άγνωστος, η, ο [ἄγνωστος] ά-γνω-στος επίθ. {-ου (λόγ.) -ώστου}: που δεν είναι γνωστός, που δεν τον γνωρίζουν: ~ος: αποστολέας/δημιουργός/παραλήπτης/πλανήτης/ποιητής (= άσημος, αφανής. ΑΝΤ. διάσημος)/προορισμός. ~η: αιτία/ασθένεια. ~ο: είδος/έργο/μέλλον/όνομα/περιεχόμενο/πρόσωπο (ΑΝΤ. οικείο)/φαινόμενο. ~ες: λέξεις. ~α: στοιχεία. ~ης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α. = ούφο). (λόγ.) ~ώστου αιτιολογίας/ετύμου/πατρός/προελεύσεως/συγγραφέως. ~ώστων λοιπών στοιχείων (: κυρ. για πτώμα ανθρώπου). Παντελώς/σχεδόν ~ (σε ευρείς κύκλους/στο ελληνικό κοινό). Μου είναι τελείως ~. ~ παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Ένας ~ κόσμος ανοίγεται στα μάτια σας. Οι δράστες έφυγαν προς ~η κατεύθυνση. Ανακάλυψα την ~η πλευρά του. Ήμασταν ~οι μεταξύ μας. (προφ.) ~ο αν θα .../το γιατί/το πώς ... ΑΝΤ. γνωστός (1) ● Ουσ.: άγνωστο (το) {αγνώστου}: κατάσταση μη γνωστή, που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης: το ~ και ανεξήγητο. Πορεία/ταξίδι στο ~. Φόβος μπροστά στο ~. Βαδίζουμε/οδεύουμε προς το ~., άγνωστος, άγνωστη (ο/η) 1. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό, γνώριμο: μήνυση κατά ~ώστου. Επίσκεψη μιας ~ης. ~οι βεβήλωσαν το μνημείο. Επίθεση ~ώστων. ~ μεταξύ ~ώστων. 2. ΜΑΘ. {στο αρσ.} όρος που δηλώνει τη συμβολική παράσταση ενός ζητούμενου ποσού ή μεγέθους κάποιου μαθηματικού προβλήματος, που πρέπει να προσδιοριστεί: ο ~ χ, ψ. Εξίσωση με έναν ~ο/δύο ~ώστους. ● ΣΥΜΠΛ.: άγνωστα νερά (μτφ.): μη οικείο πεδίο δράσης: Βουτάμε/κολυμπάμε/οδηγούμαστε/πλέουμε σε ~ ~., Άγνωστος Θεός: ΑΡΧ. ονομασία που δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε Θεούς που φαντάζονταν ότι μπορεί να υπήρχαν χωρίς να τους γνωρίζουν: Ο βωμός/ναός του ~ώστου ~ού., Άγνωστος Στρατιώτης: διεθνής όρος που αναφέρεται συμβολικά σε στρατιώτη που έπεσε στο πεδίο της μάχης, για να τιμηθούν όλοι όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα: Το μνημείο του ~ου/(λόγ.) ~ώστου ~η. Βλ. κενοτάφιο. [< γαλλ. Soldat inconnu, 1920] , ο άγνωστος Χ (μτφ.): παράμετρος που δεν είναι γνωστή, αστάθμητος παράγοντας:, αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο, γνωστοί-άγνωστοι βλ. γνωστός ● ΦΡ.: (εξηγώ) τα άγνωστα δι' αγνώστων: για ανεπιτυχή συνήθ. προσπάθεια ερμηνείας άγνωστου πεδίου με δεδομένα εξίσου άγνωστα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου: σε περιπτώσεις που θέλει να δηλώσει κάποιος εμφατ. ότι δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; ~ ~!, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα βλ. βάρκα [< αρχ. ἄγνωστος, γαλλ. inconnu]
αναθεωρητικός, ή, ό [ἀναθεωρητικός] α-να-θε-ω-ρη-τι-κός επίθ. 1. που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ή: απόφαση/επιτροπή. ~ό: δικαστήριο (: αναθεωρεί αποφάσεις στρατιωτικών δικαστηρίων)/έργο/σώμα. 2. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστικός: ~ή: ιδεολογία. ~ές: αντιλήψεις/απόψεις/θέσεις. Πβ. ρεφορμιστικός.|| (ως ουσ.) Οι ~οί (= αναθεωρητές, ρεβιζιονιστές). ● ΣΥΜΠΛ.: Αναθεωρητική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που έχει εξουσιοδοτηθεί από την αμέσως προηγούμενη να προχωρήσει σε αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Βλ. Συνταγματική/Συντακτική Βουλή.
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
βολονταρισμός βο-λο-ντα-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θέση η οποία υποστηρίζει τη δράση που βασίζεται στη βούληση, αποκλείοντας κάθε εξαναγκασμό: επαναστατικός/πολιτικός ~. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία κατά την οποία θεμελιώδης οργανωτική δύναμη του κόσμου και του ατόμου είναι η βούληση. Βλ. λογοκρατία, νοησιαρχία. ΣΥΝ. βουλησιαρχία 3. (αρνητ. συνυποδ.) στάση, συμπεριφορά προσώπου ή ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλουν δογματικά ή/και αυταρχικά τις επιθυμίες τους. Πβ. ετσιθελισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. volontarisme, 1909]
δήλωση δή-λω-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική ή γραπτή ανακοίνωση: αινιγματική/αόριστη/αυστηρή/βαρυσήμαντη/διφορούμενη/κατηγορηματική/ξεκάθαρη/πολιτική/προκλητική/ρητή/σαφής/σιβυλλική/σκληρή ~. Ανακαλώ/αναιρώ/διαψεύδω/επιβεβαιώνω τη ~. Ο πρωθυπουργός έκανε/προέβη/προχώρησε σε ~ώσεις. Βλ. αντι~, δια~, εκ~. 2. γνωστοποίηση σε Αρχή ή υπηρεσία, συνήθ. γραπτή, και το σχετικό έγγραφο: δημόσια/επίσημη ~. Υποβάλλω ~. Έντυπα/επιστροφή/παραλαβή/συμπλήρωση ~ώσεων. Ένορκη ~ ενώπιον δικαστικής Αρχής. ~ ενδιαφέροντος. Ηλεκτρονική ~ (μαθημάτων/συμμετοχής). Ατομική/ετήσια/οικογενειακή/τελωνειακή ~. ~ βάφτισης/γάμου/διαζυγίου/εξαφάνισης/θανάτου. ~ απώλειας/κλοπής. ~ αποποίησης ευθύνης. ~ ακινήτου/εισοδήματος. ~ έναρξης επιτηδεύματος/φόρου εισοδήματος (= φορολογική ~). ~ απορρήτου/εχεμύθειας/μυστικότητας/(προσωπικών) δεδομένων.|| (παλαιότ.) ~ μετανοίας (βλ. δηλωσίας). 3. ΓΛΩΣΣ. (στη σημασιολογία) η σχέση που συνδέει τις λέξεις με τα αντικείμενα της εξωτερικής πραγματικότητας, σε αντιδιαστολή με τη σημασία. Βλ. αναφορά, συμπαρα~, συν~, συνυπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: δήλωση βουλήσεως/βούλησης: ΝΟΜ. εξωτερίκευση ορισμένης βούλησης με σκοπό τη σύσταση, μεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση έννομης σχέσης ή δικαιώματος. Βλ. δικαιοπραξία., υπεύθυνη δήλωση: (ακρ. ΥΔ) ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. έγγραφη δήλωση (άρθρο 8, παράγραφος 4 του Ν. 1599/1986) προς δημόσια Αρχή που πιστοποιεί γεγονός ή στοιχείο και συνεκδ. το ίδιο το έντυπο., προγραμματικές δηλώσεις βλ. προγραμματικός, φιλικός διακανονισμός/φιλική δήλωση (τροχαίου ατυχήματος) βλ. διακανονισμός, φορολογική δήλωση βλ. φορολογικός [< 1: μτγν. δήλωσις 2: γαλλ. déclaration 3: αγγλ. denotation]
διακοπές δι-α-κο-πές ουσ. (θηλ.) (οι) 1. χρονική περίοδος κατά την οποία ένα άτομο διακόπτει την εργασία του, παίρνει την άδειά του και συνήθ. μετακινείται από τον τόπο μόνιμης κατοικίας του για να ξεκουραστεί, να διασκεδάσει· συνεκδ. ταξίδι αναψυχής: Οργανώνω/προγραμματίζω τις ~ μου. Κάνω ~ (= διακοπάρω, διακοπεύω, παραθερίζω).|| Εναλλακτικές/θεματικές/καλοκαιρινές/οικογενειακές/οικονομικές/σπαστές ~. ~ στο βουνό/στη θάλασσα. Κόστος/οδηγός/προσφορές/προτάσεις ~ών.|| (ως ευχή) Καλές ~! Βλ. βραχιολάκι, διακοποδάνειο, (κοινωνικός) τουρισμός. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, εκπαιδευτικά ιδρύματα παραμένουν κλειστά: σχολικές ~. Οι ~ του Πάσχα/των Χριστουγέννων. Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό λόγω ~ών. Αύγουστος, ο μήνας των ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής: κοινοβουλευτικό σώμα, με περιορισμένο αριθμό βουλευτών, που συνεδριάζει τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο: Α'/Β'/Γ' ~ ~. [< γαλλ. vacances]
διάταξη δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. τοποθέτηση, διευθέτηση· συνεκδ. στοιχεία σε σειρά, σχηματισμός: ακτινωτή/αλφαβητική/(αμφι)θεατρική/ασύμμετρη/γεωμετρική/γραμμική/κάθετη/κατακόρυφη/κυκλική/σχηματική ~. ~ αντικειμένων/των δρόμων/επίπλων/της ύλης ενός βιβλίου. Βλ. ανα~, χωρο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων/δικτύου/πληκτρολογίου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Πειραματική ~. Βλ. μικροδιατάξεις.|| (ΣΤΡΑΤ.) Επιθετική ~. ~ δυνάμεων/μάχης.|| (μτφ.) Λογική ~ των ιδεών. Αμυντική ~ της ομάδας/των παικτών. Σε ~ μάχης τα κόμματα ενόψει εκλογών (πβ. θέση). 2. ΝΟΜ. τμήμα κυρ. νομικού κειμένου ή διοικητικής πράξης: αγορανομική/αστυνομική/ειδική/εισαγγελική/νομοθετική/συνταγματική ~. Θεσμικές/ισχύουσες/περιβαλλοντικές ~άξεις. Οι ~άξεις της διαθήκης (πβ. όρος, ρήτρα). Οι ~άξεις ενός κανονισμού/νόμου. Θεμελιώδεις ~άξεις του Συντάγματος (: που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση). Η ~ αποσύρεται/καταργείται/κατατίθεται στη Βουλή/τροποποιείται/ψηφίζεται. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης: ΝΟΜ. διαθήκη., ημερήσια διάταξη (επίσ.) 1. κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση από συλλογικό όργανο: η ~ ~ της γενικής συνέλευσης/της ολομέλειας. Το θέμα αναγράφεται/περιλαμβάνεται/προστέθηκε στην ~ ~. Συζήτηση (στη Βουλή) εκτός/προ ~ίας ~άξεως. Πβ. ατζέντα. Βλ. ημερήσια διαταγή. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για κάτι που συμβαίνει συχνά, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο: Οι μικροκλοπές είναι/βρίσκονται στην ~ ~. [< γαλλ. ordre du jour] , ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, παράλληλη σύνδεση/διάταξη βλ. παράλληλος [< 1: αρχ. διάταξις 2: μτγν. ~]
θεσμός θε-σμός ουσ. (αρσ.) 1. κάθε θεμελιώδες πολιτειακό στοιχείο, κοινωνική σχέση ή συλλογική δραστηριότητα που, μέσω της επανάληψης, αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά και γίνεται νόμος ή εθιμικός κανόνας: δημοκρατικοί/διεθνείς/ευρωπαϊκοί/θρησκευτικοί/οικονομικοί/πολιτικοί/συνταγματικοί/υποστηρικτικοί ~οί. Οι ~οί της Πολιτείας. Οι κοινωνικοί/κρατικοί ~οί. Διασφάλιση/επέκταση/καθιέρωση/κατάλυση/κατάργηση/καταστρατήγηση/κατοχύρωση/(ομαλή) λειτουργία/κλονισμός/προστασία/σύσταση/υπεράσπιση/υπονόμευση ενός ~ού. Αναμόρφωση/απαξίωση/διαφύλαξη/ενδυνάμωση/ευτελισμός/κρίση/περιφρόνηση/περιφρούρηση/προάσπιση/προσβολή/σταθερότητα των ~ών. Απειλή/επίθεση/πλήγμα κατά των ~ών. Εμπιστοσύνη/πίστη στους ~ούς. Ο ~ του γάμου/της Δικαιοσύνης/της εκπαίδευσης/του κοινοβουλίου/της οικογένειας/της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η αξιοπιστία/η ιστορία/το κύρος/ο ρόλος/η σημασία ενός ~ού. ~ που έχει ατονήσει. Υποστηρίζω έναν ~ό. Σέβομαι τους ~ούς. Εφαρμόζεται/θεσπίζεται ένας ~.|| Πολιτιστικοί ~οί. Δημιουργία ~ού βραβείων. Αναβίωση του ~ού της ολυμπιακής εκεχειρίας. Διάδοση του ~ού της εθελοντικής αιμοδοσίας. Βλ. αξίες, έθιμο, ήθη. 2. (κατ' επέκτ.) σταθερά επαναλαμβανόμενη και καθιερωμένη συνήθεια: Η συγκέντρωσή μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα είναι/έχει γίνει πια ~. Πβ. παράδοση. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) : ΠΟΛΙΤ. μόνιμη ειδική επιτροπή της Βουλής, η οποία έχει ως αντικείμενό της τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των ανεξάρτητων διοικητικών Αρχών, καθώς και την έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη μελέτη και επεξεργασία προτάσεων, που συμβάλλουν στη διαφάνεια της πολιτικής και γενικότ. της δημόσιας ζωής της χώρας, και την παρακολούθηση της εφαρμογής τους. [< αρχ. θεσμός ‘νόμος, κανόνας, έθιμο’, γαλλ.-αγγλ. institution]
κοινότητα κοι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {κοινοτήτ-ων} 1. οργανωμένο σύνολο ομοεθνών, ομοφύλων ή και ομοθρήσκων που ζουν σε ξένη χώρα· γενικότ. ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά: ανθρώπινη/γλωσσική/εθνική (πβ. έθνος)/θρησκευτική/μειονοτική/χριστιανική ~. ~ες ιθαγενών/μεταναστών.|| Ακαδημαϊκή/δικτυακή/εκπαιδευτική/επιστημονική/ηλεκτρονική/μοναστική (πβ. μοναστήρι)/μουσική/πανεπιστημιακή/πολιτιστική/σχολική/ψηφιακή ~. ~ χωρών (πβ. ένωση). Βλ. κοινωνία.|| (κατ' επέκτ.) ~ ζώων/φυτών. Βλ. -ότητα, βιο~, οικο~. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του κοινού, η ύπαρξη όμοιων στοιχείων, συμφωνία: ~ αντιλήψεων/απόψεων/ενδιαφερόντων/ιδεών/συμφερόντων. Πβ. ενότητα, σύμπτωση. 3. (παλαιότ.) η κατώτερη διοικητική υποδιαίρεση στην τοπική αυτοδιοίκηση του ελληνικού κράτους: τοπική ένωση δήμων και ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: Βουλή των Κοινοτήτων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του αγγλικού κοινοβουλίου, τα μέλη του οποίου εκλέγονται για πέντε χρόνια με άμεση λαϊκή ψήφο και εκπροσωπούν τον λαό: Βουλή των Λόρδων και ~ ~. [< αγγλ. House of Commons] , δημοτική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κοινότητα που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει περισσότερους από 2.000 κατοίκους και εκλέγει συμβούλιο., διεθνής κοινότητα: το σύνολο των κρατών., θεραπευτική κοινότητα: κάθε ομάδα ατόμων που συγκροτείται για θεραπευτικούς σκοπούς, κυρ. για απεξάρτηση τοξικομανών: ένταξη σε ~ ~., μαθητική κοινότητα: το σύνολο των μαθητών μιας τάξης ή ενός τμήματος, σχολείου· κατ' επέκτ. όλοι οι μαθητές: Το πενταμελές συμβούλιο αποτελεί όργανο της ~ής ~ας., τοπική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αυτή που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει 300 έως 2.000 κατοίκους και εκπροσωπείται από έναν σύμβουλο: πρόεδρος ~ής ~ας., Ευρωπαϊκή Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός [< 2: αρχ. κοινότης ‘το να είναι κάτι κοινό ή σε γενική χρήση’ 1: γαλλ. communauté 3: γαλλ. commune]
λόρδος λόρ-δος ουσ. (αρσ.): (στη Μεγάλη Βρετανία) τιμητικός τίτλος που απονέμεται στους ευγενείς και τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Βλ. λαίδη, μι~.|| ~ δήμαρχος/καγκελάριος (: πρόεδρος της Βουλής των ~ων και του Ανώτατου Δικαστηρίου). ● ΣΥΜΠΛ.: Βουλή των Λόρδων: ΠΟΛΙΤ. το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του βρετανικού κοινοβουλίου, με μη αιρετά μέλη. Πβ. Άνω Βουλή. Βλ. Βουλή των Κοινοτήτων. [< αγγλ. House of Lords] [< αγγλ. lord]
νόηση νό-η-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το σύνολο των γνωστικών λειτουργιών του εγκεφάλου: ανθρώπινη/κοινωνική ~. Ανάπτυξη της ~ης. ~ και Τεχνητή Νοημοσύνη. Πβ. δια~, σκέψη. Βλ. βούληση, κατα~, παρα~, συναίσθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. αποκλίνων, συγκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. συγκλίνων [< αρχ. νόησις]
συντακτικός, ή, ό συ-ντα-κτι-κός επίθ. 1. ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη σύνταξη: ~ός: έλεγχος/κανόνας/ρόλος (μιας λέξης). ~ή: ανάλυση/δομή/θεωρία. ~ό: φαινόμενο. ~οί: όροι. ~ές: ασκήσεις/σχέσεις. ~ά: λάθη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής/διορθωτής. 2. που σχετίζεται με τη σύνταξη ή με τους συντάκτες ενός εντύπου: ~ή: επιτροπή/ομάδα (εφημερίδας, λεξικού, περιοδικού). ~ό: προσωπικό. 3. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνταγματικός: ~ή: αναθεώρηση/πράξη. ● Ουσ.: Συντακτικό (το): ΓΛΩΣΣ. το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τη σύνταξη του λόγου και συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό εγχειρίδιο και μάθημα: ~ της αρχαίας Ελληνικής/της Λατινικής.|| Αύριο θα κάνουμε ~. ● επίρρ.: συντακτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συνταγματική/συντακτική συνέλευση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνέλευση που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. εθνοσυνέλευση., συντακτική πράξη: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ρυθμίζει θέματα συνταγματικού περιεχομένου και συνήθ. εκδίδεται από την κυβέρνηση σε μεταβατικές πολιτικές περιόδους., Συντακτική/Συνταγματική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. Βουλή που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. αναθεωρητική βουλή., συντακτικός τύπος: ΧΗΜ. παράσταση που απεικονίζει τη σύνδεση των χημικών δεσμών των ατόμων ενός μορίου., συντακτική εξουσία βλ. εξουσία [< μτγν. συντακτικός 1: γαλλ. syntaxique, αγγλ. syntactic(al)]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ