Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γέλιο γέ-λιο ουσ. (ουδ.): σύσπαση των μυών του προσώπου κατά την έκφραση ευχαρίστησης, ευθυμίας, ειρωνείας και o ήχος που παράγεται: αβίαστο/ακατάσχετο/αμήχανο/ασυγκράτητο/αυθόρμητο/άφθονο/γάργαρο/δυνατό/εκνευριστικό/θριαμβευτικό/κακαριστό/παιδικό/πνιχτό/προσποιητό/σαρκαστικό/σπασμωδικό/συγκρατημένο/τρανταχτό/τρελό/υποκριτικό/υστερικό/ψεύτικο ~. Έκρηξη/ταινία ~ου. Βγάζω/προκαλώ ~. Μου βγήκε ξινό το ~. Με πιάνουν/πάτησε τα ~ια. Είχαν πολύ ~ (: ήταν αστείοι). Το ~ είναι μεταδοτικό/υγεία. Μόλις είδαμε τα ρούχα του, βάλαμε κάτι/τα ~ια! Πβ. γέλως. Βλ. χαμόγελο.|| (εμφατ. σε εκφρ. που δηλώνουν πολύ γέλιο:) Κατουριέμαι/ξεραίνομαι/πεθαίνω από τα ~ια. Ξεκαρδίζομαι/ξεσπώ/σκάω/τρελαίνομαι στα ~ια. Έπεσε πολύ ~. Κάναμε πολλά ~ια. Ρίξαμε το ~ της αρκούδας. ● Υποκ.: γελάκι (το) 1. (υποκ.-συχνά ειρων.) γέλιο. 2. εμότικον με χαμόγελο. ΣΥΝ. φατσούλα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, νευρικό γέλιο βλ. νευρικός, σαρδόνιο γέλιο βλ. σαρδόνιος ● ΦΡ.: για γέλια (μειωτ.-ειρων.): που είναι ανάξιο λόγου ή προκαλεί γέλιο: Το επιχείρημά σου είναι ~ ~ (= γελοίο). Η κατάσταση είναι σοβαρή, δεν είναι ~ ~., για γέλια και για κλάματα (ειρων.): για κάτι ή κάποιον που βρίσκεται σε κωμικοτραγική κατάσταση: ιστορίες ~ ~., λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια (προφ.): γελώ πάρα πολύ: Με τις ατάκες του ~ ~! Χτυπιόμασταν κάτω απ' τα ~. Πβ. πεθαίνω στα γέλια., μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο (μτφ.): σταματώ να γελώ ή γενικότ. να έχω χαρούμενη διάθεση λόγω αναπάντεχου και δυσάρεστου γεγονότος., κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια βλ. ξελιγώνω [< μεσν. γέλιο]

αφαλός

αφαλός [ἀφαλός] α-φα-λός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. ομφαλός. 2. ΤΕΧΝΟΛ. άξονας, κεντρικό σημείο ή εγκοπή: ~ κλειδαριάς/τροχού. ● ΦΡ.: μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο (προφ.): γέλασα, φοβήθηκα υπερβολικά. [< μεσν. αφαλός] ΑΦΑΛΟΣ

κοιλία

κοιλία κοι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοιλότητα της καρδιάς ή του εγκεφάλου: αριστερή/δεξιά ~ (: που προωθεί το αίμα στα αγγεία). Βλ. αορτή, κόλπος.|| Οι πλάγιες ~ες (ενν. του εγκεφάλου). 2. ΙΑΤΡ. (λόγ.) κοιλιά: οξεία (χειρουργική) ~ (= πάθηση που απαιτεί συνήθ. χειρουργική επέμβαση). Αξονική τομογραφία/πλαστική (= κοιλιοπλαστική)υπερηχογράφημα ~ας. Βλ. θώρακας, πύελος. ● ΣΥΜΠΛ.: κρεμάμενη κοιλία βλ. κρεμάμενος [< αρχ. κοιλία, γαλλ. ventricule, αγγλ. coelia]

νευρικός

νευρικός, ή/ιά, ό νευ-ρι-κός επίθ. 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τα νεύρα: ~ός: ιστός. ~ή: βλάβη/διαταραχή. ~ές: απολήξεις/ίνες/παθήσεις (= νευροπάθειες)/συνάψεις. ~ά: ερεθίσματα/κύτταρα (= νευρώνες)/σήματα. 2. που αναφέρεται στην ικανότητα διατήρησης της ψυχικής ισορροπίας, τη δυνατότητα ελέγχου του άγχους, της λύπης και του θυμού: ~ή: κατάπτωση/κατάρρευση (= νευρασθένεια). Βρίσκεται στα πρόθυρα ~ής κρίσης. 3. που γίνεται ή ενεργεί σπασμωδικά ή/και ασυναίσθητα, που βρίσκεται σε υπερένταση: ~ή: οδήγηση/συμπεριφορά. ~ό: περπάτημα/τικ. ~ές: κινήσεις.|| (για πρόσ.) ~ό: άτομο. Πβ. ευερέθιστος, οξύθυμος. ΑΝΤ. ήρεμος (1) 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ένταση, δύναμη: ~ή: εναλλαγή των εικόνων/μουσική/σκηνοθεσία.|| ~ή άνοδος/συνεδρίαση στο ΧΑΑ (= με έντονες διακυμάνσεις).|| ~ό: κρασί (: με έκδηλη οξύτητα).|| ~ό: αυτοκίνητο (= με αυξημένη δυνατότητα επιτάχυνσης). Πβ. νευρώδης. ● επίρρ.: νευρικά: Πήγαινε ~ πάνω κάτω. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρικό γέλιο: ασυγκράτητο, χωρίς σταματημό και συνήθ. ξαφνικό, εξαιτίας νευρικότητας ή χωρίς ιδιαίτερο λόγο: Με έπιασε ~ ~/(ως ουσ.-προφ.) το ~ό μου. Βλ. χαχανητό., νευρικό σύστημα: ΦΥΣΙΟΛ. το σύνολο των στοιχείων του νευρικού ιστού που ελέγχουν τη λειτουργία και τον συντονισμό όλων των οργάνων του ανθρώπινου σώματος, καθώς και τις νοητικές και συναισθηματικές του αντιδράσεις σε σχέση με το περιβάλλον του: το κεντρικό (: εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός) και το περιφερικό (: περιφερικά νεύρα και γάγγλια) ~ ~. [< γαλλ. système nerveux] , αυτόνομο/φυτικό νευρικό σύστημα βλ. αυτόνομος, νευρική ανορεξία βλ. ανορεξία, νευρική βουλιμία βλ. βουλιμία, νευρική ώση βλ. ώση, νευρικός κλονισμός βλ. κλονισμός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός [< 1: μτγν. νευρικός, γαλλ. neural 2-4: γαλλ. nerveux, αγγλ. nervous]

ξελιγώνω

ξελιγώνω ξε-λι-γώ-νω ρ. (μτβ.) {ξελίγω-σα, ξελιγώ-θηκα, -μένος, ξελιγών-οντας} (προφ.) 1. (μτφ.) προκαλώ έντονη, συνήθ. ερωτική, επιθυμία, ζαλίζω: Έχει ~σει όλους τους άντρες με τα τσαλίμια της. Την κοιτούσε ~μένος. ~μένο: βλέμμα. 2. (μτφ.) κουράζω υπερβολικά· εξαντλώ: Με ~σε στην πολυλογία. || ~θηκε η μπαταρία (= άδειασε, αποφορτίστηκε). ΣΥΝ. εξουθενώνω (1), ξεθεώνω, ξεπατώνω (1) ● Παθ.: ξελιγώνομαι: νιώθω λιγούρα, λιγώνομαι: ~θήκαμε από την/στην πείνα. ● ΦΡ.: ξελιγώνομαι στα/από τα γέλια: γελάω πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι: Είχαμε ~θεί ~ με τα αστεία του. ΣΥΝ. λύνομαι/χτυπιέμαι στο γέλιο/στα γέλια [< μεσν. ξελιγώνω]

σαρδόνιος

σαρδόνιος, α, ο σαρ-δό-νι-ος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): σαρκαστικός, χλευαστικός, μοχθηρός: ~α: διάθεση. ~ο: ύφος/χαμόγελο/χιούμορ. ● επίρρ.: σαρδόνια: Χαμογέλασε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σαρδόνιο γέλιο & (λόγ.) σαρδόνιος γέλως 1. που εκφράζει ειρωνεία, σαρκασμό. Πβ. ειρων-, σαταν-ικός. 2. ΙΑΤΡ. μορφασμός που οφείλεται σε σπασμωδική σύσπαση των μυών του προσώπου και αποτελεί σύμπτωμα του τετάνου. [< γαλλ. rire sardonique] [< μτγν. σαρδόνιος]

υποξείδιο

υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]

χαμόγελο

χαμόγελο χα-μό-γε-λο ουσ. (ουδ.) 1. έκφραση του προσώπου που χαρακτηρίζεται από ανασήκωμα των άκρων των χειλιών, για εξωτερίκευση συνήθ. θετικού συναισθήματος: αδιόρατο/αινιγματικό/αφοπλιστικό/αχνό (βλ. υπομειδίαμα)/γλυκό/διαβολικό ή σατανικό/ειλικρινές/ειρωνικό/ελαφρύ (βλ. μειδίαμα)/ευγενικό/ζεστό/ηλίθιο/θλιμμένο/καλοσυνάτο/κρυφό/μελαγχολικό/μυστηριώδες/ναζιάρικο/πηγαίο/πονηρό/προσποιητό/σαρδόνιο/σαρκαστικό/στραβό/συγκρατημένο/τρυφερό/υποκριτικό/φευγαλέο/ψεύτικο/ψυχρό ~. Κοριτσίστικα/νεανικά/παιδικά ~α. ~ αισιοδοξίας/αμηχανίας/ευτυχίας/ικανοποίησης/χαράς. Καλημέρα με ~α. Ένα πικρό ~ στα χείλη. Ένα ~ διαγράφηκε/σχηματίστηκε/χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Είναι πάντα με το ~ (= χαμογελαστός). Μας υποδέχτηκε μ' ένα μεγάλο/πλατύ/τεράστιο/φαρδύ ~ (= μ' ένα ~ μέχρι τ' αυτιά). Φόρεσε το πιο γοητευτικό/σαγηνευτικό της ~. Μοιράζει/σκορπά/χαρίζει ~α. Βλ. γέλιο.|| (ΙΑΤΡ.) Ουλικό ~ (: φαίνονται τα ούλα). 2. (κατ' επέκτ.) χαρά: Άνθισε/πάγωσε το ~ στα χείλη του. Του κόπηκε το ~ μόλις έμαθε τα νέα. Εξαφανίστηκε/έσβησε/χάθηκε το ~ απ' το πρόσωπό του.|| Η αύξηση των πωλήσεων έφερε/προκάλεσε ~α. Με ~α έκλεισε το Χρηματιστήριο. Πβ. κλίμα ευφορίας. 3. (κατ' επέκτ.) λαιμόκοψη που φτάνει μέχρι τις αρθρώσεις των ώμων: μπλούζα με (βαθύ) ~. Βλ. βε, ντεκολτέ. 4. (κατ΄επέκτ.) λευκά και καλοσχηματισμένα δόντια: αστραφτερό/δροσερό/κατάλευκο/υγιές/φωτεινό ~. ● Υποκ.: χαμογελάκι (το) 1. στη σημ.1: ~ια και αστειάκια. 2. ΠΛΗΡΟΦ. εμότικον με χαμόγελο: :) ή :-) ΣΥΝ. γελάκι (2) [< 2: αγγλ. smiley, 1987] ● ΦΡ.: σκάω (ένα) χαμόγελο βλ. σκάω

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.