βιβλιογραφώ [βιβλιογραφῶ] βι-βλι-ο-γρα-φώ ρ. {-είς ... | (σπάν.) βιβλιογράφ-ησε, -ηθεί, -ημένος}: συντάσσω βιβλιογραφικούς καταλόγους ή εντάσσω σε αυτούς ένα έργο: Αποδελτιώνω και ~. ~ούνται κείμενα/μεταφράσεις/συγγράμματα. Έχουν ~ηθεί εξαντλητικά/συστηματικά έργα λογοτεχνικής κριτικής. ~ημένο: άρθρο/έντυπο. Βλ. -γραφώ. [< μεσν. βιβλιογραφώ 'αντιγράφω βιβλία', γαλλ. bibliographier, αγγλ. bibliographize]
-γραφώ
-γραφώεπίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~.3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~.4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.