Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βελτιώνω βελ-τι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {βελτίω-σα, -θηκα, -μένος, βελτιών-οντας}: καθιστώ κάτι καλύτερο απ' ό,τι είναι: ~ την απόδοσή μου. ~σε τις επιδόσεις του. Το κολλαγόνο ~ει την εμφάνιση του δέρματος. Η γυμναστική ~ει την υγεία. Ο καιρός ~εται βαθμιαία. Προσπαθώ να ~ομαι και να εξελίσσομαι. ~μένη: έκδοση. Πβ. ανανεώνω. ΣΥΝ. αναβαθμίζω (1), καλυτερεύω (2) ΑΝΤ. επιδεινώνω, χειροτερεύω (1) [< μτγν. βελτιῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.