Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • βαθύς , ιά, ύ βα-θύς επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. βαθεία | βαθ-ιού (λόγ.) -έος | -ιοί (λόγ.) -είς , (θηλ.) -ιές (λόγ.) -είες, (ουδ.) -ιά (λόγ.) -έα, -ιών (αρσ. κ. ουδ. λόγ.) -έων (θηλ. λόγ.) -ειών | βαθύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει (μεγάλο) βάθος: ~ύς: γκρεμός. ~ιά: θάλασσα/κοιλάδα/χαράδρα. ~ύ: πηγάδι/ποτάμι/ρήγμα/σκεύος/χαντάκι. ΑΝΤ. αβαθής, ρηχός.|| ~ιά: σπηλιά.|| (που εκτείνεται σε βάθος:) ~ιά: εσοχή/πληγή. ~ύ: κόψιμο/σκίσιμο. ~ιές: αυλακώσεις/ουλές/ρίζες/ρυτίδες/ρωγμές/χαρακιές. ~ιά: θεμέλια.|| ~ύς: καθαρισμός (προσώπου). ~ύ: ξύρισμα. ΑΝΤ. επιφανειακός.|| (κατ΄επέκτ., μαλακός και αναπαυτικός:) ~ιά: πολυθρόνα.|| (μτφ.-εμφατ.) ~ιά: υπόκλιση. ~ύ: βλέμμα/ντεκολτέ (= αβυσσαλέο). ~ιές: παραδόσεις (: που εκτείνονται στα βάθη των αιώνων).|| ~ύς: αναστεναγμός. ~ιές: αναπνοές. 2. (μτφ.-επιτατ.) έντονος, πολύ μεγάλος: ~ύς: διχασμός/θαυμασμός/πόνος/προβληματισμός. ~ιά: άγνοια/ανάγκη/ανησυχία/αντιπάθεια/απογοήτευση/δυσαρέσκεια/δυσπιστία/εμπιστοσύνη/επίγνωση/επίδραση/επιθυμία/θλίψη/ικανοποίηση/οδύνη/πεποίθηση/συγκίνηση. ~ύ: παράπονο/χάσμα. ~ιές: αλλαγές (= ριζοσπαστικές). Σε ~ιά περισυλλογή. ~ατη: λύπη/κρίση (= οξύτατη). Πβ. βαρύς, δυνατός.|| (μεγάλος και ειλικρινής:) ~ύς: σεβασμός. ~ιά: αγάπη/πίστη/φιλία. ~ύ: (συν)αίσθημα. Τρέφω ~ατη εκτίμηση στο πρόσωπό σας. Νιώθω ~ατη ευγνωμοσύνη.|| ~ιά: σιωπή (= διάχυτη). ~ύ: μυστήριο/σκοτάδι (= απόλυτο, πυκνό).|| Έπεσε σε ~ύ λήθαργο/ύπνο.|| Έφτασε σε ~ιά γεράματα (: σε πολύ προχωρημένη ηλικία). 3. (μτφ.) πραγματικός, αλλά (σκόπιμα) κρυφός ή όχι εύκολα αναγνωρίσιμος και κατανοητός: ~ιές: αλήθειες. Ο ~ερος λόγος/σκοπός/στόχος. Το ~ερο νόημα του κειμένου. Τα ~ερα αίτια της καταστροφής. Πβ. ενδόμυχος, μύχιος. 4. (μτφ.) που εμβαθύνει, που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ~ύς: γνώστης (του θέματος).|| ~ύς: στοχασμός. ~ιά: ανάλυση/μελέτη (= σε βάθος, διεξοδική, διεισδυτική)/σοφία. ~ιές: γνώσεις/σκέψεις. Πβ. ουσιαστικός. ΑΝΤ. επιφανειακός. 5. (μτφ., για χρώμα) σκούρος: ~ύ: κόκκινο (= βαθυκόκκινο)/μπλε. 6. (μτφ.) μπάσος, χαμηλός: ~ύς: ήχος (πβ. υπόκωφος). ~ιά: φωνή. ● επίρρ.: βαθιά & (λόγ.) βαθέως 1. σε μεγάλο βάθος: Έσκαψε ~. 2. (μτφ.-επιτατ.) πολύ, έντονα: Κοιμάται ~ (= βαριά).|| ~ θρησκευόμενος/πεπεισμένος/συγκινημένος. Σε εκτιμώ/σέβομαι ~ύτατα. Θλίβομαι/λυπούμαι ~ύτατα.|| Ψάξε ~ μέσα σου! Βλ. ενδοσκόπηση.|| Συμβάν που θα μείνει ~ ριζωμένο/χαραγμένο στις μνήμες μας.|| Βιβλίο ~ύτατα φιλοσοφικό. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, βαθιά δομή βλ. δομή, βαθιά μπαλιά βλ. μπαλιά, βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, βαθιές τσέπες βλ. τσέπη, βαθύ κάθισμα βλ. κάθισμα, βαθύ κράτος βλ. κράτος, βαθύ λαρύγγι βλ. λαρύγγι, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: εκ βαθέων (λόγ.): από τα βάθη της καρδιάς, της ψυχής: ~ ~ εξομολόγηση/συνέντευξη. Είχαμε μία ~ ~ συζήτηση. [< λατ. de profundis] , στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά 1. (μτφ.) στα δύσκολα: Βούτηξε/έπεσε ~ ~ της επιστήμης. Μπήκε από νωρίς/απότομα/κατευθείαν/με τη μία ~ ~ της πολιτικής. 2. σε μεγάλο θαλάσσιο βάθος: Κολυμπάει ~ ~., έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα [< αρχ. βαθύς, γαλλ. profond]
  • βαθυσκάφος βα-θυ-σκά-φος ουσ. (ουδ.): ειδικό υποβρύχιο σκάφος για έρευνες σε μεγάλα βάθη: (μη) επανδρωμένο/ρομποτικό ~. Το ~ εντόπισε την άτρακτο του αεροπλάνου/το ναυάγιο του πλοίου. [< γαλλ. bathyscaphe, 1946, αγγλ. ~, 1947]
  • βαθύσκιος , α, ο βα-θύ-σκι-ος επίθ. (λόγ.) & βαθύσκιωτος, η, ο: που σχηματίζει πυκνή σκιά: ~ες: χαράδρες. ~α: δάση/πλατάνια (= σκιερά). [< αρχ. βαθύσκιος]
  • βαθυστόχαστος , η, ο βα-θυ-στό-χα-στος επίθ. (λόγ.): που στοχάζεται σε βάθος· κατ' επέκτ. που προκύπτει από διεισδυτική και διεξοδική σκέψη: ~ος: μελετητής/συγγραφέας (= στοχαστικός).|| ~ο: βιβλίο. ~α: ερωτήματα/λόγια/νοήματα.|| (ειρων.) ~ο: ύφος (= περισπούδαστο). ~ες: αναλύσεις (= σπουδαιοφανείς· βλ. αμπελοφιλοσοφία). ΣΥΝ. εμβριθής ● επίρρ.: βαθυστόχαστα

δομή

δομή δο-μή ουσ. (θηλ.): σύνθετη κατασκευή ή οντότητα και ειδικότ. ο τρόπος με τον οποίο τα διαφορετικά της μέρη, τα συστατικά της στοιχεία, διατάσσονται εσωτερικά και συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας οργανωμένο σύνολο: αρχιτεκτονική ~ κτιρίου (βλ. ανω~, οικο~). Αστική ~ περιοχής.|| Κατασκευαστική ~ (οχήματος). ~ υπολογιστή.|| Η εκπαιδευτική/θρησκευτική/οικονομική/πολιτική ~ μιας χώρας. Η (διοικητική/ιεραρχική) ~ των Ενόπλων Δυνάμεων/μιας εταιρείας/του Πανεπιστημίου/ενός Υπουργείου. Γραφειοκρατική ~ δημόσιας υπηρεσίας. Οργανωτική ~ ιδρύματος. Οι ~ές της Πολιτείας (: θεσμοί, κανόνες, νόμοι). Απουσία ~ών αναπτυξιακού σχεδιασμού. Λειτουργία ~ών κοινωνικής πρόνοιας. || Κλειστές ~ές (: ειδικοί χώροι ή εγκαταστάσεις για πρόσφυγες και μετανάστες). Πβ. διάρθρωση, συγκρότηση.|| (ΓΛΩΣΣ.) Η (συντακτική) ~ της γλώσσας. Αφήγηση με απλή/σύνθετη ~. Μελετώ τη ~ ενός άρθρου/κειμένου. ~ ιστοσελίδας. Βλ. μακρο~, μικρο~, υπερ~.|| (ΧΗΜ.) Ατομική/μοριακή ~. Χημική ~ ουσίας.|| (ΒΙΟΛ.) Κυτταρική ~. Η ανατομική ~ ενός οργάνου. Βλ. στερεο~, σωματο~.|| (ΜΑΘ.) Αλγεβρικές ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιά δομή & (λόγ.) βαθεία δομή: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) αφηρημένη συντακτική αναπαράσταση πρότασης. [< αγγλ. deep structure, 1964] , επιφανειακή δομή: ΓΛΩΣΣ. (στη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική) αναπαράσταση συντακτικών στοιχείων, η οποία συνιστά την πραγματική φράση ή πρόταση που εκφωνείται και ακούγεται. [< αγγλ. surface structure, 1964] , γραμματική δομή βλ. γραμματικός, δομή δεδομένων βλ. δεδομένα, κοινωνική δομή βλ. κοινωνικός, πρωτοταγής δομή βλ. πρωτοταγής, τεταρτοταγής δομή βλ. τεταρτοταγής, φραστική δομή βλ. φραστικός [< μτγν. δομή ‘κατασκευή’, γαλλ.-αγγλ. structure]

ενδοσκόπηση

ενδοσκόπηση [ἐνδοσκόπηση] εν-δο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. διερεύνηση, παρατήρηση από ένα άτομο του εαυτού του, με σκοπό την αυτογνωσία: ειλικρινής/εσωτερική/προσωπική ~. ~ και περισυλλογή. Βλ. αυτο-ανάλυση, -κριτική, ψυχανάλυση. ΑΝΤ. αυτοπαρατήρηση 2. ΙΑΤΡ. & (σπάν.) ενδοσκοπία: εξέταση με ενδοσκόπιο. Βλ. υπερηχογραφία, -σκόπηση. [< 1: γαλλ. introspection 2: γαλλ. endoscopie, αγγλ. endoscopy]

κάθισμα

κάθισμα κά-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {καθίσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. θέση ή κατασκευή κατάλληλη για να κάθεται κάποιος· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη ενέργεια: αγωνιστικό/αναδιπλούμενο/αναπαυτικό/αναπηρικό (= αμαξίδιο, αναπηρική καρέκλα, καρότσι)/ανατομικό/δερμάτινο/εργονομικό/θερμαινόμενο/μαλακό/μεταλλικό/μπροστινό/ξύλινο/περιστρεφόμενο/πίσω/πλαστικό/ρυθμιζόμενο/σκληρό/συρόμενο/υπερυψωμένο ~. Το ~ του (συν)οδηγού. Η βάση/τα μπράτσα/η πλάτη/η ράχη του ~ατος. Κάλυμμα/μαξιλάρι/ρύθμιση ~ατος. ~ατα αεροπορικού τύπου/ασφαλείας/γραφείου/εργασίας/τουαλέτας. ~ατα επιβατών/επισκεπτών/θεάτρου/λεωφορείου/τρένου. ~ατα λαξευμένα στον βράχο. Ξήλωμα/σειρές (βλ. κερκίδα) ~άτων. Κάθισα στο πρώτο άδειο/κενό ~ που βρήκα. Πετάχτηκα απ' το ~ά μου. Βλ. έδρανο, εδώλιο, καναπές, καρέκλα, πάγκος, πολυθρόνα, σκαμνί, τηλεκαθίσματα.|| Πολύωρο ~. Σωστή θέση ~ατος. 2. ΕΚΚΛΗΣ. τροπάριο κατά το οποίο οι πιστοί επιτρέπεται να κάθονται: ~ Όρθρου. 3. (προφ.) καθίζηση. 4. (προφ.) προσάραξη. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ερημητήριο. Πβ. ασκη-, ησυχασ-τήριο. ● Υποκ.: καθισματάκι (το): (σε όχημα) πρόσθετο μικρό παιδικό κάθισμα με ζώνη ασφαλείας. Βλ. ριλάξ. [< αγγλ. car seat, 1968] ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ κάθισμα: ΓΥΜΝ. χαμηλή στήριξη του σώματος στα δάχτυλα των ποδιών με τα γόνατα τελείως λυγισμένα: Κάντε ~ ~! Βλ. ανακούρκουδα., εκτινασσόμενο κάθισμα βλ. εκτινάσσω, μπάκετ κάθισμα βλ. μπάκετ [< 1,3,4: μτγν. κάθισμα 2,5: μεσν. ~]

κράτος

κράτος κρά-τος ουσ. (ουδ.) {κράτ-ους | -η, -ών} 1. (κ. με κεφαλ. Κ) πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνήθ. καταλαμβάνουν μια οριοθετημένη εδαφική έκταση, αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα· οι υπηρεσίες που διαθέτει και συνεκδ. η πολιτική εξουσία: ελεύθερο/ελληνικό/νεοσύστατο/ομόσπονδο/πολυεθνικό/υποτελές ~. Εθνικά ~η. Ο αρχηγός/η κυβέρνηση του ~ους. Ασφάλεια/έξοδα (πβ. δημόσιες δαπάνες)/νόμοι/οικονομικά/περιφέρειες (βλ. νομαρχία)/προϋπολογισμός/σύνταγμα του ~ους. Διοίκηση/κατάλυση/συγκρότηση/σύσταση του ~ους. Συμφωνίες μεταξύ ~ών (βλ. διπλωματία, εξωτερική πολιτική). Βλ. υπερ~, ψευδο~.|| Σχέσεις ~ους-πολίτη. Διαχωρισμός ~ους-εκκλησίας. Εκπρόσωποι του επίσημου ~ους. Επιχείρηση/έργο/μονοπώλιο/τα μυστικά (πβ. κρατικό απόρρητο)/υποθέσεις του ~ους. Σε ετοιμότητα το ~/ο μηχανισμός του ~ους. Οικονομική ενίσχυση από το ~. Η περιουσία του περιήλθε στο ~. Πβ. πολιτεία. 2. (ειδικότ.) η μορφή της διακυβέρνησης: ανθρώπινο/αποικιακό/αποκεντρωμένο/αστικό/αστυνομικό/αυταρχικό/δημοκρατικό/δικτατορικό/ευνομούμενο/καπιταλιστικό/κομματικό/κομμουνιστικό/ολοκληρωτικό/παρεμβατικό/πελατειακό/σοσιαλιστικό/στρατιωτικό/συγκεντρωτικό/φιλελεύθερο ~. ~ βίας/ευημερίας/καταστολής/κοινωνικών παροχών. Πβ. καθεστώς. Βλ. παρα~. 3. η γεωγραφική έκταση, η επικράτεια ενός κράτους: τα όρια/σύνορα του ~ους. Πβ. χώρα. 4. (λόγ.) κυριαρχία, εξουσία, ισχύς: το ~ του θανάτου/της λογικής/του νόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ κράτος: υπόγειος μηχανισμός εξουσίας ο οποίος καθοδηγείται από παρακρατικές οργανώσεις, κέντρα και μυστικές υπηρεσίες (κυρ. από τις Ένοπλες Δυνάμεις) και αποσκοπεί στην επιβολή της πολιτικής του στα εσωτερικά και διεθνή ζητήματα., έθνος-κράτος: μορφή πολιτικής οργάνωσης κατά την οποία ένας σχετικά ομοιογενής πληθυσμός με κοινά εθνολογικά χαρακτηριστικά κατοικεί σε ανεξάρτητο κράτος. [< αγγλ. nation-state, 1918] , κοινωνικό κράτος: που λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση των όρων ζωής των πολιτών του., κράτος (-) μέλος & χώρα-μέλος: που ανήκει σε έναν υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό με κοινές αρχές και στόχους: ιδρυτικό ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/του ΝΑΤΟ/του ΟΗΕ. Ένταξη νέου ~ους ~ους στην Ευρωζώνη. [< αγγλ. member-state, 1931] , (Γενικό) Χημείο του Κράτους βλ. χημείο, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος βλ. ανεξάρτητος, αυτόνομο κράτος βλ. αυτόνομος, Γενικά Αρχεία του Κράτους βλ. αρχείο, ένωση κρατών βλ. ένωση, επανίδρυση του κράτους βλ. επανίδρυση, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, κράτος δικαίου βλ. δίκαιο, κράτος πρόνοιας βλ. πρόνοια, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, κράτος-νταντά/γκουβερνάντα βλ. νταντά, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους βλ. νομικός, ομοσπονδιακό κράτος βλ. ομοσπονδιακός, πόλη-κράτος βλ. πόλη ● ΦΡ.: κατά κράτος (λόγ.): ολοκληρωτικά, πλήρως: Νίκησαν ~ ~ τα αντίπαλα στρατεύματα. Κέρδισε ~ ~ τις εντυπώσεις.|| (ως επίθ.) ~ ~ επικράτηση/ήττα., κράτος εν κράτει (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για ομάδα, φορέα ή πρόσωπο που έχει αποκτήσει αυτονομία ή υπέρμετρη εξουσία μέσα σε ένα κράτος., το κράτος είμαι εγώ: (ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ' της Γαλλίας) ως έκφραση απολυταρχικού πνεύματος και συγκεντρωτισμού των εξουσιών. [< γαλλ. L'État, c'est moi ] , υπό το κράτος (μτφ.): υπό την κυριαρχία, την επιβολή ή την επήρεια: ~ ~ εκβιασμών και απειλών/της μέθης/του πανικού. Ζουν ~ ~ του φόβου., κράτος-νυχτοφύλακας βλ. νυχτοφύλακας, ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους βλ. ρήτρα [< αρχ. κράτος ‘δύναμη, ανώτατη εξουσία’, γαλλ. état, γερμ. Staat]

λαρύγγι

λαρύγγι λα-ρύγ-γι ουσ. (ουδ.) {λαρυγγιού} (προφ.) 1. λάρυγγας: Βάλε λίγο κρασί να βρέξω/δροσιστεί το ~ (= ο λαιμός) μου. 2. (συνεκδ.) φωνή τραγουδιστή· ο ίδιος ο καλλιτέχνης: χρυσό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ λαρύγγι (μτφ.-αργκό): πρόσωπο που εργάζεται σε υπηρεσία, οργανισμό ή εταιρεία και παρέχει ανώνυμα πληροφορίες που αφορούν παρατυπίες, φαινόμενα κακοδιοίκησης ή/και σκάνδαλα άλλων μελών και κυρ. ανώτερων στελεχών του εργασιακού του περιβάλλοντος: Ψάχνουν για το ~ ~ που έδωσε όλες τις καυτές λεπτομέρειες σχετικά με ... Πβ. πληροφοριοδότης, ρουφιάνος, χαφιές. [< αμερικ. deep throat, 1974] ● ΦΡ.: βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι (μτφ.): ξελαρυγγιάζομαι: Έβγαλα ~/μου βγήκε το ~, μέχρι να τους ησυχάσω., θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί (μτφ.): ως απειλή: Μη μιλήσει κανείς, γιατί θα του ~ ~., στρίβω το λαρύγγι (κάποιου) (μτφ.): πνίγω, στραγγαλίζω: (απειλητ.) Έτσι και τον δω, θα του ~ψω ~ (= θα τον καρυδώσω)!, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω [< μεσν. λαρύγγι]

μεσάνυχτα

μεσάνυχτα με-σά-νυ-χτα ουσ. (ουδ.) (τα): δώδεκα η ώρα το βράδυ και κατ' επέκτ. το διάστημα της νύχτας από τις δώδεκα ως τα χαράματα: Έφτασε ~. Είναι περασμένα ~. Ακριβώς τα ~/λίγο μετά τα ~ άγνωστοι πυρπόλησαν ... Το έγκλημα έγινε γύρω στα/κατά τα/κοντά στα ~. ΣΥΝ. μεσονύκτιο, μεσονύχτι ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα & άγρια νύχτα (προφ.): πολύ αργά το βράδυ: Πού πας μέσα στα ~ ~; Πβ. άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα. ● ΦΡ.: έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα (προφ.): αγνοώ παντελώς: ~ ~ για το θέμα. Από υπολογιστές έχει ~! [< μεσν. μεσάνυκτον]

μπαλιά

μπαλιά μπα-λιά ουσ. (θηλ.): το χτύπημα της μπάλας και η πορεία που αυτή διαγράφει καθώς κινείται: (στο ποδόσφαιρο) δυνατή/κάθετη/κοντινή/κοφτή/προωθημένη/ψηλοκρεμαστή (= λόμπα) ~. ~ εκτός/εντός αγωνιστικού χώρου. Απόκρουση ~ιάς. Το παιχνίδι κερδήθηκε στην τελευταία ~. Βλ. πάσα, σουτ.|| Του ήρθε μια ~ στο κεφάλι. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιά μπαλιά: (στο ποδόσφαιρο) μακρινή και ψηλή μπαλιά από το κέντρο του γηπέδου ή από τον χώρο της άμυνας προς την αντίπαλη περιοχή.

οικολογία

οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]

τσέπη

τσέπη τσέ-πη ουσ. (θηλ.) 1. μέρος συνήθ. ρούχου που μοιάζει με θήκη και χρησιμοποιείται κυρ. για την τοποθέτηση μικρών αντικειμένων: κρυφή/μπροστινή/πίσω/πλαϊνή/τρύπια ~. ~ καγκουρό (: με δύο ανοίγματα για τα χέρια)/με φερμουάρ. Οι ~ες του μπουφάν/παντελονιού. Σακάκι με μικρές/χωρίς ~ες. Έβαλε το πορτοφόλι στην/έβγαλε το σημείωμα από την ~. Του έπεσαν τα κλειδιά από την ~. Περπατά με τα χέρια στις ~ες. Δεν έχω φράγκο στην ~ (= είμαι άφραγκος). Βλ. κωλότσεπη.|| Τσάντα με εξωτερικές ~ες. Σακίδιο/χαρτοφύλακας με εσωτερικές ~ες.|| ~ες στις πλάτες καθισμάτων. 2. (μτφ.) εισόδημα, οικονομική κατάσταση: λύσεις για κάθε ~/για όλες τις ~ες. Έβαλε/ξόδεψε/πλήρωσε από την ~ της χιλιάδες ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οπωροκηπευτικών καίνε/πλήττουν την ~ των καταναλωτών. Δεν θα επιβαρυνθεί η ~ μας. Τα λεφτά θα πάνε στις ~ες των λίγων. Πβ. βαλάντιο, πορτοφόλι.τσέπης: για αντικείμενο που έχει μικρές διαστάσεις και κατ' επέκτ. για καθετί που είναι μικρότερο από το κανονικό: αριθμομηχανή/βιβλίο/ημερολόγιο/φακός ~.|| Ρολόγια χειρός και ~ης.|| Θωρηκτό/υποβρύχιο ~. ● Υποκ.: τσεπάκι (το): στη σημ. 1., τσεπούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθιές τσέπες (μτφ.): οικονομική ευρωστία: πελάτες με (αρκετά) ~ ~. Οι έχοντες ~ ~., γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη (μτφ.): οικονομική άνεση, πολλά χρήματα: Διαθέτει/έχει ~ ~. Με ~ ~ έφυγε για το εξωτερικό. Πβ. γερό/μεγάλο πορτοφόλι., πάρκο τσέπης βλ. πάρκο, υπολογιστής τσέπης βλ. υπολογιστής ● ΦΡ.: (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου (μτφ.-προφ.): (δεν) έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώσω κάτι: Το νοίκι είναι πολύ ακριβό, δεν το ~ ~. Θα αγοράσει το αυτοκίνητο τώρα που το ~ ~ του., βάζω στην τσέπη (μτφ.): τσεπώνω: Έβαλε ~ εκατομμύρια ευρώ., έχει καβούρια στην τσέπη/η τσέπη του (ειρων.): είναι τσιγκούνης. Πβ. καβουροτσέπης, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος., έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου (μτφ.-προφ.): τον έχω υπό τον έλεγχό μου: Με έχει ~ ~ της και με κάνει ό,τι θέλει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη.|| (για πράγμα) Έχει το βραβείο/την επιτυχία ~ ~ του (: είναι σίγουρος νικητής)., κοιτάει (μόνο) την τσέπη του (προφ.): ενδιαφέρεται μόνο για το συμφέρον του, συνήθ. οικονομικό., ματώνει η τσέπη (κάποιου) (μτφ.-προφ.): είναι υποχρεωμένος να πληρώσει αδρά, για να αποκτήσει κάτι., με άδειες τσέπες (προφ.): χωρίς χρήματα: γιορτές/διακοπές ~ ~. Γύρισε σπίτι/έμεινε/έφυγε ~ ~., τα σάβανα δεν έχουν τσέπες (γνωμ.): για να δηλωθεί η ματαιότητα συσσώρευσης υλικών αγαθών., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, έχει τα δάκρυα/το δάκρυ στο τσεπάκι/στην τσέπη βλ. δάκρυ, με τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, οι τσέπες του είναι τρύπιες/έχει τρύπιες τσέπες βλ. τρύπιος, σε μέγεθος τσέπης βλ. μέγεθος [< τουρκ. cep, αγγλ. pocket]

χάραμα

χάραμα χά-ρα-μα ουσ. (ουδ.) {χαράμ-ατα} 1. (προφ.) ξημέρωμα: το ~ της μέρας. Τους βρήκε το ~ (: ξενύχτησαν μέχρι το πρωί). Έφυγαν πριν το ~. Κοντεύουν ~ατα. Το ~ του ήλιου (= η ανατολή). Πβ. λυκαυγές, όρθρος, χαραυγή. Βλ. γλυκο~, ροδο~.|| (ως επίρρ.) Το ~ πήρε το δρόμο της επιστροφής. Γύρισε σπίτι ~ατα. 2. (μτφ.) ξεκίνημα, απαρχή, τα πρώτα σημεία εμφάνισης: στο ~ της νέας χιλιετίας ... Το ~ της ελπίδας. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα: πολύ πριν ξημερώσει: Μου τηλεφώνησε μες στα ~ ~. Ξυπνά/σηκώνεται απ' τα ~ ~. Πβ. μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.