βόθρος βό-θρος ουσ. (αρσ.) 1. (λαϊκό) βαθιά σκαμμένος και καλυμμένος λάκκος όπου συγκεντρώνονται οικιακά κυρ. λύματα: απορροφητικός/σηπτικός ~. Εκκενώσεις ~ων. Πβ. οχετός, χαβούζα. Βλ. αποχέτευση, υπόνομος, φρεάτιο.2. ΑΝΑΤ. κοιλότητα στην επιφάνεια ανατομικού στοιχείου: κρανιακός/κροταφικός ~. Πβ. βοθρίο.3. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίζει πολύ άσχημα: ~ είναι το στόμα της! Πβ. οχετός, χαβούζα.4. ΑΡΧΑΙΟΛ. λάκκος απορριμμάτων. Πβ. αποθέτης. [< αρχ. βόθρος]
αποχέτευση
αποχέτευση [ἀποχέτευση] α-πο-χέ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. συλλογή λυμάτων και όμβριων υδάτων μέσω δικτύου αγωγών, τα οποία κατόπιν οδηγούνται σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού ή στη θάλασσα αντίστοιχα· συνεκδ. αποχετευτικό σύστημα: ~ ακαθάρτων. Αντλία/τέλη/Υπηρεσίες ~ης. Εταιρεία Υδρεύσεως και ~εύσεως Πρωτευούσης (ακρ. Ε.ΥΔ.Α.Π.).|| Βούλωσε η ~. Σωλήνες για ~εύσεις. Αποφρακτικό/συντήρηση ~εύσεων. Βλ. βόθρος, υπόνομος.2. ΙΑΤΡ. απομάκρυνση υγρών ουσιών του οργανισμού: φλεβική ~. [< μτγν. ἀποχέτευσις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.