Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

γάτα

γάταγά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

δίκαιος

δίκαιος, η, ο δί-και-ος επίθ. 1. που είναι σύμφωνος με το δίκαιο: ~ος: αγώνας/διακανονισμός/όρος. ~η: αμοιβή/απαίτηση/αποζημίωση/διανομή (κληρονομιάς)/διεκδίκηση/δίκη/επιλογή/κρίση/μεταχείριση/ποινή/πολιτική/ρύθμιση. ~ο: αίτημα. Είναι ~ο να/που ... (: ορθό, πρέπον, σωστό). Αν θέλουμε να είμαστε ~οι, … Η διεθνής κοινότητα αναζητά μια ~η και βιώσιμη λύση/διευθέτηση του ζητήματος.|| (για πρόσ.) ~ος: εξεταστής/κριτής (= ακριβο~, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ΑΝΤ. μεροληπτικός). ΑΝΤ. άδικος (1) 2. δικαιολογημένος: ~ος: εκνευρισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αγανάκτηση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αυστηρότητα/δυσφορία/έκρηξη οργής/επιθυμία. ~ο: παράπονο. ΑΝΤ. αδικαιολόγητος (1) 3. επάξιος: ~ος: έπαινος. ~η: αναγνώριση/επιτυχία/νίκη. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο ● ΦΡ.: (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους (ΚΔ, λόγ.) & (εσφαλμ.) επί δικαίων και αδίκων: (συνήθ. για κάτι δυσάρεστο) προς όλους ανεξαιρέτως: Η υποψία αιωρείται ~ ~., κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος ● βλ. δίκαια [< αρχ. δίκαιος]

Μάης

ΜάηςΜά-ης ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-λογοτ.) Μάιος: ο γαλλικός ~ (: η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών το 1968). 2. ΛΑΟΓΡ. {πληθ. Μάηδες} μαγιάτικο στεφάνι. ● ΦΡ.: ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) (παροιμ.): για προσδοκία που η ικανοποίησή της μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, γεγονός που την καθιστά αμφίβολη: Έγιναν συζητήσεις για πιθανές αυξήσεις μισθών μέσα στην ερχόμενη διετία, δηλαδή, ~ ~., πιάνω τον Μάη (μτφ.): μαζεύω λουλούδια στην εξοχή, για να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι., στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει (παροιμ.): για συνεχείς ατυχίες που υφίσταται κάποιος. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται. [< μτγν. Μάϊος]

νεροποντή

νεροποντήνε-ρο-πο-ντή ουσ. (θηλ.): ξαφνική και πολύ δυνατή βροχή: καλοκαιρινή ~. Σφοδρή ~ έπληξε πολλές περιοχές. Διακοπή ρεύματος/καθιζήσεις/πλημμύρες λόγω (της) ~ής. Πβ. καταιγίδα, μπόρα, μπουρίνι. Βλ. ψιλόβροχο.

παξιμάδι

παξιμάδιπα-ξι-μά-δι ουσ. (ουδ.) {παξιμαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ξερό και σκληρό κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί καλά (ή δύο φορές, βλ. διπλοφουρνιστός) στον φούρνο: κριθαρένιο ~. ~ ολικής άλεσης/σικάλεως. Πβ. γαλέτα, ντάκος. Βλ. κριτσίνι, φρυγανιά. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικό συνήθ. εξάρτημα που έχει τρύπα με εσωτερικό σπείρωμα, για να βιδώνεται βίδα ή σπανιότ. σωλήνας σε αυτή και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση αντικειμένων. Πβ. ρακόρ. ΣΥΝ. περικόχλιο ● Υποκ.: παξιμαδάκι (το) ● ΦΡ.: θέλει βρεγμένο το παξιμάδι (παροιμ.): τα θέλει όλα έτοιμα, στο χέρι· κατ' επέκτ. είναι μεγάλος τεμπέλης., κάνω το σκατό μου παξιμάδι βλ. σκατό [< 1: μεσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον < ανθρ. Παξαμᾶς]

σανίδα

σανίδασα-νί-δα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό, επίπεδο και μακρόστενο ξύλο: δρύινες ~ες. ~ες οικοδομής (βλ. γυψο~, τσιμεντο~)/οροφής/πατώματος. ~ες καλουπώματος/κοψίματος (π.χ. λαχανικών). Πβ. μαδέρι, τάβλα. ΣΥΝ. σανίδι. Βλ. ινο~, μοριο~.|| (μτφ.) ~ ισορροπίας (βλ. δοκός)/καταδύσεων (= βατήρας)/κολύμβησης/σιδερώματος (= σιδερώστρα). ~ του σερφ (= ιστιο~)/σκέιτμπορντ/σνόουμπορντ (= χιονο~). 2. (μτφ.-προφ., ως χαρακτηρισμός) που δεν έχει καμπύλες, επίπεδος: κοιλιά ~. ● Υποκ.: σανιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα & (λαϊκό) βρεμένη σανίδα: ξυλοφόρτωμα, βαριά χτυπήματα: Α, ρε ~ ~ που θέλει/του χρειάζεται.|| (απειλητ.) Θα πάρω μια ~ ~ και θα σε περιλάβω (: θα σε δείρω)., σανίδα σωτηρίας βλ. σωτηρία [< μεσν. σανίδα < αρχ. σανίς, αγγλ. board]

στάζω

στάζωστά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.