αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]
αγορά [ἀγορά] α-γο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων και συνεκδ. ό,τι αποκτά κάποιος, καταβάλλοντας χρηματικό ποσό: επιτυχημένη/λιανική/νόμιμη/παράνομη/συμφέρουσα/χονδρική ~. Δικαίωμα/ολοκλήρωση/συμβόλαιο/τιμή/τρόποι ~άς. ~ ελπίδας (βλ. εμπόριο ελπίδας). Ακριβές/έξυπνες (πβ. συμφέρουσες)/καθημερινές/χριστουγεννιάτικες ~ές (πβ. ψώνια). ~ές με δόσεις/πιστωτική κάρτα/τοις μετρητοίς. ~ές μέσω διαδικτύου. Διαμερίσματα προς ~. Στεγαστικά δάνεια για ~ πρώτης κατοικίας. Ακυρώνω/κλείνω μια ~. Έκανα/πραγματοποίησα μια καλή/σημαντική ~. Κάνω τις ~ές μου στο κέντρο (πβ. αγοράζω, ψωνίζω). ~ές άνω των ... ευρώ. Βλ. εξ~, προ~, τηλε~. ΑΝΤ. πώληση 2. ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός μέσω του οποίου οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν και δραστηριοποιούνται, για να ανταλλάξουν προϊόντα ή υπηρεσίες· ειδικότ. σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με την παραγωγή και το εμπόριο συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας σε μια χώρα ή δεδομένη γεωγραφική περιοχή: ανεπτυγμένη/διεθνής/εγχώρια/εθνική/ελληνική/εσωτερική/κορεσμένη/παγκόσμια/τουριστική/τραπεζική/χρηματιστηριακή (: χρηματιστήριο) ~. Ψηφιακή ενιαία ~ (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ αξιών (: απόκτηση μετοχών)/ακινήτων/βιβλίων/ενέργειας/οικοπέδου/ομολόγων/χρήματος (ΣΥΝ. χρηματαγορά). Εικόνα/εκσυγχρονισμός/επάρκεια/κατάσταση/τάσεις/τομείς (της) ~άς. Ανατροπές/(αυξημένη) κίνηση/έλεγχοι/κρίση/στασιμότητα στην ~ (βλ. αγοραστικός). Επικίνδυνα προϊόντα αποσύρονται από την/εντοπίστηκαν στην/κυκλοφορούν (/λανσάρονται) στην ~. Η ~ κατακλύζεται από κινέζικα προϊόντα. Οι τιμές κυμαίνονται στην ~ από ... έως ... ευρώ. Ευνοϊκές συνθήκες επικρατούν στην ~. Βούλιαξε η ~ (= περνά κρίση). Ανοδικά/πτωτικά κινήθηκε η ~ αυτοκινήτου τον μήνα ... Οι πολυεθνικές ελέγχουν την ~. Βλ. επαν~, ευρω~, χρηματ~. 3. χώρος, περιοχή ή χώρα όπου διεξάγονται αγοραπωλησίες· ειδικότ. εμπορικό κέντρο· συνεκδ. όσοι δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα: βαρβάκειος/δημοτική/κεντρική/παλιά/σκεπαστή (πβ. παζάρι)/τοπική/υπαίθρια ~. ~ κρέατος (= κρεατ~)/λουλουδιών. Άνοιγμα/διείσδυση σε νέες ~ές. Βλ. υπερ~.|| Οδηγός ~άς (πβ. κατάλογος). Η ~ είναι άδεια. Δεν κατέβηκα/πήγα σήμερα στην ~.|| Αλυσίδα καταστημάτων με αξιόπιστο/ισχυρό/καλό όνομα στην ~ (πβ. πιάτσα). Βούιξε η ~ από φήμες ότι ... 4. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. οικονομικοπολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην αρχαιότητα: αρχαία/ρωμαϊκή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά εργασίας: ΟΙΚΟΝ. εργατικό δυναμικό και εργοδότες, μεταξύ των οποίων διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την κάλυψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση: ανοιχτή/ευέλικτη/ηλεκτρονική ~ ~. Ανθρώπινο κεφάλαιο και ~ ~. Ένταξη/προώθηση των γυναικών/των πτυχιούχων στην ~ ~. Βγήκε στην ~ ~. [< αγγλ. labour-market] , αγορά κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιαγορά., αγορά συναλλάγματος: ΟΙΚΟΝ. εγχώρια ή διεθνής αγορά στην οποία ανταλλάσσονται τα εθνικά νομίσματα: διατραπεζική/ελεύθερη/προθεσμιακή ~ ~. [< αγγλ. foreign exchange market, 1948] , δευτερογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές σε τίτλους που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν. [< αγγλ. secondary market] , ελεύθερη αγορά: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησίες στις οποίες οι τιμές καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό: παγκοσμιοποιημένη ~ ~. ~ ~ τηλεπικοινωνιών. [< αγγλ. free market] , έρευνα αγοράς: ΟΙΚΟΝ. επιστημονική διερεύνηση και προσδιορισμός των συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών: πανευρωπαϊκή/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. Mάρκετινγκ και ~ ~. ~ες ~ και καταναλωτικής συμπεριφοράς. Βλ. ομάδα-στόχος. [< αγγλ. market research, 1920] , ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές: ΔΙΑΔΙΚΤ. εμπορικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου και ειδικότ. διαδικτυακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών: κάθετη (: στην οποία συμμετέχουν εταιρείες από συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας)/οριζόντια (: συμμετοχή εταιρειών ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριοποίησής τους) ~ή ~ά. Πρόσβαση σε ~ ~ με χρήση κωδικού. Ανοικτές (: δημόσιες)/διεπιχειρησιακές/κλειστές (: ιδιωτικές) ~ ~. Βλ. τηλεσυνεργασία, ψηφιακή οικονομία.|| ~ή ~ά εισιτηρίων/προϊόντων. Προπληρωμένη κάρτα για ~ ~. Η ασφάλεια των ~ών ~ών. Βλ. ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική πώληση. [< αγγλ. e-market, electronic shopping, 1959] , μερίδιο/κομμάτι/μέρος (της) αγοράς: ΟΙΚΟΝ. το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων προϊόντος ή υπηρεσίας που κατέχει συγκεκριμένη εταιρεία: Οι αλυσίδες καταστημάτων ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο ~ ~. Η εταιρεία κατέχει ~ ~ της τάξης του ...%. [< αγγλ. market share, 1954] , πρωτογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου οι επιχειρήσεις και το κράτος εκδίδουν νέους τίτλους και αποκτούν κεφάλαια. [< αγγλ. primary market] , φιλανθρωπική αγορά: παζάρι, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βλ. έρανος. [< αγγλ. charity bazaar] , αγορά ευρωομολόγων βλ. ευρωομόλογο, αναδυόμενες αγορές βλ. αναδυόμενος, ανάλυση αγοράς βλ. ανάλυση, ανάπτυξη αγοράς βλ. ανάπτυξη, απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών βλ. απελευθέρωση, αποτυχία της αγοράς βλ. αποτυχία, ατελής αγορά βλ. ατελής, ευαίσθητη αγορά βλ. ευαίσθητος, καλάθι αγορών βλ. καλάθι, κοινή αγορά βλ. κοινός, λαϊκή αγορά βλ. λαϊκός, λαχειοφόρος αγορά βλ. λαχειοφόρος, μαύρη (αγορά) βλ. μαύρος, οικονομία της αγοράς βλ. ελεύθερη οικονομία, παράλληλη αγορά βλ. παράλληλος, πιστωτική αγορά βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: βγάζει (κάτι) στην αγορά: το προωθεί στο εμπόριο: Η εταιρεία σχεδιάζει να βγάλει στην ~ νέα σειρά καλλυντικών., βγαίνει στην αγορά: (για προϊόν) κυκλοφορεί στο εμπόριο· (για πρόσωπο) διεξάγει διαπραγματεύσεις, για να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι: Κινητό που βγήκε ~ τον περασμένο μήνα.|| (για κράτος ή εταιρεία) Βγήκε ~/στις αγορές, για να δανειστεί. [< αρχ. ἀγορά, αγγλ. market, γαλλ. marché, γερμ. Markt]
αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]
αληθινός, ή, ό [ἀληθινός] α-λη-θι-νός επίθ. 1. που ανταποκρίνεται στην αλήθεια: ο ~ός: ένοχος/κόσμος (ΑΝΤ. φανταστικός). ~ή: ιστορία (ΑΝΤ. πλαστή). ~ό: γεγονός/περιστατικό. ~ές: αιτίες/ανάγκες/αποδείξεις/μαρτυρίες/φήμες. Η ~ή εικόνα/όψη της πραγματικότητας. Έδειξε το ~ό της πρόσωπο/τον ~ό εαυτό της. Κρύβει τον ~ό της χαρακτήρα. Απίστευτο κι όμως ~ό! Ό,τι σου είπε είναι πέρα για πέρα ~ό. Βρήκε τους ~ούς του γονείς (ΑΝΤ. θετούς). Οι κατηγορίες αποδείχθηκαν ~ές. Τα ~ά κίνητρα των πράξεών του. Πβ. αληθής, πραγματικός.|| (ΘΕΟΛ.) Ο ένας και ~ Θεός. Το ~ό νόημα/φως (της ζωής). ΑΝΤ. αναληθής, φαινομενικός, ψευδής, ψεύτικος (1) 2. (επιτατ.) που παρουσιάζει στον μέγιστο βαθμό τις ιδιότητες που του αποδίδονται: ~ός: γρίφος/παράδεισος. ~ή: μάχη/πρόκληση/τραγωδία. ~ά: έργα τέχνης. Ένας ~ δάσκαλος/σταρ. Αποδείχτηκε ~ αγωνιστής/άνθρωπος/φίλος. Η περιπέτεια που ζήσαμε ήταν ~ εφιάλτης! Επικρατεί ~ πανζουρλισμός! Ακούγεται/είναι/φαίνεται σαν ~ό. ΣΥΝ. πραγματικός (1) 3. αυθεντικός, γνήσιος: ~ό: διαμάντι/χρυσάφι (= ατόφιο). 4. ειλικρινής, ανυπόκριτος: ~ός: έρωτας. ~ή: αγάπη/αφοσίωση/ευτυχία/συγκίνηση/φιλία/χαρά. ~ό: ενδιαφέρον (= πραγματικό, ΑΝΤ. προσποιητό). ~ά: αισθήματα. ● επίρρ.: αληθινά: Ένας ~ μεγάλος ηγέτης (πβ. τωόντι). ~ ενδιαφέρον θέμα. Κάτι το ~ διαφορετικό/νέο.|| ~ (= ειλικρινά) δεν γνωρίζω! Πιστεύεις ~ ότι ...; Σ' αγαπάω ~ (= στ΄ αλήθεια). ● ΦΡ.: βγαίνω αληθινός: επαληθεύομαι: ~ ~ στις προβλέψεις μου. Ελπίζω να βγω ~. Οι φόβοι μου βγήκαν ~οί (= επιβεβαιώθηκαν). ΑΝΤ. βγαίνω ψεύτης [< αρχ. ἀληθινός]
ανάποδα [ἀνάποδα] α-νά-πο-δα επίρρ.: αλλιώτικα ή αντίθετα απ' ό,τι συνηθίζεται ή θεωρείται σωστό, φυσιολογικό: Έβαλε τις κάλτσες/την μπλούζα ~ (= από την ανάποδη· πβ. μέσα έξω). Οδηγεί/πάει ~ (: στο αντίθετο ρεύμα ή προς τα πίσω). (ΝΑΥΤ.) ~ ολοταχώς. Το πλοίο κάνει ~. Οι δείκτες γυρίζουν ~ (: από δεξιά προς αριστερά). (για νεογέννητο:) Το παιδί βγαίνει/έρχεται ~ (: με τα πόδια, αντί με το κεφάλι προς τα έξω). Το αμάξι βρέθηκε ~ (= αναποδογυρ-, ντελαπαρ-, τουμπαρ-ισμένο).|| ~ τα κατάλαβες (: αντίθετα από αυτά που ισχύουν). ● ΦΡ.: (μου) έρχονται/πηγαίνουν (όλα) ανάποδα (προφ.): (μου) συμβαίνουν δυσάρεστα, αντίθετα απ' ό,τι περιμένω: Μου ήρθαν όλα ~ στη δουλειά και δεν μπόρεσα να ..., βγάζω την πίστη/την ψυχή κάποιου ανάποδα (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον εξουθενώνω: Μου έβγαλε ~ ~ μέχρι/ώσπου να ..., βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα (αργκό): έχει πεθάνει, είναι νεκρός., κακά, ψυχρά κι ανάποδα (προφ.-εμφατ.): πολύ άσχημα: -Πώς πέρασες; -~ ~! Τους ήρθαν όλα ~ ~. ΣΥΝ. τα στραβά και (τα) ανάποδα, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα (προφ.): ταλαιπωρήθηκα πολύ, εξουθενώθηκα: ~ ~, μέχρι να γράψω την εργασία μου., μου έρχεται ανάποδα να ... (προφ.): δεν μου αρέσει, δεν μου πάει να: ~ ~ μου ζητήσουν βοήθεια και ν' αρνηθώ., ξυπνάω ανάποδα (προφ.): είμαι κακόκεφος και κατ' επέκτ. απότομος με τους άλλους από την αρχή της μέρας: ~ησε ~ σήμερα και του φταίνε όλα., τη βλέπω ανάποδα (νεαν. αργκό): αλλάζω διάθεση, θυμώνω, εκνευρίζομαι: Μόλις μου έκλεισε το ακουστικό, την είδα ~., το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη (προφ.): παρεξήγησε κάτι που έγινε ή ειπώθηκε: Θα σου πω κάτι, αλλά μην το πάρεις ~. Πβ. παίρνω/βλέπω κάτι στραβά, το πήρε αλλιώς., θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! βλ. κρεμώ, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, τα στραβά και (τα) ανάποδα βλ. στραβός [< μεσν. ανάποδα]
ασπροπρόσωπος, η, ο [ἀσπροπρόσωπος] α-σπρο-πρό-σω-πος επίθ.: βλ. -πρόσωπος. Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο: τον δικαιώνω που με εμπιστεύτηκε: Ελπίζω να βγάλω ~ους όσους πιστεύουν στις δυνατότητές μου. Πβ. με βγάζει/βγαίνει παλικάρι., βγαίνω ασπροπρόσωπος: πετυχαίνω σε κάτι και δικαιώνομαι: Άντεξε στα δύσκολα και βγήκε ~.
αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]
αφρός [ἀφρός] α-φρός ουσ. (αρσ.) 1. ρευστή μάζα από πολλές μικρές, συνήθ. άσπρες φυσαλίδες, που σχηματίζεται κυρ. στην επιφάνεια υγρού: ο ~ των κυμάτων/του μούστου. Mπίρα με/χωρίς ~ό. Βγάζω τον ~ό από το βρασμένο κρέας (πβ. ξαφρίζω). Το σαπούνι αυτό κάνει πολύ/ωραίο ~ό.|| Ψάρια του ~ού (= αφρόψαρα). Στον ~ό της θάλασσας επέπλεαν σκουπίδια (ΑΝΤ. βυθός, πάτος). 2. καλλυντικό σε αφρώδη μορφή: ~ αποτρίχωσης/ξυρίσματος/φορμαρίσματος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό υλικό για σβήσιμο φωτιάς: πυροσβεστήρας ~ού. 4. (μτφ.) κάτι ιδιαίτερα μαλακό, φουσκωτό, ελαφρύ: Η τούρτα/το ψωμί είναι ~. Πβ. αφράτος. 5. (μτφ.-προφ.) το εκλεκτότερο μέρος πράγματος ή συνόλου: Διαλέγω/παίρνω τον ~ό (= τον αθέρα). Ο ~ της επιστημονικής κοινότητας/τοπικής κοινωνίας (= ανθός, ανφάν γκατέ, αφρόκρεμα, ελίτ). 6. φυσαλίδες του σάλιου ανθρώπου ή ζώου, όπως του αλόγου, του σκύλου. ● ΦΡ.: βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) (μτφ.): είναι εξοργισμένος, έξαλλος από θυμό: Είχε αφηνιάσει, έβγαζε ~!, βγαίνει στον αφρό (μτφ.): έρχεται στην επιφάνεια, αποκαλύπτεται: Σκάνδαλα που ~ουν ~. (παροιμ.) Η αλήθεια και το ψέμα πάντα ~ουν ~. ΣΥΝ. βγαίνει στη φόρα [< αρχ. ἀφρός 2,3: αγγλ. foam, γαλλ. mousse]
βγάζω βγά-ζω ρ. (μτβ.) {έβγαλα, βγάλει, (σπάν.) βγάλ-θηκε, -θεί, -μένος, βγάζ-οντας} & (λαϊκό) βγάνω 1. μετακινώ κάτι έξω από τη θέση στην οποία βρίσκεται: ~ το φαγητό από τον φούρνο/τον φελλό από το μπουκάλι/τον φορτιστή από την πρίζα (πβ. τραβώ). Έβγαλε λεφτά από το πορτοφόλι του/το όπλο και άρχισε να πυροβολεί/το τραπεζάκι στη βεράντα. Βγάλε (= πάρε) τα βιβλία από το ράφι. Βλ. ξανα~. ΑΝΤ. βάζω, τοποθετώ.|| ~ουν μετάλλευμα (= εξορύσσουν). Έβγαλε νερό από το πηγάδι (= άντλησε).|| Τον έβγαλαν (ζωντανό) από τα ερείπια (= τον ανέσυραν).|| Έβγαλε ό,τι είχε φάει (= έκανε εμετό).|| Προσπάθησε να βγάλει (= εξαγάγει) λαθραία από τη χώρα. 2. αφαιρώ, απομακρύνω: ~ τη φλούδα (= ξεφλουδίζω). ~ τα ξερά χόρτα (= ξεριζώνω). Απορρυπαντικό που ~ει (= εξαφανίζει, καθαρίζει) όλους τους λεκέδες. ~ τα φρύδια μου. Του έβγαλαν τον γύψο.|| Βγάλε (= σβήσε) τα εισαγωγικά! Αν βγάλεις από το δέκα (τα) τρία, πόσα μένουν;|| (για κάτι που φορώ:) Έβγαλε τα ακουστικά/γυαλιά/παπούτσια/ρούχα του (= ξεντύθηκε).|| Ο οδοντίατρος του έβγαλε το δόντι (= του έκανε εξαγωγή). (για ιατρική επέμβαση:) Του έβγαλαν τις αμυγδαλές/τη χολή.|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα (= θα σε ξεμαλλιάσω)!|| (προφ.) Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα μάτι! 3. κάνω κάποιον να βγει από τον χώρο στον οποίο βρίσκεται με δική μου εντολή ή πρωτοβουλία: Τον έβγαλε από την τάξη (= τον απέβαλε). Κατάφεραν να τον βγάλουν από τη φυλακή (= να τον αποφυλακίσουν).|| Να σε βγάλω μέχρι/ως την πόρτα (= να σε ξεπροβοδίσω).|| Έβγαλε (= πήγε) τα παιδιά (έξω) για φαγητό/το σκύλο βόλτα.|| (απειλητ.) Φύγε, γιατί θα σε βγάλω (= πετάξω) έξω με τις κλοτσιές! 4. απαλλάσσω κάποιον από δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση: Τον έβγαλε από την αγωνία/το αδιέξοδο/τον κόπο. Για να σε βγάλω από την απορία, σου λέω ότι ...|| Τους πήγε ένα κουτί γλυκά για να βγάλει την υποχρέωση.|| Τον έβγαλαν από διευθυντή (πβ. παύω). 5. γίνομαι η αιτία να σταματήσει κάποιος να ασχολείται με κάτι: Δεν θέλω να σε βγάλω από το πρόγραμμά σου. Μια δυνατή φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Πβ. αποσπώ, εκτρέπω. 6. εξωτερικεύω, εκδηλώνω: Έβγαλε όλα του τα κόμπλεξ/όλη του την κακία/τον καλύτερό της εαυτό. Πρόσεχε τι εικόνα ~εις προς τα έξω! Πβ. δείχνω, εκφράζω, φανερώνω. Βλ. καταπιέζω, κρύβω.|| Το πρόσωπό της ~ει μια καλοσύνη (= αντανακλά, εκπέμπει). 7. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ λόγο (= εκφωνώ, μιλώ)/(έναν) αναστεναγμό (= αναστενάζω)/κραυγή (= κραυγάζω)/συμπέρασμα (= συμπεραίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/φωνή (= φωνάζω)/φωτοτυπίες (= φωτοτυπώ). ~ ακτινογραφία/τον λογαριασμό (πβ. κάνω). Έβγαλαν ανακοίνωση (= ανακοίνωσαν)/ετυμηγορία.|| (σε όχημα:) Βγάλε δεξί φλας!|| (ΑΘΛ.) Έβγαλε μπαλιά/πάσα/σέντρα. Του έβγαλε κίτρινη κάρτα (= του έδειξε).|| (για να δηλωθεί έναρξη διαδικασίας:) Θα βγάλουν το σπίτι σε δημοπρασία/σε πλειστηριασμό/προς πώληση. Τον έβγαλαν στο περιθώριο (= τον περιθωριοποίησαν). 8. παθαίνω εξάρθρωση: Έβγαλε το χέρι/τον ώμο του. 9. (για κάτι φυσιολογικό ή παθολογικό που αρχίζει να εμφανίζεται στο σώμα μου) αποκτώ: Έβγαλε τα πρώτα του δοντάκια (ενν. το μωρό)/εξανθήματα. (για έφηβο) Έχει αρχίσει να ~ει γένια. 10. (για αποδοχές) κερδίζω: Πόσα (λεφτά/χρήματα) ~εις τον χρόνο; ~ει με κόπο και ιδρώτα το μεροκάματο. Εγώ τι θα βγάλω (= τι κέρδος θα έχω); Θα βγάλουμε χοντρό παραδάκι. Δεν έχουμε βγάλει φράγκο. Πβ. οικονομώ.|| Κάνει και δεύτερη δουλειά, για να ~ει (= καλύπτει, πληρώνει) τα έξοδά του. 11. παράγω, δημιουργώ: ~ουν κρασί/λάδι. Πβ. παρασκευάζω.|| Έχει βγάλει μεγάλο έργο/πολλή δουλειά (= έχει κάνει).|| (μτφ.) Χώρα που έβγαλε μεγάλους επιστήμονες. Έβγαλαν σωστά παιδιά (= ανέθρεψαν, μεγάλωσαν). 12. γίνομαι κάτοχος επίσημου εγγράφου, μετά από σχετική αίτηση: Έβγαλε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος/διαβατήριο/ταυτότητα. 13. παρουσιάζω κάτι δημόσια: Τον έβγαλαν στα κανάλια/στην τηλεόραση.|| Έβγαλε το καινούργιο του άλμπουμ (= κυκλοφόρησε)/βιβλίο (= εξέδωσε).|| Έβγαλαν τα αποτελέσματα/την απόφαση (= δημοσίευσαν, κοινοποίησαν). 14. καταλήγω σε κάποιο αποτέλεσμα, συμπέρασμα ή σκέψη: Πόσο τα ~εις; Όσες φορές και να τα μετρήσω, πενήντα τα ~ (= υπολογίζω). Δεν τα έχεις βγάλει (= λογαριάσει) σωστά.|| Πόσο ~εις;|| Από πού τα ~εις όλα αυτά (= τα συμπεραίνεις, τα εξάγεις); 15. εκλέγω, αναδεικνύω: Τον έβγαλαν βουλευτή/δήμαρχο/πρόεδρο (= τον έκαναν). Πβ. ανακηρύσσω.|| Τι αποτέλεσμα θα βγάλει η κάλπη; 16. δίνω σε κάποιον ένα όνομα ή μια ιδιότητα: Πώς το έβγαλαν το παιδί (= το βάφτισαν);|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Βγάλε με τώρα και τρελό/ψεύτη (= πες με)! 17. περνώ, διανύω: Πώς να βγάλω τον μήνα με τόσα λίγα λεφτά;|| Δεν τον βλέπω να (τον) ~ει τον χειμώνα στη δουλειά (: θα απολυθεί).|| Αποκλείεται να τη βγάλει την ανηφόρα το αυτοκίνητο (= να την ανέβει). 18. φέρνω σε πέρας κάτι· τελειώνω, ολοκληρώνω: Τον έβγαλε τέλεια τον ρόλο του. Έβγαλε το σχολείο με άριστα. Έχει βγάλει το Πανεπιστήμιο (πβ. αποφοιτώ). 19. κερνώ, προσφέρω, φιλεύω: Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού/ούζο και μεζέδες. Τι να σας βγάλω; Πβ. σερβίρω, τρατάρω. 20. περιφέρω: (ΕΚΚΛΗΣ.) Έβγαλαν δίσκο/την εικόνα/τον Επιτάφιο. 21. (συνήθ. με άρνηση, για γραφικό χαρακτήρα) διακρίνω, καταλαβαίνω: Δεν ~ τα γράμματά σου/τι γράφεις. ● βγάζει 1. (συνήθ. στον αόρ.) εμφανίζει, παρουσιάζει: Το δέντρο έβγαλε καρπούς/κλαδιά/μπουμπούκια/φύλλα (= πέταξε). Πβ. βλασταίνω.|| Το ταβάνι έχει βγάλει υγρασία. Το αυτοκίνητο έβγαλε βλάβη (= χάλασε).|| Το ζώο έβγαλε τρίχωμα.|| Έβγαλε ήλιο (= βγήκε ήλιος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Όταν πάω να τρέξω το πρόγραμμα, μου ~ ένα μήνυμα που λέει ... 2. ρέει, σκορπίζει: Πληγή που ~ αίμα (= αιμορραγεί)/πύον. Η βρύση δεν ~ νερό.|| Λουλούδια που ~ουν όμορφο άρωμα (= αναδίδουν). Έβγαζε μια άσχημη μυρωδιά (= μύριζε άσχημα).|| Το κλιματιστικό ~ πολύ κρύο αέρα (= παράγει). 3. οδηγεί, καταλήγει: Πού ~ ο δρόμος/το μονοπάτι; ΣΥΝ. πηγαίνει, φτάνει.|| Η συζήτηση δεν ~ πουθενά. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτή η ιστορία/η κατάσταση (: μέχρι πού θα τραβήξει). 4. προκαλεί: Ταινία που ~ μεγάλη συγκίνηση/πολύ γέλιο. ● Μτχ.: βγαλμένος , η, ο 1. που έχει προέλθει από κάπου: στίχος ~ από τη ζωή. Ένας κόσμος που μοιάζει ~ από ταινία επιστημονικής φαντασίας. 2. που έχει βγει από το σημείο σύνδεσής του: ~ος: ώμος. ~ο: πόδι/χέρι (= εξαρθρωμένο). ● ΦΡ.: και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει: αναλαμβάνω, ξεκινώ κάτι, χωρίς να ξέρω τον ακριβή προορισμό ή το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς προγραμματισμό: Θα ξεκινήσω τις διακοπές μου από κάποιο νησί των Κυκλάδων ~ ~. Τι να σου πρωτογράψω; Αρχίζω ~ ~., τα βγάζουμε (από τα παιδιά πριν την έναρξη ομαδικού παιχνιδιού): να πούμε το τραγουδάκι που θα αναδείξει αυτόν που θα τα φυλάει ή που θα ξεκινήσει πρώτος: ~ ~ και όποιος μείνει τελευταίος κάνει τη μάνα., τη βγάζει (και) δεν τη βγάζει (προφ.): μόλις και μετά βίας: ~ ~ μέχρι αύριο (: μάλλον θα πεθάνει)., τη βγάζω (προφ.): ζω, περνώ: ~ ~ με δανεικά/με δυσκολία. Τη βγάλαμε ξεροσφύρι/στρωματσάδα/(στο) τζάμπα/φτηνά. Βλέπω να ~ ~ (= να μένω) καλοκαιριάτικα στην Αθήνα. Με τέτοια ζέστη να δω πώς θα τη βγάλουμε σήμερα., (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάλε-βγάλε βλ. βάζω, βγάζει (κάτι) στην αγορά βλ. αγορά, βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, βγάζει γλώσσα βλ. γλώσσα, βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι βλ. μάτι, βγάζει τ' άντερά του βλ. άντερο, βγάζει τα σωθικά του βλ. σωθικά, βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω (κάποιον/κάτι) στην πιάτσα βλ. πιάτσα, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω από τα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, βγάζω από τη μέση βλ. μέση, βγάζω ατμούς βλ. ατμός, βγάζω θέμα βλ. θέμα, βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο βλ. ασπροπρόσωπος, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω κάποιον μπιελάρ βλ. μπιελάρ, βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, βγάζω ρίζες βλ. ρίζα, βγάζω σε κάποιον το λάδι βλ. λάδι, βγάζω στη σέντρα βλ. σέντρα, βγάζω στο κλαρί βλ. κλαρί, βγάζω στον αέρα βλ. αέρας, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου βλ. εσώψυχος, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, βγάζω τα μάτια (σε κάτι) βλ. μάτι, βγάζω τα μάτια μου βλ. μάτι, βγάζω τα σπασμένα βλ. σπασμένος, βγάζω τα συκώτια μου βλ. συκώτι, βγάζω τα/τ' απωθημένα μου βλ. απωθημένο, βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι) βλ. γλώσσα, βγάζω τη μάσκα βλ. μάσκα, βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη βλ. ιλαρά, βγάζω το άχτι μου βλ. άχτι, βγάζω το καπέλο σε κάποιον βλ. καπέλο, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, βγάζω φτερά βλ. φτερό, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγάζω/βρίσκω/πιάνω/ρίχνω γκόμενα/γκόμενο βλ. γκόμενα, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βγάζω/κατεβάζω γάλα βλ. γάλα, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου βλ. κεφάλι, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βγάζω/πετάω σπυριά βλ. σπυρί, βγάζω/στέλνω κάποιον στον τάκο βλ. τάκος1, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με βλ. σκούφια, βγάλε το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη βλ. άκρη, δεν λέω/δεν βγάζω λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, θα σου βγάλω τα μάτια βλ. μάτι, θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά! βλ. αυτί, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, την περνάω/την βγάζω κοτσάνι βλ. κοτσάνι, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, του τα βγάζω με το τσιγκέλι βλ. τσιγκέλι, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια ● βλ. βγαίνω [< μεσν. εβγάζω]
βρόμα βρό-μα ουσ. (θηλ.) & βρώμα (προφ.) 1. πολύ άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά: η ~ των σκουπιδιών/υπονόμων. Πβ. δυσ-οσμία, -ωδία, μπόχα. 2. βρομιά: Το σπίτι είναι μες στη ~ (ΑΝΤ. καθαριότητα). Τα ρούχα έβγαλαν πολλή ~.|| (μτφ.) Η ~ των σκανδάλων. Πβ. ακαθαρσία. 3. (υβριστ.) γυναίκα ανήθικη, πρόστυχη: Είναι μεγάλη ~! Πβ. λέρα, παλιοθήλυκο, σκρόφα. ● ΣΥΜΠΛ.: αμπούλες βρόμας βλ. αμπούλα ● ΦΡ.: βρόμα και δυσωδία 1. (κυριολ.-εμφατ.): Εδώ μέσα επικρατεί ~ ~! 2. (μτφ.) ηθική διάβρωση, διαφθορά: Σήψη, ~ ~! Πβ. αποφορά, σαπίλα., έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ...: κάποιος διέδωσε ή διαδόθηκε ανυπόστατη συκοφαντία: Του έβγαλαν ~ ότι ...|| Βγήκε ~ ότι εμπλέκεται σε σκάνδαλο. [< μεσν. βρόμα]
γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]
γύρα γύ-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. κυκλική διαδρομή, βόλτα: Έφερε δυο ~ες το τετράγωνο. Έκανε μια ~ στα μαγαζιά.|| Γέμισε άλλη μια ~ τα ποτήρια! ΣΥΝ. γύρος (1) 2. περιστροφή: Κάνε μια ~ να σε δω. ΣΥΝ. γυροβολιά (1) ● ΦΡ.: βγαίνω στη γύρα: περιφέρομαι (ανα)ζητώντας κάτι: Έχει βγει ~ ~ για δουλειά., φέρνω κάποιον/κάτι γύρα (μτφ.): γυροφέρνω., τα φέρνω βόλτα/γύρα βλ. βόλτα [< μεσν. γύρα]
δημοσιότητα δη-μο-σι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος/κάτι γίνεται ευρέως γνωστό(ς)· δημοσιοποίηση: Tα έγγραφα θα δοθούν στη ~. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που φέρνει στη ~ η εφημερίδα, ... Βρίσκεται στο επίκεντρο της ~ας.|| ~ της δίκης/της συνεδρίασης. Δεν δόθηκε μεγάλη ~ στο θέμα (: δεν πήρε διαστάσεις).|| (για πρόσωπα, κυρ. δημόσια:) Αρνητική ~. Κρατήθηκε μακριά από το παιχνίδι της ~ας. Απολαμβάνει/αφεύγει/επιζητεί/κυνηγά τη ~. Βλ. αναγνωρισιμότητα, -ότητα. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα: για γεγονός, φαινόμενο που γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό: Το θέμα δεν πήρε ~, όπως θα έπρεπε., βγαίνει στη δημοσιότητα: γνωστοποιείται στο ευρύ κοινό (συνήθ. μέσω δημοσίευσης): Νέα στοιχεία βγήκαν ~ για ..., βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας: δημοσιεύεται, δημοσιοποιείται: Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με παράνομες προσλήψεις είδαν ~ ~. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων ήρθε ~ ~., η αρχή της δημοσιότητας: αρχή της γνωστοποίησης στο ευρύ κοινό: ~ ~ μιας δίκης (: παρακολούθησή της από το ευρύ κοινό άμεσα ή έμμεσα, μέσω ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης)., οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας (μτφ.): η προσοχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και της κοινής γνώμης: μακριά από τους/τα ~ ~. Μονοπώλησε/συγκέντρωσε/τράβηξε τους/τα ~ ~. Οι ~ ~ είναι στραμμένοι πάνω του/στις εξελίξεις. Τα ~ ~ πέφτουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. [< γαλλ. publicité]
δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ
είδηση [εἴδηση] εί-δη-ση ουσ. (θηλ.) 1. πληροφορία για πρόσφατα και συνήθ. αξιοσημείωτα γεγονότα ή σημαντικές εξελίξεις στον κόσμο, μια χώρα ή περιοχή, κυρ. όπως αυτή μεταδίδεται από έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης: αποκλειστική (= αποκλειστικότητα)/έγκυρη/συγκλονιστική/χθεσινή ~. ~ της τελευταίας στιγμής. ~-βόμβα. Αθλητικές (ΣΥΝ. αθλητικά)/εξωτερικές/εσωτερικές ~ήσεις. Διασταύρωση ~ήσεων. Το θέμα έγινε πρώτη ~ στα κανάλια. Οι αστυνομικές Αρχές επιβεβαίωσαν την τραγική ~. Διεθνείς ~ήσεις (από τον χώρο της ιατρικής). Η πιο δημοφιλής ~ της ημέρας (: σε ιστότοπο). Σάιτ που παρουσιάζει επιστημονικές/καλλιτεχνικές/κοινωνικές/οικονομικές/πολιτικές ~ήσεις. Κατηγορούνται για διάδοση/διασπορά ψευδών/(σπάν.) αναληθών ~ήσεων. 2. αναγγελία, ανακοίνωση· συνεκδ. το νέο που ανακοινώνεται: Η ~ του γάμου/του θανάτου της έκανε τον γύρο του κόσμου.|| Μόλις πληροφορήθηκα μια θλιβερή/πολύ δυσάρεστη ~. Να και μια αισιόδοξη/ευχάριστη ~. Κυκλοφορεί η ~ ότι ... Ξύπνα, έχω ~! Μας έφερε καλές ~ήσεις. (ΕΚΚΛΗΣ.) Η χαρμόσυνη ~ της Ανάστασης. Πβ. μήνυμα. ● ειδήσεις (οι): δελτίο ειδήσεων τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού· ένα τμήμα του: οι απογευματινές/κεντρικές/πρωινές ~ ενός καναλιού. Στις ~ των οκτώ (ενν. στις οκτώ το βράδυ). Το είπαν στις ~. (για άνκορμαν) Λέει/παρουσιάζει τις ~. Ακούω/βλέπω/παρακολουθώ τις ~. Η ταινία θα προβληθεί μετά τις νυχτερινές ~. Παραπλανητικές/ψευδείς/ψεύτικες ~ήσεις (= φέικ νιουζ). [< αγγλ. news] ● Υποκ.: ειδησούλα (η) ● Μεγεθ.: ειδησάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο ειδήσεων βλ. δελτίο, πρακτορείο ειδήσεων βλ. πρακτορείο ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνει είδηση: αποκαλύπτω/αποκαλύπτονται σημαντικές πληροφορίες: Οι εκπομπές της βγάζουν ~.|| Δεν βγήκε ~ από τη συνέντευξη Τύπου., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων βλ. άγγελος, παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά βλ. παίρνω [< πβ. αρχ. εἴδησις ‘γνώση, επιστήμη’, γαλλ. information, nouvelle]
εισέρχομαι [εἰσέρχομαι] ει-σέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {εισήλθα, εισέλθω, λόγ. μτχ. εισελθ-ών, -ούσα, -όν, εισερχόμενος} (επίσ.) 1. μπαίνω σε κάποιο μέρος, χώρο: ~εται στο κτίριο. Το νερό ~εται (= εισρέει) στις δεξαμενές. Οι ηλιακές ακτίνες ~ονται στην ατμόσφαιρα. Το πλοίο εισήλθε στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Έχει εισέλθει παράνομα στην περιοχή. Βλ. εισ-δύω, -χωρώ. ΑΝΤ. βγαίνω (1), εξέρχομαι (1) 2. (μτφ.) προχωρώ σε άλλη κατάσταση ή μεταβαίνω σε άλλη χρονική περίοδο: ~εται σε αναπτυξιακή πορεία/σε τροχιά ανάκαμψης/στη φάση υλοποίησης. Η χώρα ~εται σε προεκλογική περίοδο. 3. (μτφ.) γίνομαι δεκτός κάπου, εντάσσομαι σε κάποιο σύνολο: ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα/σε δημόσια υπηρεσία. Χώρες που ~ονται στη ζώνη του ευρώ. Εταιρείες που ~ονται στο χρηματιστήριο. Το κόμμα έχει εισέλθει στη Βουλή. Πβ. εισάγομαι, μπαίνω. [< αρχ. εἰσέρχομαι] ΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
επιφάνεια [ἐπιφάνεια] ε-πι-φά-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | επιφανει-ών} 1. το σύνολο των σημείων ενός σώματος που ορίζουν την έκταση ή τη μορφή του: αδιάβροχη/ανοξείδωτη/ανώμαλη/βελούδινη/γυάλινη/εξωτερική/επίπεδη/εσωτερική/κεκλιμένη/λεία/μεταλλική/ξύλινη/ολισθηρή/ομαλή/στερεά/τραχιά/τσιμεντένια ~. ~ της Γης/του εδάφους/της θάλασσας/της λίμνης. ~ δωματίου/οικοπέδου/στέγης/τραπεζιού (πβ. εμβαδόν). Κάτω/πάνω από την ~. Θερμοκρασία/χρώμα ~ας. Δερμάτινες/συνθετικές ~ες. ~ες διπλής όψεως. Βάψιμο/διάβρωση/κατεργασία/λακάρισμα/ξεσκόνισμα/τρίψιμο ~ών. Καθαριστικό για όλες τις ~ες. Βλ. βάθος, εσωτερικό.|| (ΓΕΩΜ.) Κοίλη/κυλινδρική/κυρτή/συνολική/σφαιρική ~. Διάμετρος ~ας. Μονάδα ~είας. ~ σε τετραγωνικά μέτρα.|| (ΦΥΣ.) Ελεύθερη ~ υγρού. 2. (μτφ.) η ορατή, εμφανής πλευρά μιας κατάστασης σε αντιδιαστολή συνήθ. προς την ουσία, την πραγματικότητα: Κοιτάει μόνο την ~. Μένω/στέκομαι στην ~ των γεγονότων και όχι στις πραγματικές τους αιτίες. 3. η οικονομική κατάσταση, δύναμη κάποιου. 4. ΘΡΗΣΚ. (συχνά με κεφαλ. Ε) εμφάνιση θεότητας σε θνητό: θεία ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επιφάνεια εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. βασική οθόνη γραφικού περιβάλλοντος σε υπολογιστή, η οποία περιέχει προγράμματα, φακέλους και αρχεία με τη μορφή εικονιδίων. [< αγγλ. desk-top, 1982] , επιφάνεια οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. επίπεδη επιφάνεια ηλεκτρονικού μηχανήματος ή συσκευής, όπου εμφανίζονται εικόνες, κείμενα, γραφικά. [< αγγλ. (display) screen] , παράπλευρη επιφάνεια βλ. παράπλευρος ● ΦΡ.: βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια: γίνεται γνωστό, αποκαλύπτεται: Ένα θέμα/ένα πρόβλημα/ένα σκάνδαλο/μια υπόθεση ~ ~. Πβ. βγαίνει στη φόρα., φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια: ανακαλύπτω· φανερώνω: Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε ~ σημαντικά λίθινα εργαλεία.|| (μτφ.) Η έρευνα/ο Τύπος ~ει ~ το ζήτημα της .../νέα στοιχεία. Πβ. αναδεικνύω. [< πβ. αρχ. ἐπιφάνεια ‘εμφάνιση, όψη, φήμη’, αγγλ.-γαλλ. surface 4: πβ. γαλλ. épiphanie, αγγλ. epiphany]
θέατρο θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.) {θεάτρ-ου} 1. είδος θεάματος, όπου οι ηθοποιοί αναπαριστάνουν μια ιστορία, συνήθ. με προκαθορισμένο κείμενο, υποδυόμενοι τα πρόσωπα που δρουν σε αυτή, σε περιορισμένο χώρο και με φυσική παρουσία θεατών: λάτρης/φίλος του ~ου (= θεατρόφιλος). Βραβεία ~ου. Έκανε καριέρα στο ~. Μεγάλα ονόματα /ιερά τέρατα του ~ου και του κινηματογράφου. Κουστούμια/σκηνικά/σκηνοθεσία ~ου. Τεχνικοί ~ου. Γράφει ~ (= είναι θεατρικός συγγραφέας/δραματουργός). Ιστορικός/θεωρητικός του ~ου (πβ. θεατρολόγος). Κριτικός ~ου. Βλ. χορο~. 2. το σύνολο των θεατρικών έργων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: δραματικό/κωμικό ~. Κλασικό/μοντέρνο/(λαϊκό) παραδοσιακό/πειραματικό/πολιτικό/πρωτοποριακό/ρεαλιστικό ~. Επικό ~ (: αφήγηση κοσμοϊστορικών γεγονότων). Ιαπωνικό/ευρωπαϊκό/παγκόσμιο ~. Αρχαίο ελληνικό/επτανησιακό/κρητικό/νεοελληνικό ~ (βλ. δράμα). Σαιξπηρικό ~. Ερασιτεχνικό/παιδικό/σχολικό ~. ~ μαριονετών (πβ. κουκλοθέατρο). Βλ. βαριετέ, επιθεώρηση, κομέντια ντελ άρτε, μιούζικαλ, μπουλβάρ, όπερα, παντομίμα, φάρσα, χορόδραμα. 3. χώρος όπου δίνονται θεατρικές παραστάσεις, ο οποίος συνήθ. είναι στο εσωτερικό κτιρίου και περιλαμβάνει μια υπερυψωμένη κατασκευή, τη σκηνή, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί και σειρές καθισμάτων για τους θεατές· κατ' επέκτ. ο ίδιος ή παρόμοιος χώρος, όπου πραγματοποιούνται άλλες εκδηλώσεις καλλιτεχνικές ή μη: ανοιχτό/θερινό/κλειστό/υπαίθριο ~. Αυλαία/βεστιάριο/γαλαρία/εξώστης/θεωρείο/καμαρίνια/κουίντα/παρασκήνια/πλατεία/φουαγιέ του ~ου.|| Γιορτή/ομιλία στο ~ του σχολείου. Βλ. καφε~, κινηματο~, παλκοσένικο, σανίδι, -τρο. 4. (συνεκδ.) οι θεατές που παρακολουθούν μια παράσταση: Όλο το ~ σηκώθηκε όρθιο και χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 5. οι άνθρωποι των οποίων η επαγγελματική ενασχόληση έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τις θεατρικές παραστάσεις: Όλο το ~ πενθεί τον θάνατο του δημοφιλούς ηθοποιού (= ο κόσμος του ~ου). Βλ. ενδυματολόγος, θεατράνθρωπος, μακιγιέρ, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ταξιθέτης, υποβολέας. 6. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση που αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση και οργάνωση θεατρικών παραστάσεων: To Εθνικό ~ αρχίζει την περιοδεία του/ανεβάζει το αριστούργημα ... Κρατικό ~ Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Δημοτικό Περιφερειακό ~. Ο θίασος/το ρεπερτόριο του ~ου ... Βλ. θεατρώνης, θιασάρχης, ιμπρεσάριος. 7. υποκριτική ή θεατρολογία: Σπουδάζει ~ στη δραματική σχολή .../στο Πανεπιστήμιο ... 8. (μτφ.-προφ.) προσποιητή, υποκριτική συμπεριφορά: Άσε το ~ (= τους θεατρινισμούς)/πάψε να παίζεις ~ και πες την αλήθεια (βλ. άσε τα σάπια). Τιμωρήθηκε για ~ (: για ποδοσφαιριστή που με θεαματική συνήθ. βουτιά επιχειρεί να κερδίσει πέναλτι ή φάουλ). 9. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. ημικυκλική κατασκευή με κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων στο κέντρο της οποίας εκτείνεται κυκλικά η ορχήστρα, μπροστά από την οποία βρίσκεται η σκηνή: Στο ~ της Επιδαύρου παίζονται κάθε καλοκαίρι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και κωμωδίες. Βλ. αμφι~, κοίλο(ν). 10. τόπος όπου συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, συνήθ. στρατιωτικά: ~ (πολεμικών) επιχειρήσεων/μαχών/πολέμου. ● Υποκ.: θεατράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο (του) δρόμου: υπαίθρια, συνήθ. αυτοσχέδια παράσταση. Βλ. θεάματα (του) δρόμου, περφόρμανς, χάπενινγκ. [< αγγλ. street theater, 1959] , λυρικό θέατρο: όπερα., μαύρο θέατρο: που χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία οπτικών ψευδαισθήσεων στους θεατές, καθώς χρησιμοποιείται ειδικός φωτισμός κοντά στο υπεριώδες φάσμα και μαύρος σκηνικός χώρος εντός του οποίου κινούνται ηθοποιοί που φορούν κουστούμια ή αξεσουάρ από φθορίζοντα υλικά. [< αγγλ. black theatre] , θέατρο σκιών βλ. σκιά, θέατρο της επινόησης βλ. επινόηση, θέατρο του παραλόγου βλ. παράλογο ● ΦΡ.: βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή (μτφ.): (κυρ. για ηθοποιό) πρωτοεμφανίστηκε σε θεατρική παράσταση. Βλ. ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο, ντεμπούτο, σανίδι., είμαι στο θέατρο: (προφ.) συμμετέχω επαγγελματικά σε θεατρικές παραστάσεις: ~ ~ πολλά χρόνια/από πολύ νέος., γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< 3,4,9: αρχ. θέατρον 1,2,5,6,7,8,10: γαλλ. théâtre, αγγλ. theatre, γερμ. Theater]
καβούκι κα-βού-κι ουσ. (ουδ.) {καβουκ-ιού} 1. όστρακο, κυρ. χελώνας. Πβ. καύκαλο, κέλυφος, ταρταρούγα, χέλυο. 2. (σπάν.-μτφ.) πολύ περιορισμένος χώρος: Ζουν σ' αυτό το ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το καβούκι μου: γίνομαι (ξανά) κοινωνικός και εξωστρεφής., κλείνομαι στο καβούκι μου & κρύβομαι/μαζεύομαι/μπαίνω στο καβούκι μου: κλείνομαι στον εαυτό μου. [< τουρκ. kabuk]
καθαρός, ή, ό κα-θα-ρός επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. -ά} 1. που δεν έχει ίχνος ξένου και επιβαρυντικού ή βλαβερού στοιχείου: ~ά: ρούχα/σεντόνια (: χωρίς λεκέδες, πλυμένα). ~ά: μαλλιά/χέρια. (εμφατ.) Έκανε μπάνιο και είναι ~. Πβ. κατα-, ολο-, πεντα-κάθαρος, παστρικός. ΑΝΤ. άπλυτος.|| ~ό: πρόσωπο (: χωρίς σπυράκια, στίγματα).|| ~ή: τουαλέτα (βλ. απολύμανση). ~ό και τακτοποιημένο σπίτι. Βλ. υγιεινή.|| (χωρίς σκουπίδια:) ~ή: πόλη. ~ές: ακτές/θάλασσες/παραλίες. ΑΝΤ. ακάθαρτος, βρόμικος.|| ~ή: ατμόσφαιρα (: χωρίς ρύπους). ~ό: περιβάλλον. ΑΝΤ. μολυσμένος.|| ~ή: αναπνοή (ΑΝΤ. δύσοσμη).|| (προφ., χωρίς παθολογικά ευρήματα:) Η ακτινογραφία/μαγνητική τομογραφία βγήκε ~ή. Οι εξετάσεις του είναι ~ές. 2. (κατ' επέκτ.) που διατηρεί τον εαυτό του ή το περιβάλλον του στην αντίστοιχη κατάσταση· (ΟΙΚΟΛ.) που δεν μολύνει, δεν ρυπαίνει: ~ή: γυναίκα (πβ. νοικοκυρά). ~ό: ζώο/παιδί. ΑΝΤ. βρομιάρης.|| ~ή: τεχνολογία. ~ές: πηγές ενέργειας (= ανανεώσιμες/εναλλακτικές). ~ά: αυτοκίνητα (= υβριδικά). Πβ. πράσινος. 3. (μτφ.) διαυγής: ~ός: καιρός (= αίθριος)/ουρανός (πβ. ανέφελος, ασυννέφιαστος, ξάστερος). ~ό: νερό (= διάφανο)/φως/χρώμα.|| (για πνευματική διαύγεια:) Δες το με πιο ~ή σκέψη/~ό μάτι/νου! ΣΥΝ. καθάριος (1) 4. (κατ' επέκτ.) ευδιάκριτος, ευκρινής: ~ή: εικόνα/όραση. ~ές: φωτογραφίες. ΑΝΤ. θαμπός, θολός.|| ~ός: ήχος. ~ή: άρθρωση/φωνή.|| ~ό: γραπτό/τετράδιο (: χωρίς μουτζούρες, διορθώσεις). ~ά: γράμματα (= ευανάγνωστα). 5. (κατ' επέκτ.) αμιγής, ατόφιος, γνήσιος: ~ό: ασήμι/χρυσάφι.|| ~ή: βενζίνη. ~ό: λάδι/πετρέλαιο. ΣΥΝ. ανόθευτος.|| ~ό: μαλλί (: παρθένο)/οινόπνευμα.|| ~ά: προϊόντα (: βιολογικά, χωρίς συντηρητικά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: μισθός. ~ή: αξία/απόδοση/αύξηση/εισροή/θέση (έναρξης περιόδου)/τιμή. ~ό: εισόδημα/επιτόκιο/κόστος/όφελος/ποσό. ~ές: αποδοχές/δαπάνες. ~ά: έσοδα. ΣΥΝ. νέτος. ΑΝΤ. ακαθάριστος, μικτός.|| ~ός: όγκος. ~ή: επιφάνεια (: χώρου σε τ.μ., χωρίς διαδρόμους και τοίχους). ~ό: εμβαδόν.|| (μτφ.) ~ή: ευτυχία. ~ό: ροκ.|| ~ (= καθαρόαιμος) γερμανικός ποιμενικός. 6. (μτφ.) αγνός, ακέραιος, άμεμπτος, τίμιος: Είναι ~ στην ψυχή. Πβ. αδιάφθορος, ακηλίδωτος, άσπιλος, ηθικός.|| ~ή: καρδιά. ~ές: προθέσεις. ~ά: κίνητρα. Έχω τη συνείδησή μου ~ή (: δεν έχω τύψεις).|| ~ό: ποινικό μητρώο (= λευκό· ΑΝΤ. βεβαρυμένο). ~οί: λογαριασμοί. ~ές: δουλειές (= παστρικές). ΑΝΤ. βρόμικος (2) 7. (μτφ.) ξεκάθαρος, σαφής: ~ός: λόγος. ~ή: άρνηση. ~ές: απαντήσεις/εξηγήσεις/κουβέντες. ΑΝΤ. ασαφής, διφορούμενος, μπερδεμένος, συγκεχυμένος.|| ~ός: εκβιασμός. ~ή: προειδοποίηση. Πβ. απερίφραστος, απροκάλυπτος, ευθύς.|| ~ό: περίγραμμα. Λιτές και ~ές γραμμές. ΣΥΝ. απλός, μινιμαλιστικός. ΑΝΤ. ακαθόριστος, πολύπλοκος, σύνθετος. 8. αδιαμφισβήτητος: ~ή: νίκη/πρωτιά.|| ~ό: γκολ/πέναλτι. Να κερδίσουμε με ~ό σκορ (: χωρίς να δεχτεί η ομάδα γκολ).|| (επιτατ.) ~ή: αδικία/ανοησία/απάτη/σύμπτωση/τρέλα (πβ. σκέτος). Επέζησε από ~ή τύχη! 9. (επιστ.) ο οποίος στηρίζεται στη λογική, είναι δηλ. ανεξάρτητος από την εμπειρία και τις αισθητικές εντυπώσεις· που δεν στοχεύει στην πρακτική εφαρμογή: (ΦΙΛΟΣ.) ~ός: λόγος. ~ή: βούληση/γνώση. Πβ. απριόρι.|| ~ή: επιστήμη/έρευνα/θεωρία. ~ά: μαθηματικά. Πβ. θεωρητικός. ΑΝΤ. εφαρμοσμένος.|| ~ή: τέχνη. Βλ. η τέχνη για την τέχνη. 10. (αργκό) που δεν παίρνει (πια) ναρκωτικά ή αναβολικά: Έμεινε ~ για ... μήνες.|| ~οί: αθλητές (ΑΝΤ. ντοπαρισμένοι). ● Ουσ.: καθαρό (το): (σχολικός όρ.) τετράδιο όπου καθαρογράφονται πρόχειρες σημειώσεις· το καλό. Βλ. πρόχειρο. ● Υποκ.: καθαρούλης , α, -ικο/-ι, καθαρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: καθαρά 1. με σαφήνεια, ξεκάθαρα: Αναγράφεται/αναφέρεται/διακρίνεται/φαίνεται ~ ότι ... Μίλα αργά και ~!|| Δεν ακούω/βλέπω ~.|| Μου είπε ~ (= ευθέως, στα ίσα, χωρίς περιστροφές) ότι ... Πβ. ευκρινώς. 2. απόλυτα, μόνο: παραίτηση για ~ προσωπικούς λόγους. Είναι ~ δική μου υπόθεση (= αποκλειστικά)! 3. χωρίς κρατήσεις: Βγάζει/ζητάει χίλια ευρώ ~. ΑΝΤ. μικτά 4. τίμια: Νίκησε ~ και δίκαια. ● ΣΥΜΠΛ.: καθαρό βάρος: το βάρος προϊόντος μετά την αφαίρεση του απόβαρου της συσκευασίας. Πβ. μάζα. ΑΝΤ. μικτό/ακαθάριστο βάρος, Καθαρά/Καθαρή Δευτέρα βλ. Δευτέρα, καθαρό εγχώριο προϊόν βλ. προϊόν, καθαρό εθνικό προϊόν βλ. προϊόν, καθαρό κέρδος βλ. κέρδος ● ΦΡ.: (έχω) καθαρά χέρια (μτφ.): (είμαι) έντιμος., βγαίνω καθαρός (προφ.): κρίνομαι αθώος., παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά (προφ.): κάνω τίμιες συναλλαγές, δεν προσπαθώ να εξαπατήσω., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, καθαρά και ξάστερα βλ. ξάστερος, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά βλ. μέτωπο [< αρχ. καθαρός, γαλλ. net, pur]
κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]
καλό κα-λό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. κακό 1. οτιδήποτε ωφέλιμο, συμφέρον, ευχάριστο, αξιόλογο: Η Πολιτεία μεριμνά για το γενικό/κοινό ~/το ~ όλων. Ελπίζω από όλη αυτή την ιστορία να βγει κάτι ~. Έκανε πολλά ~ά για τον τόπο (= αγαθοεργίες, ευεργεσίες).|| Τι ~ (= νόστιμο) θα φάμε σήμερα; 2. {συνήθ. στον πληθ.} πλεονέκτημα: τα ~ά (= οφέλη) της γυμναστικής. Το μωρό έχει το ~ ότι δεν κλαίει. Πήρε όλα τα ~ά (= προτερήματα) των γονιών του. Έχει και ο χειμώνας τα ~ά του.|| (ευφημ. για κάτι δυσάρεστο:) Μην αρχίζεις τα ~ά (= τις κακές συνήθειες) της μητέρας σου! 3. ΦΙΛΟΣ. το αγαθό, η αρετή, η ηθικότητα· (στην αρχ. ελλην. φιλοσ.) το ωραίο: οι δυνάμεις του ~ού (: προσωποποιημένου). Ταγμένος στην υπηρεσία του ~ού. Πβ. αρετή, ηθικότητα. ● καλά (τα) 1. αγαθά, συνήθ. υλικά: Στο σπίτι τους έχουν όλα τα ~. Τι ~ μας φέρατε; 2. (+ γεν. προσ. αντων.) ρούχα κατάλληλα για επίσημες εκδηλώσεις, περιστάσεις: Βάζω/φοράω τα ~ μου. Πβ. γιορτινά. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● ΦΡ.: (έτσι) για το καλό: για καλή τύχη: Βάψαμε λίγα αβγά ~ ~.|| Βασιλόπιτα/ευχές/ποδαρικό ~ ~ του χρόνου. Την πρωτοχρονιά ήπιαμε λίγη σαμπάνια ~ ~ του χρόνου., (μπα) σε καλό μου/σου/του (προφ.): για έκφρ. απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: ~ μου τι έπαθα/τι μ' έπιασε; Σε ~ σου, τι κάνεις εκεί; Μπα ~ σας, τι θέλετε πρωί πρωί; ~ μας, πολύ γελάσαμε (πβ. σε καλό να μας βγει)!, για καλό και για κακό (προφ.): για κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε περίπτωση: Πάρε και μια ζακέτα ~ ~· μπορεί να κάνει κρύο. ΣΥΝ. καλού κακού, για καλό/για κακό: με καλή/κακή πρόθεση: Μην παρεξηγείσαι! Για καλό το είπα ... Δεν το είπα για κακό., για το καλό μου/σου/του: για το συμφέρον κάποιου: ~ ~ της χώρας. Εγώ το λέω ~ ~ σου, αν θες μ' ακούς!, δεν είμαι στα καλά μου (προφ.): δεν έχω καλή διάθεση, ψυχολογία: Δεν έρχομαι· ~ ~ σήμερα!, δεν χρωστάω καλό (προφ.): δεν οφείλω χάρη, ευγνωμοσύνη: ~ ~ σε κανένα!, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή για επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί λογικά: Μα, ~ ~ (= είσαι/πας καλά); Είστε ~ ~ σας ή σας χτύπησε η ζέστη; Γι' αυτό με ξύπνησες νυχτιάτικα; Δεν είσαι ~ ~, μου φαίνεται! Βλ. συγκαλά., κάνει καλό: ωφελεί: Το γέλιο ~ ~! Πιες το, θα σου ~ ~! Τα πολλά γλυκά δεν κάνουν ~ στην υγεία (= τη βλάπτουν)!, λέω καλό για κάποιον (συνήθ. με άρνηση, ειρων.): λέω καλά λόγια, τον επαινώ: Εσύ μην πεις ~ για κανέναν, θα πάθεις τίποτα!, με το καλό (προφ.): ως ευχή: Πότε ~ ~ γεννάει/παντρεύεστε; Άντε, ~ ~ να τους δεχτείς! -Πότε έρχεται ο γιος σου; -Αύριο, ~ ~!, με το καλό/μαλακό (προφ.): με ήρεμο, ήπιο τρόπο: ~ ~ ή με το άγριο, θα πάρω τα χρήματά μου πίσω. Σιγά και με το μαλακό, μην τον τρομάξεις! Τον πήρε/έπιασε ~ ~, για να τον πείσει. ΑΝΤ. με το κακό/με το άγριο, μου βγήκε σε καλό (προφ.): για κάτι που είχε θετικές συνέπειες· με ωφέλησε: Επέμεινε και, τελικά, του ~ ~. Εύχομαι να σου βγει ~. ΑΝΤ. μου βγήκε σε κακό, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο & το τέλειο/καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού: είναι απαραίτητη η συνεχής βελτίωση., σε καλό να μας βγει & σε καλό μας! (προφ.): ως αποτροπή του κακού που θεωρείται ότι ακολουθεί μετά από μεγάλη ευθυμία και χαρά: ~ ~ τόσο γέλιο! Πβ. (μπα) σε καλό μου/σου/του., στο καλό (προφ.) 1. ως ευχή σε κάποιον που φεύγει: Καλό ταξίδι! ~ ~ (να πας)!|| (συχνά ειρων.) ~ ~ και με τη νίκη! ~ ~ και να μας γράφεις (: αδιαφορία για την αποχώρηση κάποιου)! 2. (ευφημ.) ως έκφραση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: Άντε/άι/α ~ ~ και συ (βλ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο, άι στο διάτανο)!|| (απειλητ.) Πήγαινε/σύρε/τράβα ~ ~ (= φύγε), γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα!|| Άστον να πάει ~ ~ (= να φύγει), αρκετά μας ταλαιπώρησε! ~ ~, μου χάλασες τη διάθεση! Άι ~ ~, πάλι χάλασε! 3. (σε ερωτήσεις) για δήλωση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: Πού ~ ~ ήσουν; Τι ~ ~ θέλεις; Μα τι ~ ~ συμβαίνει; Πώς ~ ~ θα πάμε χωρίς αμάξι; Πβ. στο διάτανο., το καλό είναι ότι ...: για να επισημανθεί η θετική και ευχάριστη πτυχή μιας γενικά δυσάρεστης ή ατυχούς εξέλιξης: ~ (στην ιστορία) είναι ότι τουλάχιστον προλάβαμε. Πβ. τυχερός (μέσα) στην ατυχία του. ΑΝΤ. το κακό είναι ..., το καλό να λέγεται (προφ.): οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό: Δεν μου αρέσουν τα φαγητά της, αλλά το συγκεκριμένο είναι υπέροχο! Α, ~ ~!, το καλό που σου θέλω (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή συμβουλή: ~ ~, φύγε από μπροστά μου!|| ~ ~, μην πιστεύεις αυτά που λέει!|| ~ ~, κόψε το τσιγάρο!, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, ο καλός καλό δεν έχει βλ. καλός, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, τα καλά και συμφέροντα βλ. συμφέρον, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω ● βλ. καλός [< μεσν. καλό(ν)]
κεραμίδι κε-ρα-μί-δι ουσ. (ουδ.) {κεραμιδιού} 1. ΟΙΚΟΔ. δομικό υλικό, συνήθ. από ψημένο πηλό, για την κάλυψη της στέγης σπιτιών: ασφαλτικά (: επίπεδα)/γυάλινα/κεραμικά/μεταλλικά ~ια. Κεραμοσκεπές με βυζαντινά/ρωμαϊκά ~ια.|| (περιληπτ.) Σκεπή με γαλλικό ~. Βλ. -ίδι. ΣΥΝ. κέραμος 2. (συνεκδ.-προφ.) ιδιόκτητη κατοικία: Δούλευε μια ζωή για ένα ~ (= σπίτι). ● ΦΡ.: (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου & (σπάν.) ένα κεραμίδι στο κεφάλι μου (προφ.): (αποκτώ) δικό μου σπίτι: Πήραν δάνειο, για να βάλουν ~ ~ πάνω απ' το κεφάλι τους., βγαίνει στα κεραμίδια (προφ.): διαμαρτύρεται έντονα: Η αντιπολίτευση βγήκε ~ για το ασφαλιστικό., τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; βλ. νιάου [< μεσν. κεραμίδι]
κλαρί κλα-ρί ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): κλαδί. Βλ. βέργα. ● Υποκ.: κλαράκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω στο κλαρί 1. εκδίδω, εκπορνεύω. 2. αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ., βγήκε στο κλαρί 1. έγινε πόρνη, κάνει πεζοδρόμιο. ΣΥΝ. βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα (2) 2. ασχολήθηκε με δύσκολη ή παράνομη δραστηριότητα: Βγήκε από νωρίς στο ~ (= στη βιοπάλη, στο κουρμπέτι)., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί βλ. αφήνω, δεν κάθεται/δεν στέκεται σε χλωρό κλαρί βλ. χλωρός [< μεσν. κλαρί]
κόκκινος, η, ο κόκ-κι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα του αίματος ή κάποια απόχρωσή του: ~ος: μαρκαδόρος. ~η: αλεπού/βότκα/μπογιά/πινακίδα (πβ. στοπ)/πιπεριά/σάλτσα (: συνήθ. από ντομάτα)/σημαία (: και ως σύμβολο της κομμουνιστικής επανάστασης). ~ο: ελάφι/κραγιόν/κρασί/κρέας (: το βοδινό και το μοσχαρίσιο σε αντίθεση προς τα άσπρα κρέατα)/κοράλλι/λάχανο/μήλο/πιπέρι/σταφύλι/στιλό/τριαντάφυλλο. ~α: αβγά (= πασχαλινά)/μαλλιά/νύχια/φασόλια/φώτα/ψάρια. ~ο πυρακτωμένο μέταλλο. Αρώματα ~ων φρούτων (π.χ. βατόμουρου, φράουλας). Πβ. άλικος, βαθυ~, ερυθρός, κατα~, ξανθο~, ολο~, πορφυρός. Βλ. κεραμιδί, κερασί, πορτοκαλί, ροζ, φαιο~, φούξια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η (κυματιστή) υπογράμμιση. 2. (μτφ.) κομμουνιστής ή κομμουνιστικός: ~ος: δήμαρχος. ~οι: δήμοι (: στους οποίους πλειοψηφούν οι κομμουνιστές). 3. που σχετίζεται με ομάδα που φορά κόκκινα: ~ος: θρίαμβος. ~η: νίκη. ~οι: φίλαθλοι. 4. που το δέρμα του έχει κοκκινωπό χρώμα: ~η: μύτη (από το κρύο). ~α: αυτιά/μάγουλα (από ντροπή/πυρετό). Τα μάτια σου είναι ~α από το κλάμα. Έγινε ~ από τον ήλιο/το θυμό. 5. ως χρώμα που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί απαγόρευση, κίνδυνος: ~ος: κατάλογος (των απειλούμενων ζώων). ● Ουσ.: κόκκινο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: έντονο (πβ. βερμιγιόν)/βαθύ/πύρινο/σκοτεινό ~. Το ~ της φωτιάς. Αποχρώσεις του ~ου (βλ. βυσσινί, γκρενά, μπορντό).|| (συνεκδ.) Πόνταρε στο ~ της ρουλέτας. (στον πληθ.) Φοράει πάντα ~α (ενν. ρούχα). 2. {χωρ. πληθ.} ο φωτεινός σηματοδότης που απαγορεύει την κίνηση των οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Μην περάσεις, άναψε ~. Πβ. Σταμάτης. ΑΝΤ. πράσινο (3), κόκκινοι (οι) 1. οι παίκτες και οι οπαδοί μιας ομάδας, της οποίας το έμβλημα έχει κόκκινο χρώμα, συνεκδ. η ίδια η ομάδα. 2. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Κ) οι κομμουνιστές και ειδικότ. οι Ρώσοι. ● Υποκ.: κοκκινάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινη ζώνη: περιοχή όπου απαγορεύεται η είσοδος, η πρόσβαση, ή απαιτείται ειδική άδεια., κόκκινο πανί (μτφ.): καθετί που θυμώνει, εξοργίζει: Ο διορισμός του αποτελεί ~ ~ για τους επικριτές του., Κόκκινος Στρατός & (σπάν.) Ερυθρός Στρατός: ΙΣΤ. ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση., κόκκινος συναγερμός (μτφ.): γενική κινητοποίηση, επαγρύπνηση και κατ' επέκτ. απειλή, κίνδυνος: ~ ~ για το περιβάλλον/τις τιμές (πβ. καμπανάκι). ~ ~ στο στρατιωτικό επιτελείο. Σε ισχύ ο ~ ~ μέχρι την πλήρη κατάσβεση της πυρκαγιάς. Σε κατάσταση ~ου ~ού (: σε πλήρη επιφυλακή, ετοιμότητα). Πβ. κατάσταση έκτακτης ανάγκης. [< αγγλ. red alert, 1941] , κόκκινα βέλη βλ. βέλος, κόκκινα δάνεια βλ. δάνειο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή, κόκκινη κάρτα βλ. κάρτα, κόκκινη λάσπη βλ. λάσπη, κόκκινη λίστα βλ. λίστα, κόκκινο χαλί βλ. χαλί, κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, κόκκινος πλανήτης βλ. πλανήτης, κόκκινος/ερυθρός γίγαντας βλ. γίγαντας, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω ● ΦΡ.: μου τη βγαίνει με κόκκινο (αργκό): για κάποιον που προλαβαίνει να ενεργήσει, κυρ. σε βάρος κάποιου άλλου. Πβ. βγαίνω (από) μπροστά., περνώ με κόκκινο: (για οδηγούς ή σπανιότ. πεζούς) παραβιάζω τον κόκκινο σηματοδότη: Πέρασε ~ και συγκρούστηκε με διερχόμενο αυτοκίνητο. Τον έγραψαν, γιατί πέρασε ~., πιάσε κόκκινο: προτροπή στον συνομιλητή να αγγίξει κάτι κόκκινο, για να αποφευχθεί η φιλονικία που, σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, προμηνύεται από την ταυτόχρονη εκφώνηση της ίδιας λέξης ή φράσης από δύο ανθρώπους., στο κόκκινο/χτυπάω κόκκινο: σε οριακό σημείο, σε οριακές τιμές (πολύ υψηλές ή χαμηλές): ~ ~ η αδρεναλίνη/οι πωλήσεις της εταιρείας/ο υδράργυρος. Η τηλεθέαση χτύπησε ~ στο χθεσινό ντιμπέιτ. Η περιοχή βρίσκεται στο ~ για σεισμό., φωτιά στα κόκκινα! (προφ.): λέγεται από άνδρες κυρ. σε ωραία, νεαρή γυναίκα ντυμένη με (έντονα) κόκκινα ρούχα., γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι, το θερμόμετρο χτυπάει/χτύπησε κόκκινο βλ. θερμόμετρο [< μτγν. κόκκινος]
κόντρα κό-ντρα επίρρ. (προφ.): ενάντια, εναντίον: Ταξιδέψαμε με τον άνεμο/καιρό ~ (: αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου).|| Παίζουμε ~ στους πρωταθλητές Ευρώπης. Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ~ στα συμφέροντά μας (ΑΝΤ. σύμφωνα με). Τα πράγματα μας ήρθαν ~ (πβ. ανάποδα, στραβά).|| (ως επίθ.) ~ επίθεση (: αντεπίθεση)/ξύρισμα (: με φορά από κάτω προς τα πάνω). ● ΣΥΜΠΛ.: κόντρα φιλέτο & (σπάν.) κόντρα μοσχάρι: διαλεχτό κομμάτι μοσχαρίσιου συνήθ. κρέατος από την οσφυϊκή χώρα του σφαγίου. Βλ. καρέ, κιλότο, λαιμός, μπριζόλα, σπάλα, ψαρονέφρι. [< γαλλ. contre-filet , 1926] , κόντρα τενόρος βλ. τενόρος, κόντρα φαγκότο βλ. φαγκότο ● ΦΡ.: κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο (μτφ.): ενάντια στα καθιερωμένα, στις τάσεις της εποχής: Πάμε ~ ~. Βλ. μέινστριμ., κρατάω κόντρα: σπρώχνω κάτι, στο οποίο ασκείται πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΣΥΝ. κρατώ αντίσταση (2), πάω/πηγαίνω κόντρα (προφ.): αντιστέκομαι, εναντιώνομαι: ~ ~ στο κατεστημένο/στην τύχη/στη φύση/στον χρόνο. Όλη την ώρα μου πάει ~., κόντρα στο κύμα βλ. κύμα [< μεσν. κόντρα]
κουρμπέτι κουρ-μπέ-τι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): χώρος εργασίας ή δραστηριοποίησης, πιάτσα: Είναι νέος/παλιός στο ~ (= στη βιοπάλη). Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι 1. εξωθώ κάποιον στην πορνεία. ΣΥΝ. βγάζω στο κλαρί (1) 2. αναγκάζω κάποιον να εργαστεί από μικρός., βγήκε στο κουρμπέτι 1. (για πόρνη) εκδίδεται. 2. άρχισε να δουλεύει από πολύ νέος., χρόνια στο κουρμπέτι: για πρόσωπο που έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα σε ορισμένο τομέα: Είναι/έχει ~ ~. ΣΥΝ. παλιά καραβάνα [< τουρκ. kurbet]
κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]
λάδι λά-δι ουσ. (ουδ.) {λαδ-ιού | -ιών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιπαρό υγρό που λαμβάνεται από τον καρπό ιδ. της ελιάς ή άλλων φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. ως τροφή: (ελαιόλαδο:) αγνό/αρωματικό/βιολογικό/παρθένο (βλ. αγουρέλαιο)/ραφιναρισμένο ~. ~ και ξίδι (= λαδόξιδο). Αντλία/δοχείο (βλ. λαδερό) ~ιού. Ένας τενεκές ~. Λεκέδες από ~ (= λαδιές). Η οξύτητα του ~ιού. Λιαστές ντομάτες (διατηρημένες) σε ~. Μόλις κάψει το ~ στην κατσαρόλα, ... Ρίχνω ~ στη σαλάτα. Αλείφω το κρέας με ~. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια στο ~. Βλ. λαδο-, πυρηνέλαιο.|| (σπορέλαιο:) Μαγειρικό/φυτικό ~. ~ τηγανίσματος. Βλ. βαμβακ-, ηλι-, καλαμποκ-, σησαμ-, σογι-, φοινικ-έλαιο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αγιασμένο ~. Βλ. Άγιο Μύρο, ευχέλαιο. 2. (γενικότ.) κάθε παχύρρευστο, εύφλεκτο και αδιάλυτο στο νερό υγρό φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης, με ποικίλες εφαρμογές, π.χ. στην κοσμετολογία και τη φαρμακευτική, τη λίπανση μηχανών, τον φωτισμό: ~ καρύδας/μαστίχας (= καρυδ-/μαστιχ-έλαιο). Βλ. αιθέρια έλαια.|| (καλλυντικό με ελαιώδη υφή:) Αντηλιακό/βρεφικό/ξηρό ~. ~ σώματος. (Θερμαντικό) ~ για μασάζ.|| ~ φάλαινας/φώκιας. Βλ. ιχθυ-, μουρουν-έλαιο.|| (ως λιπαντικό:) ~ σιλικόνης. (σε όχημα:) Συνθετικά ~ια. Αμορτισέρ/δείκτης/θερμοκρασία/τρόμπα/φίλτρο/ψυγείο ~ιού. Αλλάζω/ελέγχω τα ~ια του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας καίει ~ια. Πβ. λιπαντ-, μηχαν-, ορυκτ-έλαιο.|| (ως καύσιμο:) Καλοριφέρ/λάμπα (βλ. παραφινέλαιο) ~ιού. Βλ. πετρέλαιο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Χρώματα ~ιού (= ελαιοχρώματα). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (προφ.) ελαιογραφία: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί/χαρτόνι. ● Υποκ.: λαδάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό λάδι (προφ.): μούργα. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι (προφ.): τον γλιτώνω από δύσκολη κατάσταση· απαλλάσσομαι, γλιτώνω, ξεφεύγω χωρίς συνέπειες: Ο δικηγόρος του κατάφερε να τον βγάλει ~.|| Τελικά την έβγαλε ~ (= την έβγαλε καθαρή)., βγάζω σε κάποιον το λάδι (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω πολύ: Μου 'χει βγάλει ~ αυτό το παιδί (= μου 'χει ψήσει το ψάρι στα χείλη)!, ρίχνω λάδι στη φωτιά (μτφ.): οξύνω, υποδαυλίζω μια ήδη τεταμένη κατάσταση: Έριξε ~ ~ με τις δηλώσεις του. [< γαλλ. jeter de l'huile sur le feu] , χάνει λάδια 1. (προφ., για όχημα) έχει διαρροή λαδιών. 2. (αργκό) για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται λογικά ή για κάτι που δεν λειτουργεί σωστά: Μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος ~ ~. ΣΥΝ. χάνει στροφές (1), έσβησε το καντήλι του βλ. καντήλι, η θάλασσα είναι λάδι βλ. θάλασσα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. λάδι, γαλλ. huile]
λαρύγγι λα-ρύγ-γι ουσ. (ουδ.) {λαρυγγιού} (προφ.) 1. λάρυγγας: Βάλε λίγο κρασί να βρέξω/δροσιστεί το ~ (= ο λαιμός) μου. 2. (συνεκδ.) φωνή τραγουδιστή· ο ίδιος ο καλλιτέχνης: χρυσό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ λαρύγγι (μτφ.-αργκό): πρόσωπο που εργάζεται σε υπηρεσία, οργανισμό ή εταιρεία και παρέχει ανώνυμα πληροφορίες που αφορούν παρατυπίες, φαινόμενα κακοδιοίκησης ή/και σκάνδαλα άλλων μελών και κυρ. ανώτερων στελεχών του εργασιακού του περιβάλλοντος: Ψάχνουν για το ~ ~ που έδωσε όλες τις καυτές λεπτομέρειες σχετικά με ... Πβ. πληροφοριοδότης, ρουφιάνος, χαφιές. [< αμερικ. deep throat, 1974] ● ΦΡ.: βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι (μτφ.): ξελαρυγγιάζομαι: Έβγαλα ~/μου βγήκε το ~, μέχρι να τους ησυχάσω., θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί (μτφ.): ως απειλή: Μη μιλήσει κανείς, γιατί θα του ~ ~., στρίβω το λαρύγγι (κάποιου) (μτφ.): πνίγω, στραγγαλίζω: (απειλητ.) Έτσι και τον δω, θα του ~ψω ~ (= θα τον καρυδώσω)!, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω [< μεσν. λαρύγγι]
λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]
μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]
μάπα μά-πα ουσ. (θηλ.) & (Κύπρος) μάππα 1. (συνήθ. μειωτ.) πρόσωπο, μούτρο: Δεν μου αρέσει η ~ του. ΣΥΝ. φάτσα (1) 2. (μειωτ., συνήθ. για προϊόν, έργο) οτιδήποτε είναι κακής ποιότητας, αποτυχημένο: (ως επίθ.) ~ τραγούδι/φωτογραφία. Μην πάτε να δείτε την ταινία, ήταν ~! Πβ. φόλα, χάλια. 3. (ιδιωμ.) λάχανο: χοιρινό με ~. Πβ. κραμπολάχανο. 4. (παρωχ.) σφουγγαρίστρα. 5. (στην Κύπρο) μπάλα, ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: μάπα το καρπούζι (μτφ.-προφ.): για κάτι που αποδεικνύεται κατώτερο των προσδοκιών. Πβ. άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός., μου βγήκε μάπα (προφ.): για κάτι που αποδείχτηκε άχρηστο: Πλήρωσα χρυσή την τηλεόραση, αλλά ~ ~!, τρώω στη μάπα/στη μούρη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που το(ν) έχουμε βαρεθεί, δεν το(ν) αντέχουμε άλλο: Τους ~ ~ κάθε μέρα! Έφαγα όλο το κρύο στη ~! [< μτγν. μάππα ‘σημαία έναρξης στους αγώνες ιπποδρόμου < λατ. mappa ]
μαχαίρι μα-χαί-ρι ουσ. (ουδ.) {μαχαιρ-ιού | -ιών} 1. κοπτικό εργαλείο με λαβή και αιχμηρή λεπίδα: ανοξείδωτο/ασημένιο/ατσάλινο/κοφτερό/μεταλλικό/πλαστικό/πτυσσόμενο/πριονωτό ~. Επαγγελματικό ~. ~ γλυκού/φαγητού. ~ κρέατος/τυριού/ψωμιού. ~ του σεφ. Άκρη/λάμα/μύτη του ~ιού. Ακονίζω/τροχίζω το ~. Καθαρίζω/κόβω το φρούτο με ~. Βλ. κουτάλι, πιρούνι.|| ~ για το κόψιμο των κλαδιών/της χλόης.|| (ως όπλο:) (Δολο)φονικό ~. Επίθεση/οπλισμένος με ~. Πληγή/τραύμα από ~. Τον χτύπησε με ~. Πβ. μάχαιρα. Βλ. κουζινο-, τραπεζο-, χασαπο-μάχαιρο. Βλ. σουγιάς. 2. (μτφ.-προφ.) μείωση, περιορισμός: ~ σε μισθούς/συντάξεις. Το ~ των περικοπών. Μπαίνει/πέφτει ~ στις δαπάνες. 3. (μτφ.) για κάτι οξύ ή πολύ επώδυνο: κοφτερός σαν ~. Η ήττα του ήταν ~ στην καρδιά/στο στομάχι. Πβ. μαχαιριά. ● Υποκ.: μαχαιράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δίκοπο μαχαίρι βλ. δίκοπος ● ΦΡ.: βγάζω/τραβάω μαχαίρι 1. επιτίθεμαι με μαχαίρι που έχω πάνω μου: Έβγαλε/τράβηξε ~ και τον τραυμάτισε σοβαρά. 2. (μτφ.) αντιδρώ πολύ έντονα, επιθετικά: ~ ~, όταν με θίξουν., βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια & βγήκαν μαχαίρια (μτφ.): ξεκίνησε έντονη διαμάχη μεταξύ αντιπάλων: ~ τα ~ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης., έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο (μτφ.) 1. τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, μια κατάσταση έγινε ανυπόφορη: ~ ~, δεν πάει άλλο! 2. & (σπάν.) έβαλε/μπήκε ~ ~: για παράνομη υπόθεση που ερευνάται εξονυχιστικά, προκειμένου να ληφθούν τα σωστά μέτρα., και το μαχαίρι και το καρπούζι/και το καρπούζι και το μαχαίρι & και το μαχαίρι και το πεπόνι/και το πεπόνι και το μαχαίρι (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος διαθέτει τα μέσα, έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτό που θέλει, χωρίς να υπολογίζει τους άλλους: Στα χέρια των υπευθύνων είναι ~ ~. Οι ιθύνοντες έχουν/κρατούν ~ ~., κόβω (με το) μαχαίρι (μτφ.): διακόπτω, σταματώ απότομα, και συνήθ. οριστικά: Μου κόπηκε ~ η όρεξη. Έκοψε το τσιγάρο με το ~ (= μια κι έξω)!, με το μαχαίρι: (λέγεται από υπαίθριο πωλητή) για καρπούζια και σπανιότ. πεπόνια, που μπορούν να κοπούν με μαχαίρι, για να διαπιστωθεί η ποιότητά τους: Όλα ~ ~ (= με δοκιμή). Βλ. με τη βούλα., στα μαχαίρια (με κάποιον) (μτφ.): για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών: Βρίσκονται/ήρθαν ~. Είναι ~ με τον γείτονά του., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, βάζω (βαθιά) το μαχαίρι στην πληγή βλ. πληγή, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι βλ. τρώω [< μεσν. μαχαίρι(ν)]
μεϊντάνι με-ϊ-ντά-νι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): πλατεία ή γενικότ. ανοιχτός χώρος. Κυρ. στη ● ΦΡ.: βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι (μτφ.-αργκό): εμφανίζομαι δημόσια ή αποκαλύπτω συνήθ. κάτι αρνητικό. [< τουρκ. meydan]
μέση μέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το τμήμα του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στον θώρακα και τα ισχία· συνεκδ. το αντίστοιχο μέρος ενδύματος: λεπτή ~. Ανατομικό μαξιλάρι/ορθοπεδική ζώνη ~ης. Ασκήσεις για τη ~. Πόνοι στη ~ (πβ. οσφυαλγία). Από τη ~ και κάτω/πάνω. Πιάστηκε η ~ μου. Στάθηκε με τα χέρια στη ~. Μ' έπιασε από τη ~. Πβ. οσφύς.|| Το σακάκι μού είναι λίγο στενό στη ~ (βλ. μεσάτος). 2. το μεσαίο ή το κεντρικό τμήμα ενός αντικειμένου, μιας έκτασης: καρπούζι/λεμόνι κομμένο στη ~ (: στα δύο). Φόρμα του κέικ με τρύπα στη ~. Στη ~ (= κέντρο) του δωματίου. Γέμισε το ποτήρι μέχρι/ως τη ~.|| Ιστορία με αρχή, ~, τέλος. ΣΥΝ. μέσο (2) 3. το μέσο χρονικού διαστήματος, διαδικασίας: στη ~ (= στα μέσα) της σχολικής χρονιάς/του χειμώνα (= μεσοχείμωνο). Έφυγε στη ~ του μαθήματος. Είναι στη ~ της θητείας του. ● Υποκ.: μεσούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: τσαντάκι μέσης βλ. τσάντα ● ΦΡ.: αφήνω/παρατάω στη μέση (μτφ.-προφ.): δεν ολοκληρώνω κάτι που έχω ξεκινήσει να κάνω: ~ει ~ όποιο βιβλίο δεν του αρέσει. ~ησε ~ το φαγητό του κι έφυγε βιαστικά., βγάζω από τη μέση (μτφ.-προφ.) 1. δολοφονώ, σκοτώνω: Οι μαφιόζοι απείλησαν να τον βγάλουν από τη ~. ΣΥΝ. καθαρίζω (4) 2. εκτοπίζω, εξουδετερώνω: Αποκάλυψε το σκάνδαλο, βγάζοντας από τη ~ τους πολιτικούς του αντιπάλους., λυγίζω τη μέση (μου) (σπάν.-μτφ.): συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. Πβ. έχει εύκαμπτη μέση., μέση δαχτυλίδι (μτφ.): (για γυναίκα) πολύ λεπτή και κομψή μέση: Αποκτήστε/έχει ~ ~., μου βγήκε η μέση (μτφ.-προφ.): κουράστηκα πάρα πολύ, ταλαιπωρήθηκα: Μου ~ ~ να κουβαλήσω τα βιβλία! ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μπαίνω στη μέση (μτφ.-προφ.): παρεμβαίνω σε υπόθεση που συνήθ. δεν με αφορά άμεσα ή εμφανίζομαι ως εμπόδιο: Μπήκε στη ~ προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα. Πβ. μεσολαβώ.|| Πώς να κρατήσει μια σχέση, όταν ~ει στη ~ το εγώ;, τον έβαλαν στη μέση 1. τον περικύκλωσαν: ~ ~ και τον χτυπούσαν όλοι μαζί. 2. (μτφ.) τον ανάγκασαν να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο: Τον βάλανε ~ ν' αποφασίσει/να πάρει το μέρος ενός από τους δύο., φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση (μτφ.-προφ.): σταματώ να διαδραματίζω σημαντικό ρόλο, απομακρύνομαι: Ποιοι είχαν συμφέρον να φύγει/να βγει από τη ~ ο πρόεδρος;, βρίσκομαι/είμαι στο πουθενά/στη μέση του πουθενά βλ. πουθενά, μένει στη μέση βλ. μένω, μέσες άκρες βλ. άκρη, στη μέση του δρόμου βλ. δρόμος, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. μέση]
μήνας μή-νας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ός (λαϊκό) -ού | -ών} 1. καθεμιά από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ηλιακού έτους· το χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων εβδομάδων: επόμενος/ζεστός/κρύος/προηγούμενος/τρέχων ~. Ο δεύτερος/ενδέκατος ~ του χρόνου. ~ εικαστικών τεχνών/προσφορών. Διεθνής ~ φωτογραφίας/χορού. Ο ~ έχει 30/31 μέρες (εκτός από τον Φεβρουάριο). Αστρολογικές προβλέψεις/εορτολόγιο ~ός. Στο πρώτο/δεύτερο δεκαπενθήμερο/στα τέλη του ~ός. Κυκλοφορεί κάθε πρώτη του ~ός. (Αριθμός και διάρκεια κλήσεων) ανά ~α. Μείωση των κερδών κατά τον ~α Αύγουστο. Ονόματα ~ών (: Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος). Εντός του ~ός (: μέσα στον ~α) ... Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό μέχρι τις 24 του ~ός.|| Ημερολογιακός ~. Αποδοχές/παράταση ενός ~ός. Μετά/πριν από έναν ~α. Βρέφος δύο ~ών. Περίοδος τριών ~ών (= τρίμηνο). Είμαι έγκυος επτά ~ών. Διορία/επίδοση/σύμβαση (διάρκειας) έξι ~ών. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δώδεκα ~ών. Πόσα παίρνεις το(ν) ~α;|| (αόριστα) Δεν έχω νέα του εδώ και ~ες (: εδώ και πολύ καιρό). Βλ. ανθρωπο~. 2. το μηνιάτικο: Μου χρωστάει τρεις ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: αστρικός μήνας: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της Σελήνης γύρω από τη Γη ή γύρω από τον άξονά της, ο οποίος ισούται με 27 ημέρες, 7 ώρες, 43 λεπτά και 4,5 δευτερόλεπτα., σεληνιακός/συνοδικός μήνας: ΑΣΤΡΟΝ. περίοδος μεταξύ δύο διαδοχικών πανσελήνων, η οποία διαρκεί 29 ημέρες, 12 ώρες και 44 λεπτά., ο μήνας του μέλιτος βλ. μέλι ● ΦΡ.: βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα: για άτομο που εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις, αποκομίζοντας οφέλη. ΣΥΝ. βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει, είμαι/μπαίνω/μπήκα στο(ν) μήνα μου: στον τελευταίο μήνα της κύησης, δηλ. τον ένατο., μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: για όσους έχουν σταθερό μηνιαίο εισόδημα και κατ' επέκτ. για παγιωμένη κατάσταση: ~ ~ το μηνιάτικο θα πέσει. Βλ. χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει., (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο βλ. Αύγουστος, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, ο μήνας που τρέφει τους έντεκα βλ. τρέφω, τον μήνα που δεν έχει Σάββατο βλ. Σάββατο [< μεσν. μήνας]
μιλιά μι-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ομιλία, ήχος της φωνής και η αντίστοιχη ικανότητα: (σε παραμύθια) Τα πουλιά μιλούσαν με ανθρώπινη ~. ΣΥΝ. ομιλία (1) 2. (ως προσταγή) μη μιλάς!, σώπα!, μη βγάλεις άχνα!: Και συ τ' ακούς; ~! Μη βγάζεις λέξη, ~ (= βούβα, μούγγα, σκασμός, τσιμουδιά). ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά (μτφ.): επικρατεί απόλυτη σιωπή., δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά & δεν κάνω κιχ (μτφ.-προφ.): δεν λέω τίποτα, δεν κάνω το παραμικρό σχόλιο, παράπονο: Μη βγάλεις ~ (= μη μιλήσεις, σώπα)! Ούτε ~ δεν πρόλαβε να βγάλει!, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του & του κόπηκε η μιλιά/η λαλιά (μτφ.): έμεινε άναυδος, άφωνος: ~ ~ από την έκπληξη/τον τρόμο/τον φόβο., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα [< μεσν. μιλιά]
μπαίνω μπαί-νω ρ. (αμτβ.) {μπήκα, μπω, μπεις, μπει, μπούμε, μπείτε, μπουν(ε), μπες/έμπα, μπείτε, μπασμένος, μπαίν-οντας} 1. πηγαίνω, περνώ από έξω μέσα και γενικότ. εισέρχομαι σε έναν χώρο, μια περιοχή: ~ στη θάλασσα/στο μαγαζί/(ΑΘΛ.) στη μικρή περιοχή (γηπέδου)/στο μπάνιο/στο νοσοκομείο (= κάνω εισαγωγή)/στο σπίτι/στο στάδιο/στη φυλακή (= φυλακίζομαι)/στο χειρουργείο. Ο ληστής μπήκε από το παράθυρο. ~ει το πλοίο στο λιμάνι/το τρένο στον σταθμό. ~ κρυφά/στη ζούλα. Ο καθένας ~ει και βγαίνει (= μπαινοβγαίνει) όποτε θέλει. Μπες/Μπείτε μέσα! Μπήκε χωρίς άδεια/χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. ~ στο αμάξι/στο λεωφορείο (πβ. επιβιβάζομαι). Δεν ~ σε αεροπλάνο, φοβάμαι. Σε ποιες τάξεις ~εις (: διδάσκεις); Μπήκε αγκάθι στο δάχτυλο/άμμος στα μάτια/νερό στο σκάφος. Το υγρό ~ει από τον σωλήνα (= εισδύει, εισρέει). Από τη χαραμάδα έμπαινε κρύος αέρας/φως. Μπήκαν λαθραία στη χώρα. Πβ. εισχωρώ. Βλ. εξέρχομαι.|| (μτφ.) Μπήκε γκολ/καλάθι/τρίποντο.|| Από το τρακάρισμα η πόρτα μπήκε μέσα (= βούλιαξε).|| Ο εχθρός μπήκε στην πόλη. Πβ. εισβάλλω.|| Πώς ~ στην ιστοσελίδα/στο πρόγραμμα/στο σύστημα (= αποκτώ πρόσβαση);|| ~ει πατημένος στις στροφές (: με γκάζι). ΑΝΤ. βγαίνω (1) 2. (μτφ.) εισέρχομαι σε μία περίοδο, κατάσταση, ξεκινώ μια δραστηριότητα ή αναπτύσσω έναν τρόπο σκέψης: ~ στα πενήντα (πβ. κλείνω, πατώ). Τα κορίτσια ~ουν νωρίτερα στην εφηβεία. Η χώρα ~ει σε μια νέα φάση. Μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μπήκε για τα καλά στο λούκι της καθημερινότητας.|| ~ σε μια σχέση (πβ. ξεκινώ). ~ στη συζήτηση (= συμμετέχω). ~ στον αγώνα/σε μια διαδικασία/στη μάχη/στην παραγωγή/στο στάδιο υλοποίησης. Η ομάδα μπήκε σε ρυθμούς ντέρμπι.|| ~ στην καρδιά/ουσία του προβλήματος (: το κατανοώ). Μπήκαμε στη λογική του συμβιβασμού. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες (πβ. αναφέρομαι, υπεισέρχομαι). 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} τοποθετούμαι σε μία θέση, τίθεμαι: Το καπάκι ~ει συρταρωτά. Να μπουν τα πράγματα στη θέση τους/στην κούτα/στο ράφι. Δεν ~ει (= ταιριάζει) εδώ η πολυθρόνα. Η μπλούζα ~ει (= φοριέται) μέσα από το παντελόνι. Τώρα ~ουν τα πλακάκια (στο πάτωμα). Τα ονόματά μας μπήκαν (= γράφτηκαν) δίπλα-δίπλα. Μεταξύ των δύο λέξεων ~ει (= σημειώνεται) μια παύλα. Σε ποια πτώση ~ει το υποκείμενο; Πότε ~ει άνω τελεία/περισπωμένη; Πώς ~ει ο κωδικός (= εισάγεται);|| (μτφ.) ~ει ένα αίτημα/η διαχωριστική γραμμή/ένα ερώτημα/ένα θέμα προς εξέταση. ~ουν οι βάσεις/τα θεμέλια. Πότε θα μπει διαγώνισμα (: θα πραγματοποιηθεί); Τι κριτήρια ~ουν για την επιλογή των υποψηφίων; Σε ποια κατηγορία ~ει (= ανήκει); Δεν ~ει τίποτα στην άκρη. Η υπόθεση ~ει στην ατζέντα (προς συζήτηση)/στο μικροσκόπιο (= εξετάζεται εξονυχιστικά). Ο πήχης έχει μπει πολύ ψηλά. Η ζωή δεν ~ει σε καλούπια. Το γενικό συμφέρον ~ει πριν από το ατομικό. 4. (ειδικότ.) παίρνω μία θέση (κοινωνική, επαγγελματική), εντάσσομαι κάπου: ~ στη Βουλή/σε μια δουλειά (: προσλαμβάνομαι)/στην κληρωτίδα/στο κόμμα (: γίνομαι μέλος)/σε έναν νέο κόσμο/στο κύκλωμα/σε λίστα αναμονής/σε μοναστήρι (ως μοναχός)/στην ομάδα/στην οργάνωση/στην παρέα/στο ψηφοδέλτιο. ~ εγγυητής/επικεφαλής/μάρτυρας (= ορίζομαι)/συνέταιρος. (ειρων.) Τώρα που μπήκες στην καλή κοινωνία, δεν μας καταδέχεσαι! Μπήκε στο επάγγελμα/στην (: ασχολήθηκε με την) πολιτική πολύ νωρίς. Η επιχείρηση ετοιμάζεται να μπει στο διαδίκτυο/στη διεθνή αγορά/στο χρηματιστήριο/δυναμικά σε έναν χώρο. Η κόρη μου μπήκε στο Δημόσιο (πβ. διορίζομαι)/στο Πολυτεχνείο (πβ. εισάγομαι). Η χώρα μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση/ΟΝΕ. Η ομάδα μπήκε (= προκρίθηκε) στους τέσσερις καλύτερους της Ευρώπης. Περιοχές που δεν μπήκαν στο σχέδιο πόλεως. 5. (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή οδηγούμαι στην κατάσταση που δηλώνει το ουσιαστικό: (ως απολεξικοποιημένο ρήμα) ~ει σε εφαρμογή (= εφαρμόζεται)/κίνηση (= κινείται)/λειτουργία (= λειτουργεί)/χρήση (= χρησιμοποιείται).|| ~ στο λούκι/στην τελική ευθεία/σε τροχιά. ● μπαίνει 1. (για περίοδο, εποχή) αρχίζει, ξεκινά, εμφανίζεται: Μπήκε η άνοιξη/η εβδομάδα/ο μήνας/το νέο έτος. Ο χειμώνας μπήκε βαρύς. 2. εφαρμόζει, χωρά: Το ψυγείο δεν ~ στην κουζίνα, είναι πολύ φαρδύ/ψηλό. Το πόδι μου δεν ~ στο παπούτσι. Το φόρεμα δεν μου ~, είναι μικρό/στενό. 3. (κυρ. για ρούχο) μαζεύει, στενεύει, συρρικνώνεται: Έπλυνα τα μάλλινα με ζεστό νερό και μπήκαν. Πβ. μπάζει.|| Τα μάγουλά της μπήκαν μέσα (: από την αδυναμία). ● ΦΡ.: έμπαινε! (προφ.-συχνά ειρων.): ως προτροπή, ενθάρρυνση για δραστηριοποίηση. Πβ. προχώρα!, μου (τη) μπαίνει (νεαν. αργκό): με προκαλεί με λόγια ενοχλητικά, επικριτικά: Γιατί μου ~εις; Μην του ~εις, θα τσαντιστεί άγρια! Πολύ μου τη ~ και δεν θα τα πάμε καλά! Πβ. τσιγκλάω., μπαίνει στο αρχείο (μτφ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υπόθεση, ζήτημα) δεν διευθετείται, εγκαταλείπεται: Η αναφορά/η έρευνα/η καταγγελία/ο φάκελος ~ ~. Η μήνυση μπήκε ~ δικαστικά/με απόφαση του εισαγγελέα/λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων., μπαίνει στο ψυγείο (μτφ.): (συχνά στον δημοσιογραφικό λόγο) αναβάλλεται, συνήθ. επ' αόριστον, η διευθέτηση μιας υπόθεσης, παγώνει: Μετά από τις γενικευμένες αντιδράσεις, η μεταρρύθμιση μπήκε ~., μπαίνω σε σκέψεις: μου γεννιούνται σκέψεις, προβληματίζομαι: Διάβασα το μήνυμά σου και μπήκα ~. , μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι εμφανίζεται και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός προσώπου: Ήρθε ~ μου και μου έμαθε πολλά. Μπήκε ~ μας απρόσμενα. Η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στη ζωή μας., μπες-βγες: η διαδικασία του να μπαίνει και να βγαίνει κάποιος από κάπου: ~ ~ από το αυτοκίνητο. Κουράστηκα με τα ~ ~ στα νοσοκομεία. Πβ. μέσα έξω., μπήκα! (αργκό): κατάλαβα: Εγώ θα μιλάω κι εσύ θα ακούς, ~ες τώρα; Πβ. ελήφθη (όβερ)!, το 'πιασες;, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (μπαίνω) με το δεξί βλ. δεξιός, (μπήκε) από μικρός/νωρίς στα βάσανα βλ. βάσανο, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι βλ. συρτάρι, δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου βλ. μυαλό, είμαι/μπήκα μέσα βλ. μέσα, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, μάζεψε/μπήκε στο πλύσιμο βλ. πλύσιμο, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες βλ. ιδέα, μπαίνει στη/σε σειρά βλ. σειρά, μπαίνει/μένει στο ράφι βλ. ράφι, μπαίνω ανάμεσα σε κάποιους βλ. ανάμεσα, μπαίνω απ' το παράθυρο βλ. παράθυρο, μπαίνω με τις μπάντες βλ. μπάντα, μπαίνω μπροστά βλ. μπροστά, μπαίνω στα/σε έξοδα βλ. έξοδα, μπαίνω στη γραμμή βλ. γραμμή, μπαίνω στη μέση βλ. μέση, μπαίνω στο κλίμα βλ. κλίμα, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, μπαίνω στο πετσί βλ. πετσί, μπαίνω στο πνεύμα βλ. πνεύμα, μπαίνω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μπαίνω στον χορό βλ. χορός, μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια βλ. χωράφι, μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) βλ. μύτη, μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) βλ. σκύλος, μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι, μπήκε αλλαγή βλ. αλλαγή, μπήκε ο διάολος μέσα του βλ. διάβολος, περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία βλ. ιστορία, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω, του μπαίνω στο μάτι βλ. μάτι, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος [< μεσν. εμπαίνω, γαλλ. entrer, αγγλ. enter]
μπροστά μπρο-στά επίρρ. 1. στην πλευρά ή την κατεύθυνση της ευθείας των ματιών, μετωπικά, σε άμεση επαφή: Πήγαινε ~. Κοίτα ~ σου. Φέρτε το πόδι ελαφρώς/λίγο ~. Να 'τος πάλι ~ μου. (εμφατ.) Καθίσαμε ~ ~ (= στις πρώτες θέσεις). Φόρεμα ανοιχτό ~. Το παντελόνι κουμπώνει ~. Τοποθετήστε το εδώ ~. ~ (σας) βλέπετε την Ακρόπολη. Ακριβώς ~ μας απλώνεται ο κάμπος. Έχω ~ μου τον χάρτη. Έβαλε ~ του ένα πιάτο φαΐ. Υποκλίθηκε ~ μου. Τον βλέπω συνέχεια ~ μου (= τον συναντώ). Άρπαξα ό,τι βρήκα ~ μου. Πέρασα ~ από το σπίτι τους. Η φωτογραφία τραβήχτηκε ~ από το καφενείο. Σπίτι ~ στη θάλασσα. Ένωσε τα χέρια ~ στο στήθος. Πάρκαρε ~ σε είσοδο πάρκινγκ. Όλη μέρα κάθεται ~ στην οθόνη του υπολογιστή. Στέκομαι ~ στον καθρέφτη/στη σκηνή. Έκθλιψη ~ (= πριν) από φωνήεν.|| Θα βγω/μιλήσω ~ σε κοινό/κόσμο (πβ. ενώπιον). Έμεινε ασυγκίνητη ~ στο φριχτό θέαμα. Ξέσπασε ~ στην κάμερα/στον φακό. Μην το πεις ~ του! Εσύ ήσουν ~ (= παρών, αυτόπτης μάρτυρας), εμένα ρωτάς; ΣΥΝ. εμπρός (1) ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (συνήθ. χρον.) για κάποιον ή κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Ήταν εδώ πιο ~ (: πριν από εσάς). Είναι πολύ ~, δεν τους προλαβαίνετε. Είμαστε ~ δύο ώρες σε σχέση με την Αγγλία. Το ρολόι σου πηγαίνει ~. Γύρνα την κασέτα/ταινία ~ (= προς την αρχή της). Θέλω τα χρήματα ~ (= προκαταβολικά).|| Έχουμε ~ μας δύσκολες μέρες. Έχεις όλη τη ζωή ~ σου. 3. απέναντι σε κάτι ή σχετικά με αυτό, αντιμετωπίζοντας ένα θέμα παροντικό ή μελλοντικό: ~ στο αδιέξοδο/στο δίλημμα/στις ευθύνες μας/στην κάλπη/σε κρίσιμες αποφάσεις/στη μεγάλη πρόκληση. Φόβος ~ στο άγνωστο. Θαρραλέος ~ στον κίνδυνο. Κλείνουν τα μάτια ~ στη διαφθορά/στη δυστυχία/στα κοινωνικά προβλήματα. Βρισκόμαστε ~ σε μια νέα ανακάλυψη/εποχή. 4. συγκριτικά με: Η εργασία τους ωχριά ~ στη δική μας. Τι είναι η επίγεια ζωή ~ στην αιωνιότητα; ~ σου δεν αξίζει τίποτε/δεν πιάνει δεκάρα. ● Ουσ.: μπρος/μπροστά (τα): Γέρνει/σπρώχνει προς τα ~. ● ΦΡ.: βάζω μπροστά/μπρος 1. θέτω σε λειτουργία, ξεκινώ: Έβαλε ~ το αυτοκίνητο/τη μηχανή.|| ~ ~ ένα πρόγραμμα/σχέδιο. Έβαλαν ~ για παιδί/το διαζύγιο. 2. καταλογίζω σε κάποιον κάτι: Βάζει συνέχεια εμένα ~ για τα δικά του σφάλματα. Πβ. αποπαίρνω, μαλώνω., βγαίνω (από) μπροστά 1. προπορεύομαι, προηγούμαι ή προωθούμαι: Μου βγήκε ~, χωρίς να τον δω.|| Βγήκε ~ από τα δύο σέντερ μπακ και έβαλε γκολ. Πβ. μου τη βγαίνει με κόκκινο. 2. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον: Ξαφνικά μας βγήκε ~ νέος αντίπαλος. Αντιμετωπίζει όποιο πρόβλημα του βγει ~., βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά: για αισιόδοξη στάση ζωής, ξεπερνώ ένα πρόβλημα με πίστη για μελλοντική βελτίωση, πρόοδο: Προχώρα ~ και μην κοιτάς πίσω., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά: για πορεία προόδου: ~ ~ για την ανθρωπότητα/στη μάχη κατά των ναρκωτικών. Είναι (αρκετά/πολλά) βήματα μπροστά. Βρισκόμαστε ~ ~ από τους αντιπάλους (= προηγούμαστε)., με το βλέμμα μπροστά: για προοδευτική δράση ή μελλοντική προοπτική: Προχωράμε ~ ~. ~ ~ αφήνουμε πίσω το παρελθόν., μπαίνω μπροστά (προφ.) 1. πρωτοστατώ: Η νεολαία μπήκε ~ στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. προηγούμαι: Η ομάδα μπήκε ~ στο σκορ., πάντα μπροστά! (ευχετ.): για ανεμπόδιστη πρόοδο., πάω/πηγαίνω μπροστά: προοδεύω: Χωρίς προσπάθεια δεν πάμε ~. Εσύ, παιδί μου, θα πας ~!, (είναι) χρόνια μπροστά βλ. χρόνος, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου βλ. βρίσκω, βρίσκω κάτι μπροστά μου βλ. βρίσκω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου βλ. δρόμος, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, τραβάω μπροστά βλ. τραβώ [< μεσν. μπροστά]
μύτη μύ-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το μέρος του προσώπου στον άνθρωπο ή σε άλλα θηλαστικά το οποίο προεξέχει πάνω από το στόμα και κάτω από το μέτωπο, χωρίζεται σε δύο ρουθούνια και χρησιμεύει για την αναπνοή και την όσφρηση: γαλλική (: λεπτή και ελαφρώς ανασηκωμένη)/γαμψή/γυριστή/ίσια/κοντή/μακριά/μεγάλη/πλακουτσωτή/πλατιά/σουβλερή/σπασμένη/στραβή/στρογγυλή/χοντρή ~. Ελληνική ή κλασική ~ (: ίσια και λεπτή). Οστά/χόνδρος της ~ης. ~ κόκκινη από το κρύο. Αιμορραγία/επέμβαση/καταρροή/φαγούρα/φακίδες στη ~. Καθαρίζω/ξύνω/ρουφώ/σκαλίζω/σκουπίζω/φυσώ τη ~ μου. Η ~ μου είναι βουλωμένη/μπουκωμένη.|| Το κρασί φέρνει στη ~ αρώματα φρούτων.|| Mιλά με τη ~ (= έχει έρρινη προφορά).|| Πλαστική/ψεύτικη ~. Η ~ του κλόουν. 2. (κατ' επέκτ.) μουσούδι, ρύγχος ή το ράμφος των πουλιών: η ~ του δελφινιού/ξιφία/σκύλου. Βλ. προβοσκίδα.|| ~ αετού. 3. (μτφ.) αιχμηρή κυρ. ή λεπτή άκρη, προεξοχή ή το μπροστινό μέρος μακρόστενου συνήθ. πράγματος: κυρτή ~. Η ~ του αγκιστριού/της βελόνας/του βέλους/του καρφιού/του κονταριού/του μαχαιριού/του παγόβουνου/του σπαθιού. Μαρκαδόρος/πινέλο/στιλό με λοξή/στρογγυλεμένη ~ (πβ. ακίδα). Πένα με χρυσή ~. Έσπασε η/ξύνω τη ~ του μολυβιού. Έκοψε τα μαλλιά της ~ες/άφησε λίγες ~ες να πέφτουν στο πρόσωπο (βλ. αφέλειες).|| Η ~ του ακρωτηρίου.|| Η ~ του αεροπλάνου/του πλοίου (πβ. πλώρη)/του σωληναρίου. Σουτ με τη ~ του παπουτσιού (βλ. μύτος). 4. δυνατή όσφρηση: Το κυνηγόσκυλο έχει καλή ~. 5. (μτφ.) η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος ενστικτωδώς κάτι, διαίσθηση: Έχει (γερή) ~. 6. άρωμα κρασιού: πλούσια/πολύπλοκη/φινετσάτη ~. Έντονη ~ από μπαχαρικά/φρούτα του δάσους. ● Υποκ.: μυτίτσα (η), μυτούλα (η) ● Μεγεθ.: μυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: ανοίγει/ματώνει η μύτη μου (προφ.): αιμορραγεί., βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη (προφ.): για κάτι που έχει δυσάρεστη έκβαση, ενώ αρχικά ήταν ή προοριζόταν να είναι ευχάριστο: Τελικά ήρθε στην εκδρομή, αλλά μας το έβγαλε από τη ~ με την γκρίνια του. Πβ. μου βγαίνει (κάτι) ξινό., δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι & (σπάν.) δεν μάτωσε μύτη 1. δεν προκλήθηκαν βίαια επεισόδια: Ήρεμα εξελίχθηκε ο χθεσινός αγώνας· ~ ~. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πβ. αναίμακτα. 2. (μτφ.) δεν υπήρξε αντίδραση, εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους θιγομένους: Κατεδαφίστηκαν όλες οι κατακτήσεις των εργαζομένων και ~ ~., δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του (μτφ.): είναι κοντόφθαλμος, στενόμυαλος: Δεν μπορεί να δει ~ ~. [< πβ. γερμ. nicht weiter sehen als seine Nase [reicht], γαλλ. ne pas voir plus loin que le bout de son nez] , δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα: Χωρίς τα γυαλιά/με τόσο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπε ούτε τη ~ της., έχει ψηλά τη μύτη (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας: ~ ~ του και δεν μας καταδέχεται. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη, σνομπ, ψηλομύτης, ψώνιο., η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει (παροιμ.): είναι υπερόπτης και ακατάδεκτος, ψηλομύτης ή τεμπέλης., κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου: για κάτι ολοφάνερο που γίνεται ή υπάρχει, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι: Απέδρασε/πέρασαν κάτω από τη ~ των δεσμοφυλάκων. Η κλοπή έγινε κάτω από τη ~ των υπευθύνων. Η λύση τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στη ~ μας. Πβ. μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου., με τρώει η μύτη μου: έχω φαγούρα στη μύτη., μου σπάει/τρυπάει τη μύτη/τα ρουθούνια (προφ.): για φαγητό κυρ. που μυρίζει έντονα και ευχάριστα., μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός., μύτη με μύτη: πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι. Πβ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, πρόσωπο με πρόσωπο., να μου τρυπήσεις τη μύτη: για να δηλωθεί με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι: Αν κάνει τα μισά από όσα υποσχέθηκε, να μου τρυπήσετε τη ~. Βλ. να μη με λένε., πέφτει η μύτη/η μούρη μου (μτφ.-ειρων.): μειώνεται, θίγεται ο εγωισμός μου: Δεν παραδέχεται τα λάθη του, για να μην πέσει η μύτη του. , πέφτουν μύτες (προφ.): κάνει πάρα πολύ κρύο., πιάνω/κρατώ τη μύτη μου: πιάνω τη μύτη μου με τα δάχτυλα ή και δεν αναπνέω, συνήθ. για να αποφύγω δυσοσμία: Πάρε βαθιά αναπνοή και κράτα τη ~ σου κλειστή., σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω: Μου φαίνεται ότι σε σέρνει ~. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου., σκάω μύτη (προφ.): εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Ξαφνικά ~ει ~ ένα πιτσιρίκι.|| Έσκασε ~ ο ήλιος. ΣΥΝ. ξεμυτίζω, στη μύτη του κουταλιού: για μικρή ποσότητα (όση χωρά στην άκρη του): Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι/κανέλα ~ ~. (σπάν.) Μια μύτη ζάχαρη (= πολύ λίγη)., στις μύτες (των ποδιών): στις άκρες των ποδιών ή των παπουτσιών, με ανασηκωμένες τις φτέρνες: Πατώ/περπατώ/στέκομαι ~ ~. Μπήκε στο δωμάτιο ~ ~ (για να μη γίνει αντιληπτός). Πβ. (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων., το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι και οι ευφυείς άνθρωποι συχνά πέφτουν σε προφανείς παγίδες, την πατούν., τρέχει η μύτη μου 1. έχω καταρροή: Η ~ του τρέχει συνέχεια. 2. ματώνει: Kάθισε μέχρι που σταμάτησε να ~ ~ του., χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού & βάζω τη μύτη/την ουρά μου κάπου/παντού (προφ.): ασχολούμαι με ζητήματα που δεν με αφορούν: ~ει ~ του στα προσωπικά/στις υποθέσεις των άλλων. Μη ~εις ~ σου παντού. Πβ. ανακατεύομαι, επεμβαίνω, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν [πβ. γερμ. seine Nase in etwas/in allen [hinein] stecken] , (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, κλείνει η μύτη μου βλ. κλείνω, όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε βλ. γουρούνι, σηκώνει (τη) μύτη βλ. σηκώνω [< μεσν. μύτη < πβ. αρχ. μύτις ‘εσωτερικό των μαλακίων, μελάνι της σουπιάς’]
νόημα νό-η-μα ουσ. (ουδ.) {νοήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. περιεχόμενο, σημασία: το ιστορικό/κοινωνικό/πολιτικό ~ ενός γεγονότος. Το ~ μιας εικόνας/ενός όρου. Το βαθύτερο/κρυφό/ουσιαστικό/πραγματικό/συμβολικό ~ του κειμένου (βλ. αλληγορία). Το ακριβές ~ της λέξης. Αλλοιώνω/αναζητώ/ανακαλύπτω/αντιλαμβάνομαι/διαστρεβλώνω/εξηγώ/κατανοώ/παρερμηνεύω το ~ μιας πρότασης. Παραποίησαν και παρεξήγησαν το ~ των δηλώσεών του. Προσπάθησε να αποδώσει/εκφράσει/συλλάβει το ~ του έργου.|| Η συζήτηση έχει αρχίσει να χάνει το ~ά της (= την ουσία της). Βλ. υπο~. 2. λόγος, σκοπός, αξία: το ~ της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σχέση τους έχασε το ~ά της (= το ενδιαφέρον της). Δεν βρίσκω κανένα ~ σε ό,τι λες (= τα θεωρώ ανούσια)! Τι ~ έχουν όλα αυτά; Το έχει πιάσει το ~ της ζωής (= απολαμβάνει τις χαρές της, χωρίς να τον νοιάζει τίποτα άλλο). 3. νεύμα, γνέψιμο· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) καθεμία από τις βασικές μονάδες λόγου στη νοηματική γλώσσα: ~ με το κεφάλι/τα μάτια/το χέρι. Συνεννοούνται με ~ατα. Τους έκανε ~ να μη μιλήσουν/να μπουν μέσα/να σταματήσουν. Βλ. χειρομορφή. 4. ιδέα, ιδεώδες: Έργο που διαπνέεται/είναι γεμάτο από υψηλά ~ατα. ● ΦΡ.: (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα: για κάτι που (δεν) είναι κατανοητό: Δεν βγάζω ~ από αυτά που λέει. Να ξαναγράψεις την πρόταση, έτσι ώστε να βγαίνει ~., δεν έχει νόημα: είναι άσκοπο, δεν υπάρχει λόγος, δεν αξίζει: ~ ~ να συνεχίσουμε την αντιπαράθεση. Μην επιμένεις, ~ ~., με νόημα/σημασία & όλο νόημα/σημασία: εκφράζοντας ή υπονοώντας κάτι: απάντηση/δηλώσεις/πράξη ~ ~. Γέλασε/τον κοίταξε ~ ~., μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα (προφ.): αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι ή κάνω κάποιον να κατανοήσει κάτι: Άργησες να μπεις ~, αλλά τα κατάφερες! (αργκό) Μπήκες/το 'πιασες (= με πιάνεις, κατάλαβες); Πβ. μπαίνω στο πνεύμα.|| Προσπαθώ να σε βάλω ~ τού τι θέλω να πω., κενός περιεχομένου βλ. κενός [< 1: αρχ. νόημα, γερμ. Noema, γαλλ. noème, αγγλ. noema, 1931 2: γαλλ. sens 3: γαλλ. signe, γερμ. Wink 4: γαλλ. idée]
ξινός, ή, ό ξι-νός επίθ. 1. που έχει γεύση σαν του ξιδιού ή του λεμονιού: ~ός: τραχανάς. ~ή: μαγιά/μυζήθρα (= ξινομυζήθρα)/σάλτσα/σούπα. ~ό: μήλο (= ξινόμηλο)/πορτοκάλι. ~ά: δαμάσκηνα. Πβ. όξινος. Βλ. αλμυρός, γλυκόξινος. 2. που έχει χαλάσει, που μυρίζει ξινίλα ή έχει αλλοιωθεί η γεύση του: ~ή: κρέμα. ~ό: γάλα/γιαούρτι/κρασί. ~ά: τρόφιμα. 3. (μτφ.-προφ.) ιδιότροπος, δύστροπος: ~ή: έκφραση/φάτσα. ~ό: ύφος. ~ά: μούτρα. Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Πβ. στριμμένος, στρυφνός. ● Ουσ.: ξινά (τα): καρποί των εσπεριδοειδών., ξινό (το) 1. ιδιότητα, γεύση του ξινού: Κρασί που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο γλυκό και το ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κιτρικό οξύ. Βλ. κρεμόριο. ● Υποκ.: ξινούτσικος , η, ο: ΣΥΝ. υπόξινος ● ΦΡ.: μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον): όταν κάτι ευχάριστο ακολουθείται από δυσάρεστο γεγονός, συναίσθημα: Μου βγήκε ~ το γέλιο στο τέλος. Πβ. βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου., περσινά ξινά σταφύλια βλ. περσινός [< μεσν. ξινός < μτγν. ὄξινος]
ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]
όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]
παγανιά πα-γα-νιά ουσ. (θηλ.): (λαϊκό) παγάνα. ● ΦΡ.: βγαίνω/στήνω παγανιά (προφ.): καταδιώκω κάποιον ή κάτι και κατ' επέκτ. επιδιώκω μεθοδευμένα την επίτευξη στόχου. [< μεσν. παγανέα]
παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]
παλικάρι πα-λι-κά-ρι ουσ. (ουδ.) & παλληκάρι 1. γενναίος, περήφανος άνδρας: Υπήρξε πραγματικό ~ στη ζωή. Πέρασε πολλές δοκιμασίες, αλλά βγήκε ~. Έχασε, αλλά πάλεψε σαν ~. Πβ. ασίκης, ήρωας, λεβέντης. 2. έφηβος, νεαρός άνδρας: γεροδεμένο/ωραίο ~.|| (ως προσφών.) Να 'χεις την ευχή μου, ~ μου! 3. ΙΣΤ. (κατά την Τουρκοκρατία) μέλος ομάδας πολεμιστών με επικεφαλής τον καπετάνιο, κλέφτης ή αρματολός· μέλος συμμορίας ληστών. Βλ. πρωτοπαλίκαρο. ● Υποκ.: παλικαράκι & παλληκαράκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: με βγάζει/βγαίνει παλικάρι (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι είναι αρκετά ανθεκτικό, λειτουργικό και ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του: Το μηχάνημα μέχρι στιγμής έχει βγει ~. Το αυτοκίνητο μ' έχει βγάλει ~ όλα αυτά τα χρόνια (πβ. βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο)., το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι (παροιμ.): ο έξυπνος και ικανός άνθρωπος βρίσκει εναλλακτικές λύσεις., παλικάρι της φακής βλ. φακή [< μεσν. παλικάρι(ν), παλληκάρι(ον) < μτγν. παλλήκιον]
παρανομία πα-ρα-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) {παρανομι-ών}: πράξη, δραστηριότητα που αντιτίθεται στον νόμο: αυθαιρεσίες/παρατυπίες και ~ες. ~ες στην αγορά καυσίμων. Σωρεία ~ών. Κατόπιν ελέγχου δεν διαπιστώθηκαν ~ες. Η ~ πρέπει να τιμωρείται άμεσα και αυστηρά. Πβ. απατεωνιά, απάτη. Βλ. παρατυπία.|| Καθεστώς ~ας. Βρίσκεται/δρα/είναι βουτηγμένος/ζει στην ~. Βλ. -νομία. ΣΥΝ. ανομία (2) ΑΝΤ. νομιμότητα (1) ● ΦΡ.: βγαίνω/περνώ στην παρανομία: αναπτύσσω παράνομη δράση: Πέρασε όλη τη ζωή του ~ ~. Οργάνωση που βγήκε ~ ~. [< αρχ. παρανομία]
πάτος πά-τος ουσ. (αρσ.) 1. βάση κοίλου αντικειμένου και ειδικότ. η χαμηλότερη επιφάνειά του· βυθός: ο ~ του βαρελιού/της δεξαμενής/του δοχείου/της λίμνης (πβ. πυθμένας)/της μπανιέρας/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/του ποτηριού/της τσάντας. Κατσαρόλα/τηγάνι με αντικολλητικό ~ο. Σκάφος με γυάλινο ~ο. Κιβώτια με διπλούς ~ους.|| Το καράβι πήγε στον ~ο (της θάλασσας) (= βυθίστηκε). Πβ. πυθμένας. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} κομμάτι από μαλακό υλικό, σε σχήμα πέλματος, που τοποθετείται μέσα στο παπούτσι για βελτίωση της εφαρμογής του και για άνεση στο περπάτημα· κατ' επέκτ. σόλα: αθλητικοί/ανατομικοί/αντιβακτηριδιακοί/εσωτερικοί/ορθοπαιδικοί ~οι. ~οι σιλικόνης/τζελ. ~οι για την πλατυποδία. Ένα ζευγάρι ~ους.|| Παπούτσια με αντιολισθητικούς ~ους. 3. (μτφ.-προφ.) τελευταία θέση αξιολογικής κλίμακας, έσχατο σημείο: Έπιασε ~ο (= πάτωσε) στις εξετάσεις. Βρίσκονται στον ~ο της βαθμολογίας. ΑΝΤ. κορυφή (2) ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τον πάτο (προφ.): από πάνω μέχρι κάτω. Πβ. από την κορυφή ως τα νύχια. ΣΥΝ. πατόκορφα, άσπρο πάτο!: προτρεπτική έκφρ. που λέγεται από συμπότες, για να πιουν όλο το ποτήρι, μέχρι την τελευταία γουλιά. Βλ. γεια μας, εβίβα, στην υγειά (σου/του/μας)., μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος (προφ.): εξουθενώθηκα, κατακουράστηκα: ~ ~ στη δουλειά (= ξεπατώθηκα)/να το τελειώσω (= μου βγήκε το λάδι/η Παναγία/η πίστη/η ψυχή)! Πβ. μου βγαίνει ο κώλος/η μέση.|| Μου έχει βγάλει τον πάτο (= με έχει εξαντλήσει)!, πάτος στο βαρέλι (μτφ.): οριακό σημείο που σηματοδοτεί το τέλος μιας προβληματικής, χαοτικής κατάστασης: ~ ~ της εξαθλίωσης. Μπαίνει ~ ~. Δεν υπάρχει ~ ~. [< μεσν. πάτος < αρχ. ~ 'πατημένος δρόμος']
πεζοδρόμιο πε-ζο-δρό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. πλευρικό τμήμα δρόμου, ελαφρώς υπερυψωμένο και συνήθ. πλακοστρωμένο, το οποίο προορίζεται για την κυκλοφορία των πεζών: αριστερό/δεξί/στενό/φαρδύ ~. Το κράσπεδο/οι πλάκες/το ρείθρο του ~ίου. Άδεια χρήσης ~ίου για τραπεζοκαθίσματα. Στην άκρη του ~ίου. Ανάπλαση/διαπλάτυνση/(ανα)κατασκευή/κατάληψη (από μηχανάκια)/συντήρηση ~ίων. Ζαρντινιέρες/παγκάκια/παράνομο παρκάρισμα/φύτευση δέντρων στα ~α. Ανεβαίνω/περπατώ στο ~. Περνώ από το ένα ~ στο άλλο/στο απέναντι (= αλλάζω ~). Βλ. -δρόμιο, νησίδα. 2. (προφ.) οι συνθήκες ζωής που χαρακτηρίζουν τα πιο φτωχά και περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα ή τον υπόκοσμο: Μεγάλωσε στο ~. Το ~ με δίδαξε πολλά. Έβγαλα το πανεπιστήμιο του ~ίου (: αποκόμισα σημαντικές εμπειρίες, ζώντας σε αυτό το περιβάλλον). Πβ. (κοινωνικό) περιθώριο. ● ΦΡ.: κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο (προφ.): εκπορνεύεται. ΣΥΝ. βγήκε στο κλαρί (1), βγήκε στο κουρμπέτι (1), βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα (2), του πεζοδρομίου (μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι χαμηλού επιπέδου, χυδαίο ή ταιριάζει στον υπόκοσμο: εκφράσεις/πολιτική/συζήτηση ~ ~. Γυναίκα ~ ~ (= πόρνη· πβ. (γυναίκα) του δρόμου). [< μεσν. πεζοδρόμιον 'αγώνας δρόμου πεζών', γερμ. Fussgängerweg, γαλλ. trottoir]
πιάτσα πιά-τσα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): χώρος συναλλαγών, άσκησης επαγγελματικών ή άλλων δραστηριοτήτων: Η εταιρεία έχει καλό όνομα στην ~. (για προϊόν) Είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην ~. ΣΥΝ. αγορά.|| Η δημοσιογραφική/ποδοσφαιρική/πολιτική ~. Βοά/έχει βουίξει η ~ ότι ...|| Η γλώσσα της ~ας (= μάγκικη). Ακούγεται στην ~ ότι ... Είναι γνωστός στην/τον χάσαμε από την ~ (πβ. κουρμπέτι). Περιοχή που έγινε ~ (= στέκι) ναρκωτικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος/παιδί της πιάτσας: που ξέρει καλά την αγορά και τους κανόνες της· κατ' επέκτ. έξυπνος, έμπειρος, επιτήδειος., πιάτσα ταξί & πιάτσα: σταθμός ταξί, ο χώρος στάθμευσής τους: ~ ~ στην πλατεία. ● ΦΡ.: βγάζω (κάποιον/κάτι) στην πιάτσα 1. εκπορνεύω. 2. διαθέτω στην αγορά. 3. αποκαλύπτω μυστικό., βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα 1. (για προϊόν) κυκλοφορεί στην αγορά: Είναι ό,τι καλύτερο έχει βγει στην ~. 2. εκπορνεύεται. ΣΥΝ. βγήκε στο κλαρί (1), βγήκε στο κουρμπέτι (1), κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο 3. έχει αρχίσει να κινείται, να δραστηριοποιείται σε κάποιον χώρο: ~ ~ (= ψάχνει) για δουλειά., κάνει πιάτσα: (για ιερόδουλη) εκδίδεται., χαλάει την πιάτσα: ενεργεί σε βάρος του συνόλου στο οποίο ανήκει, κάνει ζημιά: Πουλάνε φθηνά και ~άνε ~. [< ιταλ. piazza]
προσκήνιο προ-σκή-νι-ο ουσ. (ουδ.) {προσκηνί-ου} 1. δημοσιότητα, επικαιρότητα, η πρώτη γραμμή δράσης: αθλητικό/πολιτικό/τηλεοπτικό ~. Το ~ της ιστορίας. Ο καλλιτέχνης απουσιάζει/εξαφανίστηκε από το μουσικό ~. Βλ. επίκεντρο, στερέωμα. ΑΝΤ. παρασκήνιο 2. ΑΡΧ. το μπροστινό μέρος της σκηνής του αρχαίου θεάτρου στο οποίο εμφανίζονταν οι ηθοποιοί. ΣΥΝ. λογείο 3. ΑΡΧΙΤ. μέρος της σκηνής του σύγχρονου θεάτρου μπροστά από την αυλαία. ● ΦΡ.: βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο: παρουσιάζεται, γίνεται γνωστό, αναδεικνύεται: Το ζήτημα/πρόβλημα ήρθε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας. [< 2: μτγν. προσκήνιον, γαλλ.-αγγλ. proscenium 1: αγγλ. foreground]
ρούχο [ροῦχο] ρού-χο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: οτιδήποτε φορά κάποιος για να καλύψει, να ζεστάνει ή και να στολίσει το σώμα του και κατ' επέκτ. κάθε ύφασμα που έχει φτιαχτεί για οικιακή ή προσωπική χρήση, συνήθ. πετσέτες και κλινοσκεπάσματα: ανδρικά/βαμβακερά/βαριά/βραδινά/γυναικεία/δερμάτινα/επίσημα/επώνυμα/ζεστά/ισοθερμικά/καθημερινά/καλοκαιρινά/λεπτά/λευκά/λινά/μάλλινα/μεταξωτά/μεταχειρισμένα/μοντέρνα/νεανικά/οικολογικά/παραδοσιακά/πλεκτά/πρόχειρα/σκούρα/συνθετικά/συντηρητικά/χειμωνιάτικα ~α. Αγορά/γραμμή/ετικέτα/μαγαζί (= ρουχάδικο)/μάρκα/μέγεθος/ποιότητα/ραφή/σετ/σχεδιασμός/τιμή/φίρμα ~ων. Αλλάζω ~α. Βάζω/βγάζω τα ~α μου. Κονταίνω/μεταποιώ (ένα) ~. Πήρα μαζί μου μια αλλαξιά ~α.|| (μτφ.) Δεν έχει ~α να φορέσει (: είναι πολύ φτωχός). Πβ. ένδυμα. Βλ. εσώρουχα, μπλούζα, μπουφάν, παλτό, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, στολή, φορεσιά.|| Άπλυτα ~α. Απορρυπαντικό/(στεγνό) καθάρισμα/μαλακτικό/πλυντήριο/σχοινί (απλώματος) ~ων. Απλώστρα/λεκάνη με ~α. Απλώνω/μουλιάζω/πλένω/σιδερώνω/στεγνώνω τα ~α. Βλ. ασπρόρουχα, χρωματιστά. ● ρούχα (τα) 1. αμφίεση, ντύσιμο: η μόδα στα ~. Διαλέξτε τα ~ που σας ταιριάζουν. Πβ. ενδυμασία, ένδυση, περιβολή. 2. ρουχισμός: αθλητικά/στρατιωτικά ~. ~ γυμναστικής/δουλειάς/χορού. ~ (κατάλληλα) για το καλοκαίρι/τον χειμώνα. ~ για εγκύους/εύσωμες. Βιομηχανία/βιοτεχνία/εμπόριο/πρατήριο έτοιμων ~ων.|| Δραστηριοποιείται στον χώρο του παιδικού ~ου. ● Υποκ.: ρουχαλάκι & ρουχάκι (το): Τα ρουχαλάκια του μωρού. [< μεσν. ρουχαλάκι, ρουχάκι] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα βλ. θερμικός ● ΦΡ.: βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου (μτφ.-προφ.): γίνομαι έξαλλος· κάτι με εκνευρίζει: Πραγματικά βγαίνω ~, όταν ακούω τέτοια ψέματα. Πβ. εξοργίζομαι.|| Με βγάζει ~ η αναιθησία ορισμένων. Βλ. έξω φρενών., έχει τα ρούχα της (μτφ.-προφ.): (για γυναίκα που) έχει εμμηνόρροια και κατ' επέκτ. είναι ευέξαπτη και ιδιότροπη., τρώγεται με τα ρούχα του (μτφ.-προφ.): δυσανασχετεί, γκρινιάζει με οτιδήποτε, χωρίς ουσιαστικό λόγο. ΣΥΝ. δεν ξέρει τι του φταίει, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά (παροιμ.): πρέπει να παίρνεις τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μη χάσεις τα πάντα σε δύσκολες περιστάσεις., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο βλ. αέρας, σκίζω τα ρούχα μου βλ. σκίζω [< μεσν. ρούχο < υστερολατινικό roccus]
συρτάρι συρ-τά-ρι ουσ. (ουδ.) {συρταρ-ιού}: ενσωματωμένη θήκη σε έπιπλο που σύρεται προς τα έξω για τοποθέτηση ή φύλαξη πραγμάτων: ~ βιβλιοθήκης/γραφείου/επίπλου/κομοδίνου/ντουλάπας. Άδειο/γεμάτο/μυστικό ~. Κλειδιά ~ιού. Aνοίγω/κλείνω/(ξε)κλειδώνω το ~. Το ~ έχει φρακάρει. Γράμματα κρυμμένα στο ~. Μην ψάχνεις τα ~ια μου. Άφησα/ξέχασα ανοιχτό το ~. Τα βιβλία μου είναι στο τρίτο ~ του γραφείου. Πάρε τα μαχαιροπίρουνα από το ~ της κουζίνας.|| ~ του υπολογιστή. Αφαιρούμενο ~ για σκληρό δίσκο.|| Θερμαινόμενο ~ (= θερμοθάλαμος). ● Υποκ.: συρταράκι (το) ● ΦΡ.: βγαίνει από το συρτάρι: σε περιπτώσεις που κάτι επανέρχεται σε χρήση ή λειτουργία: Έκθεση/μελέτη/νομοσχέδιο που ~ ~. Όρος/πρόταση που βγήκε ~ για τις διαπραγματεύσεις., βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι: σε περιπτώσεις που κάτι παραμερίζεται ή παύει, συνήθ. προσωρινά, να λειτουργεί ή να απασχολεί κάποιον: Έρευνα/νόμος που ~ ~. [< μεσν. συρτάριον < αρχ. συρτός]
σφυρί σφυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σφυρ-ιού | -ιών}: εργαλείο χειρός με ξύλινη συνήθ. λαβή, στην υποδοχή της οποίας έχει ενσωματωθεί πλατιά, σιδερένια κεφαλή και χρησιμοποιείται κυρ. για κάρφωμα ή στερέωση: ~ μπάλας (: για κοσμήματα)/πένας (: για φανοποιούς). Έμπηξε με το ~ ένα καρφί στον τοίχο. Με ~ και καλέμι. Πβ. σφύρα. Βλ. βαριά, βαριοπούλα, ματρακάς, ματσακόνι, ματσόλα, ξυλόσφυρο.|| Υδραυλικό ~. ● Υποκ.: σφυράκι (το): (παλαιότ.) το ~ του γιατρού/του ψυχιάτρου. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί (προφ.): πουλώ/πουλιέται σε δημοπρασία ή σε πολύ χαμηλή τιμή: Το σπίτι τους βγήκε ~ λόγω χρεών. Πβ. εκποιώ, ξεπουλώ. ΣΥΝ. εκπλειστηριάζω [< μεσν. σφυρί < μτγν. σφυρίον < αρχ. σφῦρα]
τούνελ [τοῦνελ] τού-νελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνητό πέρασμα, σήραγγα: κρυφό/υπόγειο/υποθαλάσσιο ~. ~ διαφυγής. Διάνοιξη ~. Το τρένο πέρασε μέσα από το ~. Πβ. γαλαρία, στοά. Βλ. ευρω~.|| Φούρνος ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το τούνελ (μτφ.): βρίσκω διέξοδο ή λύση σε δυσκολίες ή προβλήματα., φως στο τούνελ & φως στην άκρη/στο βάθος του τούνελ (μτφ.): πιθανότητα εξεύρεσης λύσης: Δεν βλέπω ~ ~. Αρχίζει να διαφαίνεται ~ ~ της οικονομικής κρίσης. [< αγγλ. tunnel]
φόρα2 φό-ρα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (προφ., ως επίρρ.): ενώπιον του κόσμου, δημόσια· κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα: σε περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόμεμπτων πράξεων, ένοχων μυστικών: Τώρα που βγήκαν τ' άπλυτά του ~, δεν έχει πού να κρυφτεί., βγαίνει στη φόρα: αποκαλύπτεται: Η αλήθεια βγήκε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια. ΣΥΝ. βγαίνει στον αφρό, φάτσα φόρα 1. ακριβώς μπροστά, σε πολύ εμφανή θέση: Μας είδε ~ ~ μπροστά της. ~ ~ στο εξώφυλλο έχει τη φωτογραφία του. 2. ξεκάθαρα: Του τα είπε ~ ~., φόρα παρτίδα: δημόσια: Έβγαλε ~ ~ τα προσωπικά του στο διαδίκτυο. [< ιταλ. fora]
φτου επιφών. 1. ως έκφραση θαυμασμού ή για να αποτραπεί το μάτιασμα: ~ σου, κοπελάρα/κούκλα/μάτια μου. Σκέτη γλύκα είναι το μωράκι σου, ~, ~, ~! 2. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για κάτι κακό ή αρνητικό: ~, ατυχία! ~ να πάρει (ο διάολος/η ευχή/η οργή), ξέχασα τα γενέθλιά του. 3. εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, αποστροφή, περιφρόνηση: ~ σας, ξεφτιλισμένοι (= ντροπή σας)! 4. για να δηλωθεί ο ήχος που κάνει κάποιος όταν φτύνει. ● ΦΡ.: φτου και βγαίνω: (στο κρυφτό) για να δηλώσει αυτός που τα φυλάει ότι τελείωσε το μέτρημα: Πέντε, δέκα, δεκαπέντε ... ~ ~., φτου κακά! (οικ.) 1. για αποτροπή ματιάσματος ή κακού: ~ ~, μακριά από εμάς! Βλ. χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! 2. λέγεται σε μικρό παιδί για να φτύσει από το στόμα του κάτι που έβαλε και είναι συνήθ. βρόμικο ή επικίνδυνο. 3. εκφράζει δυσαρέσκεια για κάτι κακό που λέει κάποιος: Τι λέξεις είναι αυτές που λες, ~ ~!, φτου κι απ' την αρχή!: έκφραση απογοήτευσης για διαδικασία που πρέπει να ξαναρχίσει μετά από κάποια παύση ή να επαναληφθεί εκ νέου: Τέλειωσαν οι διακοπές και τώρα ~ ~! Διάβαζε όλο τον χρόνο αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Άντε ~ ~!, φτου (σου), να μη σε ματιάσω! βλ. ματιάζω, φτου σκόρδα/σκόρδο! βλ. σκόρδο, φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα βλ. σκουληκομυρμηγκότρυπα, φτύνω τον κόρφο μου βλ. κόρφος [< λ. ηχομιμητ., πβ. φτύνω]
φωτογραφία φω-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΦΩΤΟΓΡ. εικόνα προσώπου, αντικειμένου ή χώρου η οποία καταγράφεται κυρ. με τη χρήση φωτογραφικής μηχανής και αναπαράγεται σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια· σπανιότ. η μέθοδος αποτύπωσης τέτοιων εικόνων και η αντίστοιχη τέχνη: ασπρόμαυρη/διαφημιστική/έγχρωμη/καλλιτεχνική/στημένη/στιγμιαία/υποβρύχια/ψηφιακή ~. ~ διαβατηρίου/ταυτότητας. Επεξεργασία της/χαρτί ~ας. ~ες βάπτισης/γάμου/μόδας. ~ες από δορυφόρο (: δορυφορικές)/μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. Άλμπουμ/αρχείο/γκαλερί/εκτυπωτής/εμφάνιση/συλλογή ~ών. Βγάζω/παίρνω/τραβώ ~ες (= φωτογραφίζω). Απαγορεύεται η αναπαραγωγή, αντιγραφή ή δημοσίευση των ~ών. Κατέβαζε (αισθησιακές/σεξουαλικές) ~ες από το διαδίκτυο. ~ από/με το κινητό. Πβ. φωτογράφημα. Βλ. αερο~.|| Αρχαιολογική/αρχιτεκτονική/βιομηχανική ~. Διαγωνισμός/έκθεση/μαθήματα/σχολή ~ας. Βλ. -γραφία, αστρο~, μικρο~, ορθο~, τηλε~. ● ΦΡ.: βγαίνω φωτογραφία: φωτογραφίζομαι., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα [< γαλλ. photographie, αγγλ. photograph]
χούι χού-ι ουσ. (ουδ.) {χούγια} (προφ.): ιδιοτροπία, ενοχλητική συνήθεια, ιδιόρρυθμη ενασχόληση: Το 'χει ~ να ... Πότε το άρχισες αυτό το ~; Δεν μπορείς να του αλλάξεις τα χούγια. Τα χούγια δεν κόβονται. Ο καθένας με τα χούγια του. Πήρε όλα τα χούγια του πατέρα του. Πβ. ιδιορρυθμία, κουσούρι, παραξενιά. Βλ. αναποδιά, λόξα. ● ΦΡ.: πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι (παροιμ.): οι συνήθειες δεν αλλάζουν εύκολα. [< τουρκ. huy]
χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια. ● χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]
ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ