Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βεράντα βε-ρά-ντα ουσ. (θηλ.): εξωτερική, συνήθ. στεγασμένη, προέκταση οικήματος: άνετη/ευρύχωρη/ιδιωτική/ξύλινη/πλακόστρωτη/σκεπαστή ~. ~ ισογείου/ορόφου. Έπιπλα κήπου και ~ας. ~ με θέα/πέργκολα/τέντα. Διαμέρισμα με ~ες περιμετρικά. Πβ. μπαλκόνι. ● Υποκ.: βεραντούλα (η) [< ιταλ. veranda]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.