Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βιζόν βι-ζόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό που συγγενεύει με τη νυφίτσα (επιστ. ονομασ. Mustela vison, M. lutreola) και (κυρ.-συνεκδ. κ. στο θηλ.) η πολύτιμη γούνα του: ετόλ/ζακέτα/παλτό (από) ~. ΣΥΝ. μινκ. Βλ. ερμίνα, ρακούν, ρενάρ. [< γαλλ. vison]

ερμίνα

ερμίνα [ἑρμίνα] ερ-μί-να ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Mustela erminea), λίγο μεγαλύτερο από τη νυφίτσα, με την οποία μοιάζει· κυρ. συνεκδ. η γούνα από το συγκεκριμένο ζώο. Βλ. βιζόν. [< γαλλ. hermine]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.