Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βλεννογόνος , ος, ο βλεν-νο-γό-νος επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που παράγει ή εκκρίνει βλέννα: ~ος: υμένας. ~οι: αδένες. ~α: κύτταρα. Βλ. -γόνος. ● Ουσ.: βλεννογόνος (ο): επιθηλιακή μεμβράνη που καλύπτει εσωτερικά κοίλα όργανα του σώματος: αναπνευστικός/οσφρητικός ~. ~ της μήτρας (= ενδομήτριο)/του οισοφάγου/της στοματικής κοιλότητας. [< γαλλ. muqueuse] [< γαλλ. blennogène, muqueux]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.