Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βιομάζα βι-ο-μά-ζα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων της φυτικής, ζωικής, δασικής, αστικής και βιομηχανικής παραγωγής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοκαύσιμο: αεριοποίηση/πυρόλυση ~ας. Σύστημα θέρμανσης με ~. 2. ΒΙΟΛ. η μάζα ενός ζωντανού οργανισμού ή του συνόλου των έμβιων όντων μιας βιοκοινότητας σε δεδομένη μονάδα επιφάνειας. [< αγγλ. biomass, 1931, γαλλ. biomasse, 1966]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.