Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • βόλτα βόλ-τα ουσ. (θηλ.): κάλυψη μικρής σχετικά απόστασης αμέριμνα και ξέγνοιαστα, με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο, για αναψυχή ή άσκηση: ανέμελη/κυριακάτικη/μοναχική/ρομαντική ~. ~ με το αυτοκίνητο/τη βάρκα (= βαρκάδα). ~ στο δάσος/στην εξοχή/στο κέντρο (ενν. της πόλης)/στο πάρκο. ~ στα μαγαζιά για ψώνια. Ατελείωτες ~ες με φίλους. Είσαι για μια/πάμε καμιά ~ (πβ. πάμε για καφέ); Βγήκε για την απογευματινή/πρωινή του ~. Κάνω (μια) ~. Βγάζω ~ τον σκύλο. Πβ. γύρα, γυροβολιά, περίπατος, σουλάτσο, τσάρκα.|| (μτφ.) ~ στο διαδίκτυο (= σερφάρισμα)/στο φόρουμ (= περιήγηση).βόλτες (οι) {σπάν. στον εν.} (προφ.) 1. σπειρώματα, ελικοειδείς αυλακώσεις βίδας. ΣΥΝ. στροφές. Πβ. βήμα, πάσο. 2. γύροι, περιστροφές: (σε συνταγή) Ρίχνουμε τα λαχανικά στην κατσαρόλα και τα φέρνουμε δυο ~ (= ανακατεύουμε). Φέρνει ~ γύρω από ... ● Υποκ.: βολτούλα & βολτίτσα (η) (οικ.): σύντομη βόλτα. ● ΦΡ.: κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες (προφ.): περιφέρομαι, τριγυρίζω (σε περιορισμένο χώρο): Οι τουρίστες ~ουν ~ στην προκυμαία. Έκανε/έκοβε/έφερνε ~ πάνω-κάτω/πέρα-δώθε (με το μηχανάκι/στη γειτονιά).|| Ένα ελικόπτερο ~ει ~ πάνω απ' τα κεφάλια μας. ΣΥΝ. βολτάρω, παίρνει την κάτω βόλτα (προφ.): ακολουθεί πτωτική, φθίνουσα πορεία· αντιμετωπίζει ατυχίες ή δυσκολίες: Η ζωή της έχει πάρει ~ (= πάει από το κακό στο χειρότερο). Η εταιρεία έχει αρχίσει να ~ ~ (πβ. πάει για/προς φούντο). ΣΥΝ. παίρνει την κατιούσα, παίρνει την πάνω βόλτα (προφ.) & (σπάν.) την άνω βόλτα: ακολουθεί ανοδική πορεία, παρουσιάζει θετική εξέλιξη ή σημάδια βελτίωσης: Οι μετοχές πήραν ~ (πβ. ανάκαμψη). ΣΥΝ. παίρνει την ανιούσα, περνάω μια βόλτα (προφ.): πηγαίνω ή έρχομαι κάπου: Πέρνα ~ από το μαγαζί/το πάρτι. Είπα να περάσω ~ να δω πώς είστε., τα φέρνω βόλτα/γύρα (προφ.): καταφέρνω να αντιμετωπίσω τα οικονομικά μου προβλήματα· γενικότ. ξεπερνώ τις δυσκολίες: Μόλις που τα ~ει ~. Βλ. δεν βγαίνω/βγαίνει.|| Δεν προλαβαίνει να τα φέρει ~ με τις δουλειές του σπιτιού. Πβ. τα βολεύω, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα., φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του (λαϊκό): χορεύει (συνήθ. ζεϊμπέκικο ή άλλους λαϊκούς χορούς)., φέρνω βόλτα (προφ.) 1. κουμαντάρω: ~ει ~ μόνη της μια ολόκληρη επιχείρηση. Πβ. κουλαντρίζω. 2. πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη: Κατάφερε να τον φέρει ~ (= τουμπάρει). ΣΥΝ. φέρνω κάποιον στα νερά μου [< μεσν. βόλτα 'στροφή' < ιταλ. volta]
  • βολτάζ βολ-τάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΗΛΕΚΤΡ. ηλεκτρική τάση: υψηλό/χαμηλό ~. [< γαλλ. voltage]
  • βολταϊκός , ή, ό βολ-τα-ϊ-κός επίθ.: ΗΛΕΚΤΡ. συνήθ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκή στήλη & βολταϊκό στοιχείο: συσκευή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί σαν μπαταρία. Πβ. ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο. [< γαλλ. pile de Volta] , βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο [< γαλλ. voltaïque]
  • βολτάμετρο βολ-τά-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή ηλεκτρόλυσης με την οποία προσδιορίζεται η ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος που περνάει μέσα από ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. voltamètre]
  • βολτάρω βολ-τά-ρω ρ. (αμτβ.) {βολτάρ-οντας, κυρ. στον ενεστ. κ. παρατ.} (προφ.): κάνω βόλτα: ~ αμέριμνος/ανέμελα στην αγορά. ~ με το αυτοκίνητο. Πβ. σεργιανίζω, σουλατσάρω.|| (μτφ.) ~ στο ίντερνετ. Πβ. πλοηγούμαι, σερφάρω. [< ιταλ. voltare]

δεν

δεν μόρ. (αρν.) {κ. δε, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει με εξακολουθητικό σύμφωνο} 1. για δήλωση άρνησης: ~ είμαι καλά. ~ έχω αντίρρηση. ~ πήγα στη δουλειά. Μήπως ~ διάβασα καλά; (εμφατ.) ~ θέλω ούτε να τον βλέπω. 2. για προτροπή, παρακίνηση, παρότρυνση: ~ ανοίγεις το παράθυρο (: άνοιξέ το); -Να 'ρθω κι εγώ; -Και ~ έρχεσαι (: έλα); ~ μου λες (: πες μου), ...; 3. για περιπτώσεις όπου ζητείται επιβεβαίωση, επαλήθευση: Δίκιο ~ έχω; 4. σε σχήμα λιτότητας: Ποσοστό που ~ είναι αμελητέο (: είναι σημαντικό). ~ είναι κακό να λέμε τη γνώμη μας (: είναι καλό). 5. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι ελέχθη ή συνέβη κάτι: ~ σου έχω πει να προσέχεις (: σου έχω πει …); ~ με είδες χθες, το ξέχασες; 6. (με επανάληψη του ρήματος) μόλις και μετά βίας· περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω, κατά προσέγγιση: Μικρό γήπεδο, που χωράει ~ χωράει χίλια άτομα. Ήταν (και) ~ ήταν τριάντα χρονών. ● ΦΡ.: και τι δε(ν) … (εμφατ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία ή μεγάλη ποσότητα: ~ ~ θα 'δινα για έναν καφέ τώρα (: θα ήθελα πολύ ...)! ~ ~ έχει μέσα αυτή η πίτα (: περιέχει πολλά υλικά)! ~ ~ έχουν δει τα μάτια μου (: πάρα πολλά)! , αμ δε βλ. αμ, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, δε(ν) λέγεται βλ. λέω, δε(ν) λέω βλ. λέω, δεν είναι έτσι βλ. έτσι, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ... βλ. υπάρχω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι [< μεσν. δεν]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

τόξο

τόξο τό-ξο ουσ. (ουδ.) 1. όπλο από ευλύγιστο στέλεχος, τα άκρα του οποίου συνδέονται με μία χορδή, κατάλληλο για τη ρίψη βέλους: εύκαμπτο/τεντωμένο ~. ~ για κυνήγι. Το βεληνεκές του ~ου. Βλ. φαρέτρα.|| (συνεκδ., το άθλημα της τοξοβολίας) Ολυμπιακό/σύνθετο ~. 2. ΑΡΧΙΤ. θολωτή κατασκευή που γεφυρώνει ένα άνοιγμα, σχηματίζοντας μία ή περισσότερες καμπύλες: ημικυκλικό/τυφλό ~. ~ γέφυρας/οροφής. Γοτθικά/πλαϊνά/πλίνθινα ~α. Τα ~α των λοβών/του τρούλου. Ενίσχυση των μεγάλων ~ων του ναού. Πβ. αψίδα, καμάρα. 3. ΓΕΩΜ. τμήμα καμπύλης που ορίζεται από δύο σημεία της: σταθερό ~. ~ έλλειψης/εφαπτομένης/(συν)ημιτόνου/κύκλου (: τμήμα της περιφέρειας κύκλου που ορίζεται από δύο σημεία του). 4. οτιδήποτε έχει το σχήμα τόξου: το ~ των φρυδιών. Η μπάλα διέγραψε ένα ~ στον αέρα.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Βρεγματικό/ινιακό/φατνιακό/φλεβικό ~. Έλασσον/μείζον ~ του στομάχου. 5. ΓΕΩΛ. γεωλογικός τοξοειδής σχηματισμός μεγάλης κλίμακας, ο οποίος οφείλεται στην κίνηση των τεκτονικών πλακών και παρουσιάζει έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα: αιγαιακό/ελληνικό ~. Ηφαιστειακό ~ (: μακριά αλυσίδα ηφαιστείων στο σημείο σύγκλισης των πλακών). 6. (μτφ.) γεωγραφικά εντοπισμένη κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική κίνηση ή τάση· σύνολο περιοχών σε συγκεκριμένο χώρο με κοινά χαρακτηριστικά, συμφέροντα: Διευρύνεται συνεχώς το ~ του τρόμου. Ορθόδοξο/μουσουλμανικό ~.|| Ατλαντικό (: στη θαλάσσια περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ' αντιδιαστολή προς τον κεντρικό της άξονα)/βορειοελλαδικό/δυτικό ~.|| Κόμματα του δημοκρατικού/συνταγματικού ~ου. 7. ΜΟΥΣ. δοξάρι: έγχορδα με ~. ● Υποκ.: τοξάκι (το): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο: ΗΛΕΚΤΡ. φωτεινή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα και χρησιμοποιείται ως πηγή φωτισμού, θερμότητας ή για συγκόλληση μετάλλων. [< γαλλ. arc voltaïque] , νησιωτικό τόξο: ΓΕΩΛ. κυρτή αλυσίδα νησιών που χαρακτηρίζεται ως περιοχή ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας. [< αγγλ. island arc, 1906] , ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, αορτικό τόξο βλ. αορτικός, δείκτης πορείας βλ. πορεία, ζυγωματικό τόξο βλ. ζυγωματικός, ουράνιο τόξο βλ. ουράνιος [< 1,2: αρχ. τόξον, γαλλ. arc 7: ιταλ. arco, γαλλ. archet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.