Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • βόθρος βό-θρος ουσ. (αρσ.) 1. (λαϊκό) βαθιά σκαμμένος και καλυμμένος λάκκος όπου συγκεντρώνονται οικιακά κυρ. λύματα: απορροφητικός/σηπτικός ~. Εκκενώσεις ~ων. Πβ. οχετός, χαβούζα. Βλ. αποχέτευση, υπόνομος, φρεάτιο. 2. ΑΝΑΤ. κοιλότητα στην επιφάνεια ανατομικού στοιχείου: κρανιακός/κροταφικός ~. Πβ. βοθρίο. 3. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίζει πολύ άσχημα: ~ είναι το στόμα της! Πβ. οχετός, χαβούζα. 4. ΑΡΧΑΙΟΛ. λάκκος απορριμμάτων. Πβ. αποθέτης. [< αρχ. βόθρος]

αποχέτευση

αποχέτευση [ἀποχέτευση] α-πο-χέ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. συλλογή λυμάτων και όμβριων υδάτων μέσω δικτύου αγωγών, τα οποία κατόπιν οδηγούνται σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού ή στη θάλασσα αντίστοιχα· συνεκδ. αποχετευτικό σύστημα: ~ ακαθάρτων. Αντλία/τέλη/Υπηρεσίες ~ης. Εταιρεία Υδρεύσεως και ~εύσεως Πρωτευούσης (ακρ. Ε.ΥΔ.Α.Π.).|| Βούλωσε η ~. Σωλήνες για ~εύσεις. Αποφρακτικό/συντήρηση ~εύσεων. Βλ. βόθρος, υπόνομος. 2. ΙΑΤΡ. απομάκρυνση υγρών ουσιών του οργανισμού: φλεβική ~. [< μτγν. ἀποχέτευσις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.