βραχυλογία βρα-χυ-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. σχήμα λόγου, ελλειπτική διατύπωση πρότασης, για λόγους συντομίας, με παράλειψη όρων που μπορούν εύκολα να εννοηθούν από τα συμφραζόμενα: π.χ. -Δεν σε κατάλαβα. -Γιατί; (ενν. δεν με κατάλαβες). ΣΥΝ. έλλειψη (3) 2. λακωνικότητα. Πβ. επιγραμματικότητα, ολιγολογία. Βλ. -λογία. ΑΝΤ. μακρηγορία, πλατειασμός, πολυλογία [< αρχ. βραχυλογία 'συντομία στο λόγο', γαλλ. brachylogie, αγγλ. brachylogy]
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.