Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βλαστοκύτταρα βλα-στο-κύτ-τα-ρα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. βλαστοκύτταρο}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. θεμελιώδη κύτταρα του σώματος, τα οποία αρχικά δεν έχουν διαφοροποιημένη λειτουργία, αλλά μπορούν να εξελιχθούν σε ειδικευμένα κύτταρα, ιστούς και όργανα, είναι αυτοσυντηρούμενα και μπορούν να αντιγράφουν πιστά τον εαυτό τους, βλαστικά κύτταρα: ανθρώπινα/εμβρυϊκά/ζωικά ~. ~ από τον ομφάλιο λώρο/τον πλακούντα. Θεραπείες με ~. Τράπεζα ~άρων. Βλ. αναγεννητική ιατρική, βιοϊατρική, βλαστοκύστη, κλωνοποίηση.|| Τεχνητά ~. [< αγγλ.-γαλλ. blastocytes]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.