~. ● επίρρ.: ενεργά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργός μεταφορά βλ. μεταφορά, ενεργό ηφαίστειο βλ. ηφαίστειο, ενεργοί πολίτες βλ. πολίτης, ενεργός άνθρακας βλ. άνθρακας, ενεργός γήρανση βλ. γήρανση, ενεργός διατομή βλ. διατομή, ενεργός ζήτηση βλ. ζήτηση, ενεργητική/ενεργή/ενεργός μάθηση βλ. μάθηση, ενεργός τιµή βλ. τιμή [< αρχ. ἐνεργός, γαλλ. actif, αγγλ. active]

επιμόρφωση

επιμόρφωση [ἐπιμόρφωση] ε-πι-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.): παροχή συμπληρωματικών ή/και εξειδικευμένων γνώσεων που στοχεύει κυρ. στην επαγγελματική κατάρτιση: ενδοσχολική/ενδοϋπηρεσιακή/επαγγελματική/επιστημονική/λαϊκή/περιοδική/συνεχής/συστηματική/ταχύρυθμη ~. Εισαγωγική ~ νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. ~ δασκάλων και καθηγητών/στελεχών/(δημοσίων) υπαλλήλων. ~ στη χρήση των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Επιτροπή/ημερίδα/ινστιτούτο/πιστοποιητικό/πρόγραμμα/σεμινάρια ~ης. Πβ. διά βίου εκπαίδευση/μάθηση, εξειδίκευση, μετεκπαίδευση. Βλ. αυτο~, τηλ~. [< πβ. μτγν. ἐπιμόρφωσις 'παραχάραξη', γαλλ. formation, αγγλ. training]

ιδιωτικός

ιδιωτικός, ή, ό [ἰδιωτικός] ι-δι-ω-τι-κός επίθ. 1. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία ιδιώτη ή ιδιωτών και όχι του κράτους: ~ός: δρόμος/φορέας/χώρος (ΣΥΝ. ιδιόκτητος. ΑΝΤ. κοινόχρηστος). ~ή: εκπαίδευση/επιχείρηση/κλινική/περιουσία (= ατομική, προσωπική)/τηλεόραση. ~ό: κεφάλαιο/νησί/σχολείο/τζετ. ~ές: επενδύσεις. ~ά: αρχεία/ιδρύματα/ΚΤΕΟ. ΑΝΤ. δημόσιος (1), δημοτικός (1), κρατικός 2. (για πρόσ.) που εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία ή προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ιδιώτη: ~ός: αστυνομικός (= ντετέκτιβ)/εκπαιδευτικός/υπάλληλος (ΑΝΤ. δημόσιος υπάλληλος). 3. (ειδικότ.) που αφορά ή ενδιαφέρει συγκεκριμένο άτομο ή περιορισμένο αριθμό ανθρώπων και όχι τρίτους, αυστηρά προσωπικός: ~ή: λέσχη/υπόθεση. ~ό: μάθημα (= ιδιαίτερο). ~ά: μηνύματα.|| ~ές: στιγμές. ΣΥΝ. πριβέ 4. που πραγματοποιείται ανεπίσημα: ~ή: επίσκεψη. ~ό: συμβόλαιο/συμφωνητικό (: που συνάπτεται μεταξύ ιδιωτών). ~ές: συνομιλίες. ● επίρρ.: ιδιωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος: προσωπική ζωή: παραβίαση/προστασία της ~ής ~ής/του ~ού ~ου. Πβ. ιδιωτικότητα. ΑΝΤ. η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος, ιδιωτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας των ιδιωτών: Η ~ ~ μαζί με την κρατική ή δημόσια οικονομία αποτελούν την εθνική οικονομία μιας χώρας., ιδιωτική πρωτοβουλία: ανάπτυξη δραστηριοτήτων οικονομικής συνήθ. φύσεως από πλευράς ιδιώτη, χωρίς τη στήριξη του κράτους: Έργα που έγιναν με ~ ~. [< γαλλ. initiative privée] , Ιδιωτικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες Δικαίου που αφορούν τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των πολιτών· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα: σύμβαση ~ού ~ου. Βλ. Δημόσιο Δίκαιο, ΝΠΙΔ., ιδιωτικός τομέας: το σύνολο των ιδιωτικών επιχειρήσεων. ΑΝΤ. δημόσιος τομέας [< αγγλ. private sector, 1952] , ιδιωτική χρήση βλ. χρήση, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα [< αρχ. ἰδιωτικός, γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Privat-]

ιστοσυμβατός

ιστοσυμβατός, ή, ό [ἱστοσυμβατός] ι-στο-συμ-βα-τός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από ιστοσυμβατότητα: ~ός: δότης. ~ά: έμβρυα/κύτταρα/μοσχεύματα/υλικά. Βλ. βιοσυμβατός. [< αγγλ. histocompatible, 1964, γαλλ. ~]

ιστοσυμβατότητα

ιστοσυμβατότητα [ἱστοσυμβατότητα] ι-στο-συμ-βα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η ιδιότητα του οργανισμού να αποδέχεται όργανο ή ιστό μετά από μεταμόσχευση και να διατηρεί τις λειτουργίες του λόγω της ύπαρξης συμβατών αντιγόνων μεταξύ δότη και λήπτη: έλεγχος/τεστ ~ας. Βλ. βιοσυμβατότητα. [< αγγλ. histocompatibility, 1948, γαλλ. histocompatibilité, 1965]

λιθόσφαιρα

λιθόσφαιρα λι-θό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. το άκαμπτο, εξωτερικό, στερεό περίβλημα της Γης, πάχους ογδόντα ως εκατόν πενήντα περ. χιλιομέτρων, που αποτελείται από τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα: ηπειρωτική/ωκεανική ~. Βλ. ασθενόσφαιρα, τεκτονικός. [< γερμ. Lithosphäre, γαλλ. lithosphère, 1907, αγγλ. lithosphere]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.