Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]

λιγούρα

λιγούραλι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. έντονο αίσθημα πείνας που μπορεί να συνοδεύεται από ενόχληση στο στομάχι ή ζαλάδα: νυχτερινές ~ες. ~ες της εγκυμοσύνης. Ένιωσα/έχω/μ' έπιασε/μου 'ρθε μια ~. Έφαγα μια φρυγανιά, για να κοπεί η ~. Οι μυρωδιές μου 'φεραν ~. Τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έτσι για τη ~. Πβ. λίγωμα. Βλ. βουλιμία. ΣΥΝ. λιγωμάρα 2. (μτφ.) έντονη επιθυμία, πόθος: ~ για γλυκό/σοκολάτα.|| ~ για εξουσία/χρήματα. Πβ. λαχτάρα. Βλ. -ούρα1.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.