Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γέεννα γέ-εν-να ουσ. (θηλ.) & γέενα: ΕΚΚΛΗΣ. κυρ. στη ● ΦΡ.: στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς: (ως δήλωση μεταθανάτιας τιμωρίας) στη φωτιά της κόλασης, στην κόλαση: Ρίχτηκε ~ ~. Πβ. αιώνιο πυρ. ΣΥΝ. στο πυρ το εξώτερο(ν) (2) [< μτγν. γέεννα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.