Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βαθύπεδο βα-θύ-πε-δο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έδου}: ΓΕΩΜΟΡΦ. πεδιάδα με υψόμετρο χαμηλότερο από αυτό που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της θάλασσας. ΑΝΤ. υψίπεδο [< αρχ. βαθύπεδος, γερμ. Tiefebene]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.