βλακεία βλα-κεί-α ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. ηλιθιότητα 1. χαμηλή νοημοσύνη, έλλειψη ευφυΐας: Δεν αντέχω τόση ~. Απαλλάσσεται/συγχωρείται λόγω ~ας.|| Είναι ειλικρινής μέχρι ~ας (: υπερβολικά, πβ. μέχρι αηδίας). ΣΥΝ. ανοησία (1) ΑΝΤ. εξυπνάδα (1) 2. {συχνά στον πληθ.} (συνεκδ.) ανόητος λόγος ή πράξη, συνήθεια: Η μεγαλύτερη ~ που έχω ακούσει ποτέ. Λέμε καμιά ~ να περνάει η ώρα! Άσε/σταμάτα τις ~ες. Μη λες/μην πετάς ~ες (= αρλούμπες, μπαρούφες, μπούρδες, σαχλαμάρες). Δεν μπορώ να ακούω άλλες ~ες.|| Έκανα μεγάλη ~ που ... Τράκαρα από ~. Είναι ~ να ... Η ανθρώπινη ~ δεν έχει όρια.|| (οικ.) Μη φέρεις τίποτα δώρα και ~ες ...|| (μτφ.) Πληρώνουμε φόρο ~ας (: για ζημιά που προκαλείται λόγω απερισκεψίας).|| (ως επίθ.-οικ.) ~ ερώτηση/μάθημα. Πβ. βλακώδης. ΣΥΝ. ανοησία (2), κουταμάρα, χαζομάρα ΑΝΤ. εξυπνάδα (2) 3. ΙΑΤΡ. μετρίου βαθμού διανοητική καθυστέρηση. Βλ. ιδιωτεία, κρετινισμός, μωρία. [< αρχ. βλακεία]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.