Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • βρόμα βρό-μα ουσ. (θηλ.) & βρώμα (προφ.) 1. πολύ άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά: η ~ των σκουπιδιών/υπονόμων. Πβ. δυσ-οσμία, -ωδία, μπόχα. 2. βρομιά: Το σπίτι είναι μες στη ~ (ΑΝΤ. καθαριότητα). Τα ρούχα έβγαλαν πολλή ~.|| (μτφ.) Η ~ των σκανδάλων. Πβ. ακαθαρσία. 3. (υβριστ.) γυναίκα ανήθικη, πρόστυχη: Είναι μεγάλη ~! Πβ. λέρα, παλιοθήλυκο, σκρόφα. ● ΣΥΜΠΛ.: αμπούλες βρόμας βλ. αμπούλα ● ΦΡ.: βρόμα και δυσωδία 1. (κυριολ.-εμφατ.): Εδώ μέσα επικρατεί ~ ~! 2. (μτφ.) ηθική διάβρωση, διαφθορά: Σήψη, ~ ~! Πβ. αποφορά, σαπίλα., έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ...: κάποιος διέδωσε ή διαδόθηκε ανυπόστατη συκοφαντία: Του έβγαλαν ~ ότι ...|| Βγήκε ~ ότι εμπλέκεται σε σκάνδαλο. [< μεσν. βρόμα]
  • βρομάω βλ. βρομώ

αμπούλα

αμπούλα [ἀμπούλα] α-μπού-λα ουσ. (θηλ.): αεροστεγώς κλεισμένο συνήθ. γυάλινο κυλινδρικό φιαλίδιο που περιέχει κυρ. φαρμακευτικό διάλυμα και κατ' επέκτ. κάθε κλειστή φιάλη μικρής χωρητικότητας με υγρό: ενέσιμες/πόσιμες ~ες. ~ες μαγνησίου/φυσιολογικού ορού.|| Ανταλλακτική/μεταλλική ~. ~ αζώτου/αυτόματης πυρόσβεσης/διοξειδίου του άνθρακα. Θρεπτικά διαλύματα σε συσκευασία ~ας. ~ες μελάνης. Καλλυντικό προϊόν σε ~ες. ΣΥΝ. φύσιγγα ● ΣΥΜΠΛ.: αμπούλες βρόμας: φιαλίδια που, σπάζοντας, αναδίδουν πολύ δυσάρεστη μυρωδιά: Έριξαν/πέταξαν ~ ~. [< μεσν. αμπούλα, γαλλ. ampoule < λατ. ampulla < amp(h)ora < ἀμφορέα]

βρομώ

βρομώ [βρομῶ] βρο-μώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {βρομάς ... | βρόμ-ησε, συνήθ. στο γ΄πρόσ.} & βρομάω & βρωμώ: αναδίδω δυσάρεστη οσμή, μυρίζω άσχημα: ~άς ποδαρίλα/τσιγαρίλα/από την κορυφή ως τα νύχια. ~ά η ανάσα/το στόμα του. Τα παπούτσια/ρούχα του ~άνε.|| Ο αέρας ~ά καυσαέριο. ~άει αμμωνία/θειάφι/χλωρίνη. Κάτι ~άει εδώ μέσα! Τα σκουπίδια ~άνε απαίσια. ~ησε το σπίτι καμένο φαγητό/τσίκνα.|| Το κρέας/ψάρι ~ησε. ΣΥΝ. βρομοκοπώ ΑΝΤ. ευωδιάζω, μοσχομυρίζω ● βρομά & βρομάει (μτφ.): υπάρχουν ενδείξεις απάτης, σήψης: Η δουλειά/το θέμα/η υπόθεση ~ (άσχημα). Το πράγμα ~ από μακριά. Κάτι μου ~ σε αυτή την ιστορία. Πβ. ζέχνει, μυρίζει, όζει. ● ΦΡ.: βρόμησε ο τόπος 1. η άσχημη μυρωδιά απλώθηκε παντού: ~ ~ σκορδίλα! ~ ~ από την μπόχα! 2. (μτφ.-ειρων., για να δηλωθεί κορεσμός) γέμισε: ~ ~ (από) αγγελίες/αυτόκλητους σωτήρες., μέχρι/ώσπου να κουνήσει/να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει/έχει βρομήσει το άλλο (προφ.): για κάποιον που κινείται ή ενεργεί με αργούς ρυθμούς, είναι νωθρός., ο ένας/η μία/το ένα του βρομάει (και) ο άλλος/η άλλη/το άλλο του μυρίζει/του ξινίζει & όλα του βρομάνε (προφ.): για άτομο ιδιότροπο, που δεν ικανοποιείται με τίποτα: Το ένα σου ~, τ' άλλο σου ~! Δεν της αρέσει κανένας· ο ένας της ~, ο άλλος της ~!, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι (παροιμ.): το αίτιο του κακού, η διαφθορά ξεκινάει από τους υψηλά ιστάμενους. [< γαλλ. c' est par la tête que le poisson pourrit] , βρομάει και ζέχνει βλ. ζέχνω, βρομούν τα χνότα του από την πείνα βλ. πείνα, κάτι βρομά(ει)/μυρίζει μπαρούτι βλ. μπαρούτι, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι [< αρχ. βρομῶ, μτγν. βρωμώ ‘έχω κακοσμία’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.