Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • γένος γέ-νος ουσ. (ουδ.) {γέν-ους | -η, -ών} 1. σύνολο ανθρώπων με κοινή οικογενειακή καταγωγή, γενιά: αρχοντικό/ένδοξο ~.|| Το ~ ... (: το επώνυμο του πατέρα, για παντρεμένη γυναίκα). Βλ. σόι.|| (ΙΣΤ.) Αριστοκρατικό ~. Πβ. οικογένεια. Βλ. φατρία. 2. φυλή, έθνος· σπάν. το φύλο: το ~ των Ελλήνων. Το ελληνικό ~. Ελληνίδα (σ)το ~. Βλ. εθνότητα, ράτσα, φάρα.|| (ειδικότ., κυρ. με κεφαλ. Γ) Το σκλαβωμένο/υπόδουλο ~ (: ο Ελληνισμός επί Τουρκοκρατίας). Ο ξεσηκωμός του ~ους. Αγώνες/απελευθέρωση/ευεργέτες του ~ους. Η μεγάλη του ~ους Σχολή.|| Το ~ των ανθρώπων (= η ανθρωπότητα).|| Φυσικό ~. Το ~ των ανδρών/των γυναικών. 3. ΓΡΑΜΜ. & γραμματικό γένος: γραμματική κατηγορία του ονόματος που ρυθμίζει κυρ. τις σχέσεις συμφωνίας ανάμεσα στο όνομα και το ρήμα ή τους ονοματικούς προσδιορισμούς: το ~ των αντωνυμιών/άρθρων/επιθέτων/μετοχών/ουσιαστικών. Βλ. αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο. 4. ΒΙΟΛ. υποδιαίρεση της ταξινόμησης των ζωντανών οργανισμών: ~ ζώων/φυτών. Βλ. είδος, οικογένεια, υπο~. 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) έννοια που στο εύρος της περιλαμβάνει άλλες στενότερες, τα είδη που υπάγονται σε αυτή: Το "δέντρο" είναι έννοια ~ους σε σχέση με το "πεύκο". Βλ. βάθος. ΑΝΤ. πλάτος (4) 6. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετράχορδου ή το σύνολο των ήχων που ακολουθούν τα ίδια ή συγγενικά διαστήματα στις κλίμακές τους: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λογοτεχνικά γένη/είδη βλ. λογοτεχνικός, το ανθρώπινο είδος/γένος βλ. είδος ● ΦΡ.: εν γένει & ενγένει (λόγ.): γενικά: Ο νόμος δεν καλύπτει ~ ~ όλες τις επιχειρήσεις. Πβ. κατά (γενικό) κανόνα.|| Η ~ ~ (= γενικότερη) διαδικασία/κατάσταση/λειτουργία/συμπεριφορά/συνεργασία. [< γαλλ. en général] [< αρχ. γένος, γαλλ. genre, αγγλ. genus]
  • γενόσημα γε-νό-ση-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακα που κυκλοφορούν νόμιμα και παρουσιάζουν βιοϊσοδυναμία με πρωτότυπα σκευάσματα που η πατέντα τους έχει λήξει. Πβ. αντίγραφο. [< γαλλ. (médicament) générique, αμερικ. generics, 1967]

αρσενικό

αρσενικό [ἀρσενικό] αρ-σε-νι-κό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άοσμο χημικό στοιχείο (σύμβ. As, Ζ 33), αδιάλυτο στο νερό, με μεταλλική λάμψη· τόσο το ίδιο όσο και οι ενώσεις του αποτελούν δραστικά δηλητήρια. Τριοξείδιο του ~ (σύμβ. As2O3 ή As4O6). [< αρχ. ἀρσενικόν, αγγλ.-γαλλ. arsenic]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

εθνότητα

εθνότητα [ἐθνότητα] ε-θνό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {εθνοτήτ-ων}: εθνοπολιτισμική κοινότητα χωρίς κρατική υπόσταση· ειδικότ. μειονότητα: κυρίαρχη ~. Ισότιμες/υπόδουλες/(ΙΣΤ.) χριστιανικές ~ες. Σεβασμός στην κουλτούρα κάθε ~ας. ~ες και αποσχιστικά κινήματα. Δικαιώματα/συνύπαρξη των ~ων. Πβ. έθνος. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή των εθνοτήτων: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο κάθε εθνότητα έχει δικαίωμα να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Πβ. η αρχή της αυτοδιάθεσης. [< γαλλ. le principe des nationalités] [< γαλλ. nationalité]

είδος

είδος [εἶδος] εί-δος ουσ. (ουδ.) {είδ-ους | -η, -ών} 1. ΒΙΟΛ. σύνολο έμβιων όντων, τα οποία μοιάζουν αρκετά ως προς τα γενετικά, μορφολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά τους, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η διασταύρωσή τους: ~ δέντρου/ζώου. Αναπαραγωγή/εξαφάνιση/επιβίωση/μετεξέλιξη του ~ους. ~η βακτηρίων/θηλαστικών. Προστατευόμενα/σπάνια ~η. (κυρ. για ιδιότητες ζώων και φυτών) Διαφέρει από ~ σε ~. Άτομα του ίδιου ~ους. Βλ. οικογένεια, γένος. 2. (γενικότ.) κατηγορία έργων, πραγμάτων, στοιχείων, ενεργειών ή σπανιότ. προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά: ~ λόγου/τέχνης. ~η αυτοκινήτων/βιβλίων/επιστημών/έρευνας. Εύρεση/κατάταξη ανά/κατά ~. Υπάρχουν δύο ~ών άνθρωποι, οι καλοί και οι κακοί. || (ΦΙΛΟΣ.) Η έννοια του ~ους κατ' αντιδιαστολή προς την ευρύτερη έννοια του γένους. 3. μορφή· ποιότητα: ~ ντυσίματος (πβ. στιλ). Το χειρότερο ~ απάτης. Τέτοιου ~ους επενδύσεις. Δεν παρέχει κανενός ~ους εγγύηση (= καμιά). (αόριστα) (Πρόκειται για) ένα ~ άρνησης/εκδίκησης/επικοινωνίας/θεραπείας. Υφίσταται ένα ~ εκβιασμού/καταπίεσης.|| Τι ~ους (= σόι) άνθρωπος είναι/εκπαίδευση προσφέρει; (μειωτ.) Δεν εμπιστεύομαι τους επαγγελματίες του ~ους σου. Πβ. ποιόν.είδη (τα): σύνολο εμπορικών κυρ. προϊόντων με ίδια χρήση: αφορολόγητα/εποχιακά/οικιακά/τουριστικά ~. ~ αναψυχής/γάμου/γραφείου/δώρων/εξοχής/επίπλωσης/ρουχισμού/ταξιδίου/υπόδησης/χορού. Κωδικός/ταξινόμηση/τιμοκατάλογος ~ών. [< μτγν. εἴδη, γαλλ. articles] ● ΣΥΜΠΛ.: το ανθρώπινο είδος/γένος: για γενικότερη αναφορά στον άνθρωπο: διαιώνιση/εξέλιξη του ~ου ~ους. Η σηµασία της φύσης για το ~ ~. Πβ. ανθρωπότητα., απειλούμενα είδη βλ. απειλούμενος, γραφικά (είδη) βλ. γραφικός, είδη μαναβικής βλ. μαναβική, είδη προικός βλ. προίκα, είδη υγιεινής βλ. υγιεινή, λευκά είδη βλ. λευκός, λογοτεχνικά γένη/είδη βλ. λογοτεχνικός, προσωπικά είδη βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: είδος εν ανεπαρκεία [ἐν ἀνεπαρκείᾳ] (λόγ.): για κάτι που βρίσκεται σε έλλειψη: ~ ~ ο ελεύθερος χρόνος/το πράσινο στην πόλη., έκαστος/καθείς/καθένας στο είδος του (λόγ.): καθένας είναι ικανός στην ειδικότητά του, στο επάγγελμα ή στην τέχνη που ασκεί., εν είδει [ἐν εἴδει] (λόγ.): (+ γεν.) με τη μορφή, σαν: τραγούδι ~ ~ ύμνου. Δραστηριότητα ~ ~ παιχνιδιού. ΣΥΝ. δίκην, κάθε/παντός είδους & ειδών ειδών (+ ονομαστ. πληθ.): συμπεριλαμβανομένων όλων των ποικίλων στοιχείων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: ~ ~ άνθρωποι/εργασίες. Δεν επιτρέπεται κάθε ~ δόμηση. Ανάληψη κάθε ~ πρωτοβουλίας. Εκτυπώσεις παντός ~. ΣΥΝ. κάθε λογής & λογής λογής & λογιών λογιών, σε είδος: δίνοντας ως αντάλλαγμα πράγματα ή υπηρεσίες αντί για χρήματα: ανταλλαγή/εισφορές/παροχές ~ ~. Αμοιβή/πληρωμή ~ ~. Οικονομική ή ~ ~ συμμετοχή., στο είδος του: σε σχέση με άλλους ή άλλα στοιχεία της κατηγορίας στην οποία ανήκει: κλασικός/κορυφαίος/πρωτοπόρος ~ ~. Νέο μοντέλο αυτοκινήτου που θεωρείται ένα από τα καλύτερα ~ ~ (: στην κλάση του)., (είδος) υπό εξαφάνιση βλ. εξαφάνιση, είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, του χειρίστου είδους βλ. χείριστος [< 1,2: αρχ. εἶδος, αγγλ. species 3: γαλλ. espèce]

λογοτεχνικός

λογοτεχνικός, ή, ό λο-γο-τε-χνι-κός επίθ.: ΛΟΓΟΤ. που σχετίζεται με τη λογοτεχνία ή τον λογοτέχνη: ~ός: διαγωνισμός/τόπος. ~ή: αξία (ενός έργου)/δημιουργία/θεωρία/κριτική/μετάφραση/παράδοση/σύμβαση. ~ό: βραβείο (π.χ. Νόμπελ λογοτεχνίας)/περιοδικό/ταλέντο/ύφος. ~ές: εκδόσεις/εξελίξεις/τάσεις. ~ά: κείμενα (: πεζά, ποιητικά)/ρεύματα (βλ. κλασικ-, νατουραλ-, παρνασσ-, (υπερ)ρεαλ-, ρομαντ-ισμός). Καθιερώθηκε γρήγορα στους ~ούς κύκλους της εποχής του. ● επίρρ.: λογοτεχνικά ● ΣΥΜΠΛ.: λογοτεχνικά γένη/είδη: ΦΙΛΟΛ. κατηγοριοποίηση των έργων της λογοτεχνίας ως προς τα μορφολογικά ή θεματικά χαρακτηριστικά σε ευρύτερο (αφήγηση, δράμα, ποίηση) ή στενότερο επίπεδο (έπος, τραγωδία, σατιρικό δράμα, κωμωδία, λυρική ποίηση, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα)., λογοτεχνική/φιλολογική βραδιά βλ. βραδιά [< γαλλ. littéraire]

σόι

σόι σό-ι ουσ. (ουδ.) {σογ-ιού | σόγ-ια} (προφ.) 1. το σύνολο των συγγενών εξ αίματος ή/και εξ αγχιστείας· κατ' επέκτ. γενιά: ο παππούς και η γιαγιά από το ~ της μητέρας/του πατέρα μου. Οι γυναίκες/τα μέλη του ~ιού. Μαζεύτηκε το ~. Τα δύο ~ια (: του γαμπρού και της νύφης). Πβ. οικογένεια, συγγενολόι.|| Αριστοκρατικό/καλό/μεγάλο ~. Πήρε από το ~ μας. (υβριστ.) Αλήτης είσαι εσύ και όλο σου το ~. Πβ. φάρα. Βλ. γενεαλογία. 2. είδος, ποιότητα: Τι ~ άνθρωπος/τύπος είναι;|| (συχνά ειρων.-μειωτ.) Τι ~ φίλες είμαστε, αν δεν μου λες τα προβλήματά σου; Αυτό το μαγαζί δεν είναι/μου φαίνεται (και πολύ) ~ (: δεν είναι καλό. ΣΥΝ. της προκοπής). ● ΦΡ.: από (μεγάλο) σόι/τζάκι: από οικογένεια που θεωρείται καλή σύμφωνα με κάποια κοινωνικά κριτήρια (πλούτο, φήμη, καταγωγή): Κατάγεται/κρατάει ~ ~. Δεν είναι ~ ~. Πβ. από (καλό) σπίτι., σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο [< τουρκ. soy]

φατρία

φατρία φα-τρί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ομάδα προσώπων με κοινά συμφέροντα, τα οποία υπερασπίζεται και προωθεί, συνήθ. σε βάρος του συνόλου: αντιμαχόμενες/αντίπαλες/πολιτικές ~ες. ~ες του υποκόσμου. Πβ. κάστα, κλίκα, μερίδα, συντεχνία, φράξια. Βλ. καμαρίλα, κύκλος, λόμπι. [< μτγν. φρατρία 'μηχανορραφία', αγγλ.-γαλλ. clan]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.