Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βλακεία βλα-κεί-α ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. ηλιθιότητα 1. χαμηλή νοημοσύνη, έλλειψη ευφυΐας: Δεν αντέχω τόση ~. Απαλλάσσεται/συγχωρείται λόγω ~ας.|| Είναι ειλικρινής μέχρι ~ας (: υπερβολικά, πβ. μέχρι αηδίας). ΣΥΝ. ανοησία (1) ΑΝΤ. εξυπνάδα (1) 2. {συχνά στον πληθ.} (συνεκδ.) ανόητος λόγος ή πράξη, συνήθεια: Η μεγαλύτερη ~ που έχω ακούσει ποτέ. Λέμε καμιά ~ να περνάει η ώρα! Άσε/σταμάτα τις ~ες. Μη λες/μην πετάς ~ες (= αρλούμπες, μπαρούφες, μπούρδες, σαχλαμάρες). Δεν μπορώ να ακούω άλλες ~ες.|| Έκανα μεγάλη ~ που ... Τράκαρα από ~. Είναι ~ να ... Η ανθρώπινη ~ δεν έχει όρια.|| (οικ.) Μη φέρεις τίποτα δώρα και ~ες ...|| (μτφ.) Πληρώνουμε φόρο ~ας (: για ζημιά που προκαλείται λόγω απερισκεψίας).|| (ως επίθ.-οικ.) ~ ερώτηση/μάθημα. Πβ. βλακώδης. ΣΥΝ. ανοησία (2), κουταμάρα, χαζομάρα ΑΝΤ. εξυπνάδα (2) 3. ΙΑΤΡ. μετρίου βαθμού διανοητική καθυστέρηση. Βλ. ιδιωτεία, κρετινισμός, μωρία. [< αρχ. βλακεία]

ιδιωτεία

ιδιωτεία[ἰδιωτεία] ι-δι-ω-τεί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νοητική υστέρηση βαριάς μορφής. Βλ. βλακεία, κρετινισμός, μωρία. ● ΣΥΜΠΛ.: μογγολοειδής ιδιωτεία βλ. μογγολοειδής [< αρχ. ἰδιωτεία ‘ιδιωτικός βίος, χοντροκοπιά’, γαλλ. idiotie, γερμ. Idiotie, αγγλ. idiocy]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.