γέμισμα γέ-μι-σμα ουσ. (ουδ.) {γεμίσμ-ατος | -ατα} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεμίζω: ~ της βαλίτσας (με ρούχα)/του δοχείου (με νερό/μέχρι πάνω)/των ραφιών (με βιβλία). ~ του ρεζερβουάρ (= φουλάρισμα). ~ του όπλου (= γέμιση, γόμωση). ~ των ρυτίδων (βλ. μπότοξ, σιλικόνη, υαλουρονικό οξύ). Πβ. τιγκάρισμα. Βλ. ξανα~, παρα~. ΑΝΤ. άδειασμα (1) 2. (στο ποδόσφαιρο) μακρινή και ψηλή μπαλιά προς την εστία από παίκτη που βρίσκεται σε σημείο όχι πολύ πλάγιο: ~ από την άμυνα/τα αριστερά/το κέντρο.3. (σπάν.) κέντημα σε ρούχο. Βλ. γαρνιτούρα. [< μεσν. γέμισμα]
γαρνιτούρα
γαρνιτούρα γαρ-νι-τού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. κάθε φαγώσιμο που χρησιμοποιείται για το στόλισμα πιάτου, γλυκού ή ποτού: κρέας με ~ σαλάτα. Γλυκό με ~ σιρόπι σοκολάτας. Πβ. γαρνίρισμα.2. (κατ΄ επέκτ., κυρ. σε ρούχα) στολίδι: διακοσμητικές ~ες και κεντήματα. Πβ. τρέσα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Ομιλία χωρίς ~ες και φανφάρες. Πβ. φιοριτούρα. [< γαλλ. garniture]
μπότοξ
μπότοξ μπό-τοξ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: νευροτοξίνη που χρησιμοποιείται κλινικά σε μικρές ποσότητες και εγχέεται κυρ. στους μυς του προσώπου, με σκοπό την αποτροπή των μυϊκών συσπάσεων και κατ' επέκτ. την εξάλειψη ή εξομάλυνση των ρυτίδων ή άλλων γραμμώσεων· συνεκδ. η αντίστοιχη θεραπεία: ενέσεις ~. ~ κάτω από τα μάτια/στα μάγουλα/στο μέτωπο. Εξαφάνιση γραμμών συνοφρύωσης με ~. Βλ. βιοϋλικά, κολλαγόνο, λίφτινγκ, σιλικόνη, υαλουρονικό οξύ, φίλερ. ● Υποκ.: μποτοξάκι (το) [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. Botox, 1991 < Bot(ulinum) + tox(in) ‘βοτουλινική τοξίνη’, ιταλ. ~, 1993, γαλλ. ~, 1998]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.