Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γέννημα γέν-νη-μα ουσ. (ουδ.) {γεννήμ-ατος | -ατα, -άτων}: προϊόν, δημιούργημα: ~ της εποχής/του μυαλού/της σκέψης. Πβ. απότοκο, καρπός.γεννήματα (τα) (λαϊκό): τα αγαθά που παράγει η γη, συνήθ. τα δημητριακά: ~ και καρποί. Πβ. σιτηρά, σπαρτά. [< μτγν. γεννήματα] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας βλ. αποκύημα ● ΦΡ.: γέννημα θρέμμα 1. (για πρόσ.) που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ίδιο περιβάλλον: ~ ~ της Θεσσαλονίκης. Πβ. γόνος, τέκνο.|| (ως επίθ.) ~ ~ Αθηναίος. Πβ. βέρος. 2. (μτφ., για πρόσ.) που έχει διαμορφωθεί από τα πρώτα του βήματα (επαγγελματικά, πολιτικά) στους κόλπους μιας ομάδας, αποτελώντας σημαντικό μέλος της: ~ ~ του κόμματος/της (ποδοσφαιρικής) ομάδας/της παράταξης. Πβ. παιδί. 3. (επιτατ.) αποκλειστικό δημιούργημα, αποτέλεσμα: Το φαινόμενο είναι ~ ~ της νεοελληνικής πραγματικότητας. [< αρχ. γέν(ν)ημα ‘προϊόν, καρπός’]

αποκύημα

αποκύημα [ἀποκύημα] α-πο-κύ-η-μα ουσ. (ουδ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): δημιούργημα, κατασκεύασμα, προϊόν. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας: καθετί που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά το έχει φανταστεί ή επινοήσει κάποιος: Τα όσα ισχυρίζεται δεν είναι παρά ~ της (νοσηρής) ~ του. Βλ. φαντασίωση. [< μτγν. ἀποκύημα 'τοκετός, καρπός']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.