Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βρασμός βρα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία υγρό μετατρέπεται σε αέριο υπό την επίδραση θερμότητας, σχηματίζοντας φυσαλίδες σε όλο τον όγκο του. Πβ. κοχλασμός. Βλ. εξάτμιση, εξαέρωση. ΣΥΝ. βράση (1), βράσιμο (1) 2. η διαδικασία της ζύμωσης: ο ~ του μούστου. ΣΥΝ. βράση (3) 3. (μτφ.) αναστάτωση, αναβρασμός: ψυχικός ~. ΣΥΝ. αναταραχή ● ΣΥΜΠΛ.: σημείο βρασμού/ζέσης: ΦΥΣ. θερμοκρασία στην οποία ένα υγρό, κάτω από ορισμένη ατμοσφαιρική πίεση, αρχίζει να βράζει. [< αγγλ. boiling point] ● ΦΡ.: εν βρασμώ ψυχής & ψυχικής ορμής: ΝΟΜ. σε κατάσταση ψυχικής υπερέντασης που εμποδίζει τη σκέψη: ανθρωποκτονία ~ ~.|| (κατ' επέκτ., προφ.) Μην πάρεις αποφάσεις ~ ~ (πβ. εν θερμώ). [< μτγν. βρασμός]

εξάτμιση

εξάτμιση [ἐξάτμιση] ε-ξά-τμι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΜΗΧΑΝΟΛ. εκπομπή καυσαερίων από μηχανές εσωτερικής καύσης· (συνεκδ.-στον πληθ.) τα παραγόμενα καυσαέρια και συνηθέστ. η βαλβίδα ή ο σωλήνας, μέσω του οποίου διαχέονται στην ατμόσφαιρα: ~ίσεις αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.|| Αγωνιστική (: στον μηχανοκίνητο αθλητισμό)/εργοστασιακή ~. Καζανάκι ~ης (: δοχείο, μεσαίο και τελικό, όπου φιλτράρονται τα καυσαέρια πριν βγουν στο περιβάλλον). Σιγαστήρας της ~ης (= σιλανσιέ). Μηχανάκι με κομμένη ~ (: δημιουργεί μεγάλο θόρυβο). 2. ΦΥΣ. μετατροπή ενός υγρού από ελεύθερη επιφάνεια σε αέριο υπό την επίδραση κανονικής ή υψηλής θερμοκρασίας. Πβ. ατμοποίηση, εξαέρωση, εξάχνωση. Βλ. αεριο-, υγρο-ποίηση, βρασμός. [< 1: γαλλ. échappement 2: μτγν. ἐξάτμισις, γαλλ. évaporation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.