Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γέμισμα γέ-μι-σμα ουσ. (ουδ.) {γεμίσμ-ατος | -ατα} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεμίζω: ~ της βαλίτσας (με ρούχα)/του δοχείου (με νερό/μέχρι πάνω)/των ραφιών (με βιβλία). ~ του ρεζερβουάρ (= φουλάρισμα). ~ του όπλου (= γέμιση, γόμωση). ~ των ρυτίδων (βλ. μπότοξ, σιλικόνη, υαλουρονικό οξύ). Πβ. τιγκάρισμα. Βλ. ξανα~, παρα~. ΑΝΤ. άδειασμα (1) 2. (στο ποδόσφαιρο) μακρινή και ψηλή μπαλιά προς την εστία από παίκτη που βρίσκεται σε σημείο όχι πολύ πλάγιο: ~ από την άμυνα/τα αριστερά/το κέντρο. 3. (σπάν.) κέντημα σε ρούχο. Βλ. γαρνιτούρα. [< μεσν. γέμισμα]

γαρνιτούρα

γαρνιτούρα γαρ-νι-τού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. κάθε φαγώσιμο που χρησιμοποιείται για το στόλισμα πιάτου, γλυκού ή ποτού: κρέας με ~ σαλάτα. Γλυκό με ~ σιρόπι σοκολάτας. Πβ. γαρνίρισμα. 2. (κατ΄ επέκτ., κυρ. σε ρούχα) στολίδι: διακοσμητικές ~ες και κεντήματα. Πβ. τρέσα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Ομιλία χωρίς ~ες και φανφάρες. Πβ. φιοριτούρα. [< γαλλ. garniture]

μπότοξ

μπότοξ μπό-τοξ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: νευροτοξίνη που χρησιμοποιείται κλινικά σε μικρές ποσότητες και εγχέεται κυρ. στους μυς του προσώπου, με σκοπό την αποτροπή των μυϊκών συσπάσεων και κατ' επέκτ. την εξάλειψη ή εξομάλυνση των ρυτίδων ή άλλων γραμμώσεων· συνεκδ. η αντίστοιχη θεραπεία: ενέσεις ~. ~ κάτω από τα μάτια/στα μάγουλα/στο μέτωπο. Εξαφάνιση γραμμών συνοφρύωσης με ~. Βλ. βιοϋλικά, κολλαγόνο, λίφτινγκ, σιλικόνη, υαλουρονικό οξύ, φίλερ. ● Υποκ.: μποτοξάκι (το) [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. Botox, 1991 < Bot(ulinum) + tox(in) ‘βοτουλινική τοξίνη’, ιταλ. ~, 1993, γαλλ. ~, 1998]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.