βεβιασμένος , η, ο βε-βι-α-σμέ-νος επίθ. (λόγ.): που συντελείται με βιασύνη λόγω χρονικής συνήθ. πίεσης· κατ' επέκτ. εξαναγκασμένος: ~ος: χειρισμός μιας υπόθεσης. ~η: απόφαση. ~ο: συμπέρασμα. ~ες: ενέργειες/κινήσεις. ~α: βήματα. Πβ. βιαστικός, εσπευσμένος, πρόχειρος.|| ~ο: χαμόγελο. Πβ. επιτηδευμένος, προσποιητός. ● επίρρ.: βεβιασμένα ● βλ. βιάζω [< μτγν. βεβιασμένος]
βιάζω
βιάζω βι-ά-ζω (σημ. 1,3) κ. βιά-ζω (σημ. 2) ρ. (μτβ.) {βία-σε, -στηκα, -στεί, -σμένος, βιάζ-οντας} 1. εξαναγκάζω σε συνουσία, ασκώντας σωματική βία ή απειλώντας. Πβ. ασελγώ, κακοποιώ σεξουαλικά.2. επισπεύδω, επιταχύνω, πιέζω: Τίποτα δεν ~ει τις εξελίξεις. Ας μην αγχωνόμαστε, δεν μας ~ει κανείς. Θα περιμένω όσο χρειαστεί, χωρίς να ~ τα πράγματα. Βλ. εκ~, πρεσάρω.|| (αμτβ.) {γ' πρόσ.} Tο ζήτημα/το πράγμα/η υπόθεση ~ει (= επείγει).3. (μτφ.) θίγω, προσβάλλω· αλλοιώνω, διαστρεβλώνω, παραποιώ: Εκπομπές/τραγούδια που ~ουν την αισθητική μας.|| ~ουν την αλήθεια/τη γλώσσα. Πβ. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ. Βλ. παρα~. ● βλ. βεβιασμένος, βιάζομαι [< 1: αρχ. βιάζω 2: μεσν. βιάζω 3: γαλλ. violer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.