Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]

γαλβανόμετρο

γαλβανόμετρο γαλ-βα-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ανίχνευσης και μέτρησης ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων και τάσεων. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. galvanomètre]

στεφάνη

στεφάνη στε-φά-νη ουσ. (θηλ.) 1. δακτύλιος που περιβάλλει κάτι: μεταλλική ~. ~ του βαρελιού (πβ. τσέρκι)/του κέρματος/του τροχού. ΣΥΝ. στεφάνι (5) 2. ΙΑΤΡ. ακίνητη προσθετική αποκατάσταση του δοντιού, η οποία το καλύπτει εξ ολοκλήρου και μόνιμα: τεχνητή ~. Πβ. θήκη, κορόνα. Βλ. γέφυρα. 3. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) το μεταλλικό, στρογγυλό τμήμα του καλαθιού: Η μπάλα βρήκε στη ~. 4. ΒΟΤ. το σύστημα των πετάλων του άνθους: κάλυκας και ~. Βλ. περιάνθιο. 5. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινός δακτύλιος γύρω από ουράνιο σώμα, κυρ. η ζώνη που παραμένει ορατή γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη κατά την ολική έκλειψη: ηλιακή ~. Πβ. άλως, στέμμα. [< 1,2,3,5: μτγν. στεφάνη, γαλλ. couronne 4: γαλλ. corolle]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.