Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βολάν βο-λάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. τιμόνι: άσος του ~ (: πολύ καλός οδηγός, στον μηχανοκίνητο αθλητισμό). 2. υφασμάτινη ή δαντελένια διακοσμητική ταινία που ράβεται συνήθ. στο κάτω μέρος γυναικείων ενδυμάτων, λευκών ειδών, κουρτινών: ποδιά/φόρεμα με ~. Πβ. φραμπαλάς. Βλ. γιρλάντα, ποδόγυρος, φεστόνι. 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. τροχός ή δίσκος μεγάλης διαμέτρου που εξασφαλίζει σταθερή ταχύτητα περιστροφής στον κινητήρα ή αποθήκευση κινητικής ενέργειας: μαγνητικό ~. ΣΥΝ. σφόνδυλος (1) [< γαλλ. volant]

γιρλάντα

γιρλάντα γιρ-λά-ντα ουσ. (θηλ.): μακρόστενο πλέγμα, φτιαγμένο είτε από λουλούδια είτε από χρωματιστά χαρτάκια ή/και φωτάκια, που χρησιμοποιείται ως (εορταστικό) στολίδι· κατ' επέκτ. κεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα ταινίας: αποκριάτικες/πολύχρωμες/χάρτινες/χριστουγεννιάτικες ~ες. ~ες και κορδέλες/στεφάνια. Βλ. μπορντούρα, ταινία, φεστόνι. [< μεσν. γιρλάντα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.