βιοηθική βι-ο-η-θι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΦΙΛΟΣ. κλάδος της εφαρμοσμένης Ηθικής που ασχολείται με τα ηθικά προβλήματα, τα οποία αναφέρονται στη γέννηση, τη ζωή και τον θάνατο και ανακύπτουν από την πρόοδο που έχει σημειώσει η τεχνολογία, η βιολογία και η ιατρική: βιοτεχνολογία/δίκαιο και ~. Εθνική Επιτροπή ~ής. Βλ. ευθανασία, κλωνοποίηση. [< αγγλ. bioethics, 1970, γαλλ. bioéthique, 1982] ΒΙΟΗΘΙΚΗ
βιοηθικός , ή, ό βι-ο-η-θι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.-ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με τη βιοηθική: ~ός: προβληματισμός. ~ές: προκλήσεις. ~ά: διλήμματα. [< αγγλ. bioethical, 1974]
ευθανασία
ευθανασία [εὐθανασία] ευ-θα-να-σί-α ουσ. (θηλ.): ενέργεια ή πρακτική κατά την οποία προκαλείται ή επιτρέπεται εσκεμμένα ο θάνατος ανθρώπων που πάσχουν από ανίατη νόσο ή τραυματισμό ή που βρίσκονται σε μη αναστρέψιμο κώμα· γίνεται με ανώδυνο τρόπο και συνήθ. μετά από επιθυμία του ασθενή: ακούσια/εκούσια ~. Ένεση ~ας. Έκανε ~. Eπιχειρήματα υπέρ και κατά της ~ας. Χώρες όπου επιτρέπεται η ~.|| (κατ' επέκτ.) ~ αδέσποτων/κατοικιδίων. Βλ. βιοηθική. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική ευθανασία: που γίνεται με τη χορήγηση θανατηφόρου σκευάσματος, ώστε να επέλθει η δηλητηρίαση και ο θάνατος., παθητική ευθανασία: που γίνεται με τη διακοπή παροχής βοήθειας (με αποσύνδεση μηχανημάτων υποστήριξης βασικών λειτουργιών της ζωής, μη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής ή αίματος) σε ασθενή, στερώντας του τη δυνατότητα να συνεχίσει να ζει. [< μτγν. εὐθανασία 'καλός, ήσυχος θάνατος', γαλλ. euthanasie, 1907, αγγλ. euthanasia]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.