βλάχος, βλάχα βλά-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (μειωτ.) επαρχιώτης, επαρχιώτισσα και κατ' επέκτ. πρόσωπο που στερείται μόρφωσης και καλών τρόπων συμπεριφοράς. Πβ. ζαγάρι, χωριάτης. Βλ. καρά-, μπουρτζό-βλαχος.2. (με κεφαλ. Β) {συνήθ. στον πληθ.} Έλληνας, Ελληνίδα που μιλά Ελληνικά και Βλάχικα. ΣΥΝ. Κουτσόβλαχος 3. ΙΧΘΥΟΛ. {μόνο στο αρσ.} είδος ψαριού (επιστ. ονομασ. Polyprion americanum) με τρυφερή σάρκα, συγγενές με τον ροφό και τη σφυρίδα. ● Υποκ.: βλαχάκι (το) ● Μεγεθ.: βλάχαρος, βλαχάρα (ο/η) (επιτατ.): απαίδευτος, άξεστος. ● ΦΡ.: εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει (μτφ.-προφ.): για άτομα που προσαρμόζονται εύκολα, ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες., πονηρός ο βλάχος! (μτφ.-προφ.): για κάποιον που αποδεικνύεται ότι είναι πονηρός, αντίθετα απ' ό,τι φαίνεται: Kάνει τον ανήξερο για να με ψαρέψει, ~ ~! [< μεσν. Βλάχος]
καρα- & καρά-
καρα- & καρά- α’ συνθετικό που 1. (προφ.) επιτείνει τη συνήθ. αρνητική σημασία του β’ συνθετικού: καρα-στημένος/~τσεκαρισμένος (: πάρα πολύ, εντελώς). Καρά-βλαχος. Καρα-κιτσαριό.|| Καρα-γιαπί/~σκάνδαλο.|| Καρα-κουκλάρα.2. (παλαιότ.-λαϊκό) δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι μαύρο: καρα-μπογιά. [< τουρκ. kara-]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.