βολάν βο-λάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. τιμόνι: άσος του ~ (: πολύ καλός οδηγός, στον μηχανοκίνητο αθλητισμό).2. υφασμάτινη ή δαντελένια διακοσμητική ταινία που ράβεται συνήθ. στο κάτω μέρος γυναικείων ενδυμάτων, λευκών ειδών, κουρτινών: ποδιά/φόρεμα με ~. Πβ. φραμπαλάς. Βλ. γιρλάντα, ποδόγυρος, φεστόνι.3. ΜΗΧΑΝΟΛ. τροχός ή δίσκος μεγάλης διαμέτρου που εξασφαλίζει σταθερή ταχύτητα περιστροφής στον κινητήρα ή αποθήκευση κινητικής ενέργειας: μαγνητικό ~. ΣΥΝ. σφόνδυλος (1) [< γαλλ. volant]
γιρλάντα
γιρλάντα γιρ-λά-ντα ουσ. (θηλ.): μακρόστενο πλέγμα, φτιαγμένο είτε από λουλούδια είτε από χρωματιστά χαρτάκια ή/και φωτάκια, που χρησιμοποιείται ως (εορταστικό) στολίδι· κατ' επέκτ. κεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα ταινίας: αποκριάτικες/πολύχρωμες/χάρτινες/χριστουγεννιάτικες ~ες. ~ες και κορδέλες/στεφάνια. Βλ. μπορντούρα, ταινία, φεστόνι. [< μεσν. γιρλάντα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.