βαίνω βαί-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): οδεύω, προχωρώ: (+ προς) Το έργο ~ει προς ολοκλήρωση (: κοντεύει να τελειώσει, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί). Η κρίση ~ει προς εκτόνωση (: τείνει να εκτονωθεί)/το τέλος της. Το πρόβλημα ~ει προς τη λύση του. ~ουμε προς εκλογές.|| Μέτρο που ~ει (= αποβαίνει) σε βάρος των εργαζόμενων (βλ. αντιβαίνει). Τα πράγματα ~ουν (= πηγαίνουν) από το κακό στο χειρότερο.|| (+ μτχ. ενεστ., λόγ.) Η ένταση ~ει κλιμακούμενη/μειούμενη (: κλιμακώνεται/μειώνεται σταδιακά).|| (ΓΕΩΜ.) Η γωνία ~ει (= αντιστοιχεί) σε τόξο μήκους ... Βλ. δια~, μετα~, παρα~, προ~, υπερ~. ● ΦΡ.: βαίνει καλώς: εξελίσσεται ικανοποιητικά, πάει καλά: Η μετεγχειρητική του πορεία ~ ~. Όλα ~ουν ~ (= αισίως). [< αρχ. βαίνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.