βακτηριοφάγος βα-κτη-ρι-ο-φά-γος ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ. ιός που πολλαπλασιάζεται σε βακτηριακά κύτταρα και τα καταστρέφει. Βλ. πλασμίδιο, -φάγος. ΣΥΝ. φάγος [< αγγλ. bacteriophage, 1917, γαλλ. bactériophage, 1918, γερμ. Bakteriophage]
βάκιλος
βάκιλος βά-κι-λος ουσ. (αρσ.) {βακίλ-ου}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. γένος ραβδόμορφων, σπορογόνων βακτηρίων (επιστ. ονομασ. Bacillaceae): ο ~ του άνθρακα/της φυματίωσης (= του Κοχ). Βλ. γαλακτοβάκιλοι. [< γαλλ. bacille]
-κτόνος
-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~.2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.
-λόγος
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος.2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~.3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~.4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
παρασιτολογία
παρασιτολογία πα-ρα-σι-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των παρασίτων καθώς και με την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Βλ. -λογία. [< γαλλ. parasitologie, αγγλ. parasitology]
πλασμίδιο
πλασμίδιο πλα-σμί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΧ. γενετικό υλικό που αντιγράφεται μέσα σε ένα κύτταρο ανεξάρτητα από τα χρωμοσώματα και βρίσκεται ιδ. μέσα σε βακτήρια. Βλ. ανασυνδυασμένο DNA, -ίδιο. [< αγγλ. plasmid, 1952, γαλλ. plasmide, 1959]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.