αυτοκράτορας [αὐτοκράτορας] αυ-το-κρά-το-ρας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) αυτοκράτωρ 1. τίτλος μονάρχη: ~ του Βυζαντίου/της Γερμανίας (βλ. κάιζερ)/της Ρωσίας (βλ. τσάρος). Ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~. Πότε ανέβηκε στον θρόνο ο ~ ...; Βλ. βασιλιάς. 2. (μτφ.) απόλυτος κυρίαρχος στον χώρο του: ~ του κόσμου των μίντια/του μπάσκετ/του στίβου. Βλ. -κράτορας, τσάρος. [< μτγν. αὐτοκράτωρ]
βασιλικός βα-σι-λι-κός ουσ. (αρσ.) {πληθ. -οί (λαϊκό) βασιλικά (τα)}: ΒΟΤ. ποώδες, μονοετές καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ocimum basilicum), με ελλειπτικά, έντονα μυρωδάτα φύλλα και μικρά άσπρα άνθη, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, την αρωματοποιία, την ποτοποιία: πλατύφυλλος/σγουρός ~. Σάλτσα με ντομάτα και ~ό (: με τα ψιλοκομμένα φύλλα του, βλ. πέστο). ● ΦΡ.: βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει (παροιμ.): τα χαρίσματα και η αξία κάποιου δεν χάνονται, όσα βάσανα και δοκιμασίες κι αν περάσει., μαζί με τον/κοντά στον βασιλικό/για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ωφελείται λόγω της σχέσης του με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει μεγαλύτερο κύρος. [< μεσν. βασιλικός, γαλλ. basilic, αγγλ. basil]
βασίλισσα βα-σί-λισ-σα ουσ. (θηλ.) 1. γυναίκα που ασκεί την εξουσία του βασιλιά· η σύζυγος (ή χήρα) του βασιλιά: Στέφθηκε ~. Η ~ της Αγγλίας ... Βλ. τσαρίνα. 2. (μτφ.) πρόσωπο ή πράγμα θηλυκού γένους που κατέχει κορυφαία θέση, ξεχωρίζει σε έναν τομέα, χώρο: Η ~ της βραδιάς/της κουζίνας/της ομορφιάς (πβ. μις)/της ποπ. Η ~ της Ευρώπης (: ομάδα που κατέκτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα).|| (για πόλη) Η ~ της διασκέδασης.|| (για μοτοσικλέτα) Η ~ του δρόμου. 3. (στο σκάκι) το δεύτερο πιο σημαντικό πιόνι μετά τον βασιλιά, αλλά και το πιο ισχυρό, που μπορεί να κινηθεί σε ευθεία γραμμή σε απεριόριστο αριθμό τετραγώνων προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Βλ. ρεν. 4. ΖΩΟΛ. το μοναδικό γόνιμο θηλυκό έντομο μιας αποικίας μελισσών ή άλλων εντόμων (π.χ. μυρμηγκιών, τερμιτών ή σφηκών). Βλ. εργάτρια, κηφήνας. 5. (σπάν., στην τράπουλα) ντάμα. Βλ. ρήγας. ● ΦΡ.: την έχω σαν βασίλισσα: της προσφέρω άνετη και πλούσια ζωή, της κάνω όλα τα χατίρια., ο βασιλιάς είναι γυμνός βλ. γυμνός ● βλ. βασιλιάς [< αρχ. βασίλισσα, αγγλ. queen]
γυμνός, ή, ό γυ-μνός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν φορά ρούχα ή είναι ελαφρά ντυμένος· (για μέρος του σώματος) που δεν καλύπτεται από αυτά: ~ό: μοντέλο. ~ από τη μέση και πάνω (βλ. ημί-, μισό-γυμνος). Πόζαρε/φωτογραφήθηκε ~ή. Βούτηξαν ~οί στο νερό. Πβ. γδυτός, τσίτσιδος. Βλ. θεό-, ολό-γυμνος.|| Μη βγεις έτσι ~, φόρα κάτι ζεστό πάνω σου.|| ~ή: πλάτη (βλ. εξώπλατος). ~ό: στήθος (βλ. γυμνόστηθος)/χέρι (: χωρίς γάντια). ~οί: ώμοι.|| (συνεκδ., που περιλαμβάνει γυμνό σώμα:) ~ή: σκηνή/φωτογραφία/φωτογράφιση. ~ό: εξώφυλλο. Αντιπολεμική ~ή διαμαρτυρία. 2. (μτφ.) που δεν καλύπτεται από κάτι: (χωρίς βλάστηση ή φύλλα:) ~ό: βουνό (πβ. φαλακρό)/κλαδί/νησί (πβ. άδενδρο, ξερονήσι. ΑΝΤ. κατάφυτο). ~ά: βράχια.|| (χωρίς διακόσμηση ή επίπλωση:) ~οί: τοίχοι. Το σπίτι φάνταζε άδειο και ~ό.|| (χωρίς προστασία, περίβλημα:) ~ή: φλόγα (: ακάλυπτη). ~ό: καλώδιο (: χωρίς μόνωση)/μέταλλο/(ηλεκτροφόρο) σύρμα.|| ~ό: σπαθί (: έξω από τη θήκη του).|| Οι νεοσσοί γεννιούνται ~οί (: χωρίς φτέρωμα). 3. (μτφ.) που δεν διαθέτει, στερείται κάτι: (χωρίς προσχήματα, ωραιοποιήσεις:) ~ή: αλήθεια (= απροκάλυπτη)/βία (= ωμή)/πραγματικότητα. ~ά: γεγονότα.|| Κείμενο ~ό από επιχειρήματα/νόημα/συναίσθημα (πβ. φτωχό). ● Ουσ.: γυμνό (το): αναπαράσταση στην τέχνη ή εμφάνιση (συνήθ. στην τηλεόραση ή σε έντυπα) του γυμνού ανθρώπινου σώματος: ανδρικό/γυναικείο/καθιστό ~. Το ~ στη φωτογραφία. Σπουδή ~ού (: για έργα ζωγραφικής).|| Σκηνές ~ού. Το ~ πουλάει. ● Υποκ.: γυμνούλης , α, -ικο/-ι ● ΦΡ.: με γυμνό μάτι/οφθαλμό & (λόγ.) διά γυμνού οφθαλμού 1. χωρίς χρήση οπτικού οργάνου (φακού, μικροσκοπίου, τηλεσκοπίου): πλανήτες ορατοί ~ ~. Οργανισμοί αόρατοι ~ ~. 2. (μτφ.) για κάτι ολοφάνερο, οφθαλμοφανές: Το αποτέλεσμα είναι ορατό ~ ~. [< γαλλ. (invisible) à l'œil nu] , ο βασιλιάς είναι γυμνός & η βασίλισσα είναι γυμνή: σε περιπτώσεις που αποκαλύπτεται η σαθρότητα, αδυναμία ισχυρού προσώπου ή θεσμού. [< αγγλ. the king is naked (Σαίξπηρ)] [< αρχ. γυμνός]
μαρμαρώνω μαρ-μα-ρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μαρμάρω-σα, -θηκε, -μένος} ΣΥΝ. πετρώνω 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μετατρέπω ή μετατρέπομαι σε μάρμαρο: Η μάγισσα τον ~σε. ~μένη βασιλοπούλα. 2. (μτφ.) μένω ακίνητος ή/και άναυδος από έντονη έκπληξη ή φόβο· γενικότ. δεν μπορώ να κινηθώ: ~σε σαν άγαλμα. Κοιτούσε/στεκόταν ~μένη.|| ~μένος από το κρύο (= ξεπαγιασμένος). ΣΥΝ. κοκαλώνω, παγώνω. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μαρμαρωμένος βασιλιάς: ΙΣΤ. για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο που, σύμφωνα με τον λαϊκό θρύλο, τον μαρμάρωσε Άγγελος Κυρίου, μόλις τον περικύκλωσαν οι Τούρκοι. [< μεσν. μαρμαρώνω < μτγν. μαρμαρῶ]
πατ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: κομμάτι από ύφασμα που ράβεται ως τελείωμα σε ρούχο: μανσέτες/τσέπη με ~. Ζώνη με ~. Βλ. μπάλωμα. [< γαλλ. patte] ΠΑΤ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ