Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βαλβολίνη βαλ-βο-λί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται στα οχήματα ως λιπαντικό του κιβωτίου ταχυτήτων και των διαφορικών· κατ' επέκτ. κάθε λιπαντική ουσία με αντίστοιχη χρήση. Βλ. γράσο, -ίνη. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Valvoline]

γράσο

γράσο γρά-σο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. παχύρρευστη λιπαντική ουσία που προέρχεται κυρ. από πετρέλαιο και χρησιμοποιείται για την προστασία και συντήρηση μηχανών και μηχανικών εξαρτημάτων: αδιάβροχο/συνθετικό ~. ~ ασβεστίου/λιθίου. Βιομηχανικά ~α. Βλ. βαζελίνη, πετρελαιοειδή, πετροχημικά. [< ιταλ. grasso]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.