γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα).2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης.3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη.4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~.5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~.6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο.8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου.9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~.10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]
γαλβανόμετρο
γαλβανόμετρο γαλ-βα-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ανίχνευσης και μέτρησης ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων και τάσεων. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. galvanomètre]
στεφάνη
στεφάνη στε-φά-νη ουσ. (θηλ.) 1. δακτύλιος που περιβάλλει κάτι: μεταλλική ~. ~ του βαρελιού (πβ. τσέρκι)/του κέρματος/του τροχού. ΣΥΝ. στεφάνι (5) 2. ΙΑΤΡ. ακίνητη προσθετική αποκατάσταση του δοντιού, η οποία το καλύπτει εξ ολοκλήρου και μόνιμα: τεχνητή ~. Πβ. θήκη, κορόνα. Βλ. γέφυρα.3. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) το μεταλλικό, στρογγυλό τμήμα του καλαθιού: Η μπάλα βρήκε στη ~.4. ΒΟΤ. το σύστημα των πετάλων του άνθους: κάλυκας και ~. Βλ. περιάνθιο.5. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινός δακτύλιος γύρω από ουράνιο σώμα, κυρ. η ζώνη που παραμένει ορατή γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη κατά την ολική έκλειψη: ηλιακή ~. Πβ. άλως, στέμμα. [< 1,2,3,5: μτγν. στεφάνη, γαλλ. couronne 4: γαλλ. corolle]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.