Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βλάχος, βλάχα βλά-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (μειωτ.) επαρχιώτης, επαρχιώτισσα και κατ' επέκτ. πρόσωπο που στερείται μόρφωσης και καλών τρόπων συμπεριφοράς. Πβ. ζαγάρι, χωριάτης. Βλ. καρά-, μπουρτζό-βλαχος. 2. (με κεφαλ. Β) {συνήθ. στον πληθ.} Έλληνας, Ελληνίδα που μιλά Ελληνικά και Βλάχικα. ΣΥΝ. Κουτσόβλαχος 3. ΙΧΘΥΟΛ. {μόνο στο αρσ.} είδος ψαριού (επιστ. ονομασ. Polyprion americanum) με τρυφερή σάρκα, συγγενές με τον ροφό και τη σφυρίδα. ● Υποκ.: βλαχάκι (το) ● Μεγεθ.: βλάχαρος, βλαχάρα (ο/η) (επιτατ.): απαίδευτος, άξεστος. ● ΦΡ.: εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει (μτφ.-προφ.): για άτομα που προσαρμόζονται εύκολα, ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες., πονηρός ο βλάχος! (μτφ.-προφ.): για κάποιον που αποδεικνύεται ότι είναι πονηρός, αντίθετα απ' ό,τι φαίνεται: Kάνει τον ανήξερο για να με ψαρέψει, ~ ~! [< μεσν. Βλάχος]

καρα- & καρά-

καρα- & καρά- α’ συνθετικό που 1. (προφ.) επιτείνει τη συνήθ. αρνητική σημασία του β’ συνθετικού: καρα-στημένος/~τσεκαρισμένος (: πάρα πολύ, εντελώς). Καρά-βλαχος. Καρα-κιτσαριό.|| Καρα-γιαπί/~σκάνδαλο.|| Καρα-κουκλάρα. 2. (παλαιότ.-λαϊκό) δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι μαύρο: καρα-μπογιά. [< τουρκ. kara-]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.