Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βεβιασμένος , η, ο βε-βι-α-σμέ-νος επίθ. (λόγ.): που συντελείται με βιασύνη λόγω χρονικής συνήθ. πίεσης· κατ' επέκτ. εξαναγκασμένος: ~ος: χειρισμός μιας υπόθεσης. ~η: απόφαση. ~ο: συμπέρασμα. ~ες: ενέργειες/κινήσεις. ~α: βήματα. Πβ. βιαστικός, εσπευσμένος, πρόχειρος.|| ~ο: χαμόγελο. Πβ. επιτηδευμένος, προσποιητός. ● επίρρ.: βεβιασμένα ● βλ. βιάζω [< μτγν. βεβιασμένος]

βιάζω

βιάζω βι-ά-ζω (σημ. 1,3) κ. βιά-ζω (σημ. 2) ρ. (μτβ.) {βία-σε, -στηκα, -στεί, -σμένος, βιάζ-οντας} 1. εξαναγκάζω σε συνουσία, ασκώντας σωματική βία ή απειλώντας. Πβ. ασελγώ, κακοποιώ σεξουαλικά. 2. επισπεύδω, επιταχύνω, πιέζω: Τίποτα δεν ~ει τις εξελίξεις. Ας μην αγχωνόμαστε, δεν μας ~ει κανείς. Θα περιμένω όσο χρειαστεί, χωρίς να ~ τα πράγματα. Βλ. εκ~, πρεσάρω.|| (αμτβ.) {γ' πρόσ.} Tο ζήτημα/το πράγμα/η υπόθεση ~ει (= επείγει). 3. (μτφ.) θίγω, προσβάλλω· αλλοιώνω, διαστρεβλώνω, παραποιώ: Εκπομπές/τραγούδια που ~ουν την αισθητική μας.|| ~ουν την αλήθεια/τη γλώσσα. Πβ. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ. Βλ. παρα~. ● βλ. βεβιασμένος, βιάζομαι [< 1: αρχ. βιάζω 2: μεσν. βιάζω 3: γαλλ. violer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.