Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βασιλική βα-σι-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. 1. τύπος χριστιανικού ναού που διαιρείται σε κλίτη: δίκλιτη/πεντάκλιτη ~. ~ με νάρθηκα/τρούλο. Βλ. σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός. 2. δημόσιο ρωμαϊκό οικοδόμημα παρόμοιας αρχιτεκτονικής, που χρησίμευε ως δικαστήριο ή χώρος συγκεντρώσεων. [< μτγν. βασιλική (στοά), γαλλ. basilique, αγγλ. basilica]

σταυροειδής

σταυροειδής, ής, ές σταυ-ρο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει σχήμα σταυρού: ~ής: σύνδεσμος (αυτοκινήτου). ~ής: διάταξη. Σπαθί με ~ή λαβή. Πβ. σταυρωτός, χιαστός.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ής: ελαστικότητα (: μετρά τον βαθμό ανταπόκρισης της ζήτησης ενός αγαθού, όταν μεταβάλλεται η τιμή άλλου αγαθού). ~είς: επιδοτήσεις/πωλήσεις. Βλ. -ειδής. ● επίρρ.: σταυροειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. του οποίου ο χώρος διατάσσεται έτσι ώστε να σχηματίζεται στο εσωτερικό και στις στέγες σταυρός, που εγγράφεται σε ορθογώνιο: ~ ~ με νάρθηκα/τρούλο. Βλ. τρίκογχος. [< μτγν. σταυροειδής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.