γέννημα γέν-νη-μα ουσ. (ουδ.) {γεννήμ-ατος | -ατα, -άτων}: προϊόν, δημιούργημα: ~ της εποχής/του μυαλού/της σκέψης. Πβ. απότοκο, καρπός. ● γεννήματα (τα) (λαϊκό): τα αγαθά που παράγει η γη, συνήθ. τα δημητριακά: ~ και καρποί. Πβ. σιτηρά, σπαρτά. [< μτγν. γεννήματα] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας βλ. αποκύημα ● ΦΡ.: γέννημα θρέμμα1. (για πρόσ.) που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ίδιο περιβάλλον: ~ ~ της Θεσσαλονίκης. Πβ. γόνος, τέκνο.|| (ως επίθ.) ~ ~ Αθηναίος. Πβ. βέρος.2. (μτφ., για πρόσ.) που έχει διαμορφωθεί από τα πρώτα του βήματα (επαγγελματικά, πολιτικά) στους κόλπους μιας ομάδας, αποτελώντας σημαντικό μέλος της: ~ ~ του κόμματος/της (ποδοσφαιρικής) ομάδας/της παράταξης. Πβ. παιδί.3. (επιτατ.) αποκλειστικό δημιούργημα, αποτέλεσμα: Το φαινόμενο είναι ~ ~ της νεοελληνικής πραγματικότητας. [< αρχ. γέν(ν)ημα ‘προϊόν, καρπός’]
αποκύημα
αποκύημα [ἀποκύημα] α-πο-κύ-η-μα ουσ. (ουδ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): δημιούργημα, κατασκεύασμα, προϊόν. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας: καθετί που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά το έχει φανταστεί ή επινοήσει κάποιος: Τα όσα ισχυρίζεται δεν είναι παρά ~ της (νοσηρής) ~ του. Βλ. φαντασίωση. [< μτγν. ἀποκύημα 'τοκετός, καρπός']
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.