Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • βακτήριο βα-κτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {βακτηρί-ου, συνήθ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κάθε μονοκύτταρος προκαρυωτικός μικροοργανισμός, συνήθ. παθογόνος, που αναπτύσσεται στο φυσικό περιβάλλον ή παρασιτικά στο σώμα ζωικών και φυτικών οργανισμών: ραβδοειδή/σπειροειδή/σπορογόνα/σφαιρικά ~α. Επιβλαβή/ωφέλιμα (βλ. προβιοτικά, χλωρίδα) ~α. (Αν)αερόβια/ανθεκτικά (πβ. υπερβακτήρια)/(οξυ)γαλακτικά (= γαλακτοβάκιλοι)/γενετικά τροποποιημένα ~α. Gram αρνητικά/θετικά ~α. Αποικίες/στελέχη ~ων. Βλ. αγρο~, αρχαιοβακτήρια, ιός, μικρόβιο, μύκητας, μυκόπλασμα, πρωτόζωο.|| (ειδικότ.) ~ του άνθρακα/γένους ... Μόλυνση από το ~ της σαλμονέλας/του τετάνου/της φυματίωσης. ~ που προσβάλλουν ... Βλ. βάκιλος, εντερο~, ελικο-, καμπυλο-, κολο-, μυκο-βακτηρίδιο, γονό-, εχινό-, μηνιγγιτοδό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος, λιστέρια, τρεπόνημα, ψευδομονάδα. ΣΥΝ. βακτηρίδιο [< αρχ. βακτήριον 'μικρό ραβδί, μπαστουνάκι', γαλλ. bactérie, αγγλ. bacterium, γερμ. Bakterium]
  • βακτηριοκτόνος , ος, ο βα-κτη-ρι-ο-κτό-νος επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που καταστρέφει τα βακτήρια: ~α: αντιβιοτικά. Πβ. αντιβακτηριακός, βακτηριοστατικός. Βλ. -κτόνος, λυσοζύμη, πενικιλίνη.|| (ως ουσ.) ~ο (ενν. απολυμαντικό) για τον καθαρισμό επιφανειών. Πβ. μικροβιοκτόνος. [< γερμ. bakterientötend, γαλλ. bactéricide]
  • βακτηριολογία βα-κτη-ρι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που μελετά τα βακτήρια: ιατρική/κλινική ~. Βλ. παρασιτολογία, -λογία. [< γαλλ. bactériologie, αγγλ. bacteriology]
  • βακτηριολογικός , ή, ό βα-κτη-ρι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη βακτηριολογία· καταχρ. βακτηριακός: ~ή: ασφάλεια (τροφίμων)/εξέταση. ~ές: αναλύσεις. ~ά: όπλα (= βιολογικά). [< γαλλ. bactériologique, αγγλ. bacteriological]
  • βακτηριολόγος βα-κτη-ρι-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας, συνήθ. βιολόγος ή γιατρός, ειδικευμένος στη βακτηριολογία. Πβ. μικροβιολόγος. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. bactériologue, bactériologiste, αγγλ. bacteriologist]
  • βακτηριοστατικός , ή, ό βα-κτη-ρι-ο-στα-τι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. αντιβακτηριακός: ~ή: δράση. ~ές: ιδιότητες. ~ά: αντιβιοτικά. Πβ. βακτηριοκτόνος. [< αγγλ. bacteriostatic, 1912, γαλλ. bactériostatique, 1945]
  • βακτηριοφάγος βα-κτη-ρι-ο-φά-γος ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ. ιός που πολλαπλασιάζεται σε βακτηριακά κύτταρα και τα καταστρέφει. Βλ. πλασμίδιο, -φάγος. ΣΥΝ. φάγος [< αγγλ. bacteriophage, 1917, γαλλ. bactériophage, 1918, γερμ. Bakteriophage]

βάκιλος

βάκιλος βά-κι-λος ουσ. (αρσ.) {βακίλ-ου}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. γένος ραβδόμορφων, σπορογόνων βακτηρίων (επιστ. ονομασ. Bacillaceae): ο ~ του άνθρακα/της φυματίωσης (= του Κοχ). Βλ. γαλακτοβάκιλοι. [< γαλλ. bacille]

-κτόνος

-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~. 2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

παρασιτολογία

παρασιτολογία πα-ρα-σι-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των παρασίτων καθώς και με την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Βλ. -λογία. [< γαλλ. parasitologie, αγγλ. parasitology]

πλασμίδιο

πλασμίδιο πλα-σμί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΧ. γενετικό υλικό που αντιγράφεται μέσα σε ένα κύτταρο ανεξάρτητα από τα χρωμοσώματα και βρίσκεται ιδ. μέσα σε βακτήρια. Βλ. ανασυνδυασμένο DNA, -ίδιο. [< αγγλ. plasmid, 1952, γαλλ. plasmide, 1959]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.