Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γάργαρος , η, ο γάρ-γα-ρος επίθ.: (για τρεχούμενο νερό) που κυλάει, παράγοντας ελαφρύ, ευχάριστο ήχο· κατ΄επέκτ. καθαρός, διαυγής: ~η: πηγή. ~ο: ποτάμι/ρυάκι. Πβ. κελαρυστός.|| (μτφ.) ~η: φωνή. ~ο: γέλιο. ~ και γλαφυρός/πηγαίος λόγος. Πβ. κρυστάλλινος, λαγαρός. [< μεσν. γάργαρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.