Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βαίνω βαί-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): οδεύω, προχωρώ: (+ προς) Το έργο ~ει προς ολοκλήρωση (: κοντεύει να τελειώσει, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί). Η κρίση ~ει προς εκτόνωση (: τείνει να εκτονωθεί)/το τέλος της. Το πρόβλημα ~ει προς τη λύση του. ~ουμε προς εκλογές.|| Μέτρο που ~ει (= αποβαίνει) σε βάρος των εργαζόμενων (βλ. αντιβαίνει). Τα πράγματα ~ουν (= πηγαίνουν) από το κακό στο χειρότερο.|| (+ μτχ. ενεστ., λόγ.) Η ένταση ~ει κλιμακούμενη/μειούμενη (: κλιμακώνεται/μειώνεται σταδιακά).|| (ΓΕΩΜ.) Η γωνία ~ει (= αντιστοιχεί) σε τόξο μήκους ... Βλ. δια~, μετα~, παρα~, προ~, υπερ~. ● ΦΡ.: βαίνει καλώς: εξελίσσεται ικανοποιητικά, πάει καλά: Η μετεγχειρητική του πορεία ~ ~. Όλα ~ουν ~ (= αισίως). [< αρχ. βαίνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.