βοηθώ [βοηθῶ] βο-η-θώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βοηθ-άς (σπανιότ.) -είς ... | βοήθ-ησα, -ήσω, -ιέμαι (λόγ.) -ούμαι, -ήθηκα, -ηθώ, (λόγ.) -ούμενος, -ημένος, -ώντας} & βοηθάω 1. δίνω, παρέχω βοήθεια σε κάποιον: ~ τη μητέρα μου στα ψώνια/τα παιδιά μου στο διάβασμα. Ευχαριστώ για την πληροφορία, με ~άς πολύ. Μπορώ να ~ήσω σε κάτι (= να εξυπηρετήσω, να φανώ χρήσιμος); Τον ~ησε να βγει από το αυτοκίνητο/τη δύσκολη θέση. Ο γιατρός/η γυμναστική με ~ησε να χάσω βάρος. ~ήθηκε από το περιβάλλον της (πβ. στηρίζω, συμπαραστέκομαι, συντρέχω). Τις εργασίες διευθύνει ο Πρόεδρος, ~ούμενος από τον Γραμματέα. ~ώντας ο ένας τον άλλο (= αλληλοβοηθούμενοι).|| (ευχετ.) Ο Θεός να σε ~ήσει! (λαϊκό-προστ.) Παναγία βόηθα!|| (κατ' επέκτ.) Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δεν με ~άει η μνήμη μου. Δεν ~ησε ο καιρός να βγούμε έξω (: είχε κακοκαιρία). Βλ. επι~. 2. ενισχύω, υποστηρίζω με οικονομικά ή γενικότ. υλικά μέσα: Εργάζεται από μικρός, για να ~άει τους γονείς του. Βοηθήστε μας! Αναξιοπαθούντες που ~ιούνται με τρόφιμα και ρούχα.|| (ειδικότ.) ~ήστε τον συνάνθρωπό σας (βλ. ελεήστε)!3. συμβάλλω σε κάτι, το κάνω ευκολότερο: Η σόδα ~ά στην πέψη. ~άμε/~ούμε στη λύση των προβλημάτων. Βόηθα λίγο την κατάσταση. Πβ. συν-τείνω, -τελώ. ● βοηθά & βοηθάει (συνήθ. με άρνηση): ωφελεί: Δεν ~ να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο φανατισμός δεν ~ σε τίποτα. Πβ. εξυπηρετεί, συμφέρει, χρησιμεύει. ● ΦΡ.: βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό (παροιμ.): για να δηλωθεί η αξία της αλληλοβοήθειας. Πβ. κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό). [< αρχ. βοηθῶ, γαλλ. aider]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.