Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βιαιοπραγία βι-αι-ο-πρα-γί-α ουσ. (θηλ.) {βιαιοπραγι-ών, συνηθέστ. στον πληθ.}: κάθε βίαιη πράξη, επίθεση με άσκηση φυσικής δύναμης κυρ. εναντίον προσώπου: κλιμάκωση/παύση των εχθροπραξιών και των ~ών. Διαπράχτηκαν/ξέσπασαν ~ες εις βάρος αμάχων. (ΑΘΛ.) ~ες παικτών κατά διαιτητών. Πβ. βιαιότητα.|| (ΝΟΜ.) ~ κατά ανωτέρου/κατωτέρου (στον στρατό). ~ και δυσφήμιση/εξύβριση/κακομεταχείριση. [< γερμ. Gewaltakt, γαλλ. acte de violence]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.