γίββωνας γίβ-βω-νας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) γίβωνας: ΖΩΟΛ. ανθρωποειδής μονογαμικός πίθηκος της ΝΑ Ασίας (οικογ. Hylobatidae) με λεπτό σώμα, μακριά δυνατά χέρια και χωρίς ουρά, ο οποίος ζει πάνω σε δέντρα. Βλ. γορίλας, ουρακοτάγκος, χιμπατζής. [< γαλλ. gibbon]
γορίλας
γορίλας γο-ρί-λας ουσ. (αρσ.) {-ών κ. -ίλων} 1. ΖΩΟΛ. ο μεγαλύτερος και εξυπνότερος ανθρωποειδής πίθηκος (επιστ. ονομασ. Gorilla gorilla) με μαύρο τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι και μακριά χέρια, ο οποίος περπατάει στα τέσσερα, είναι φυτοφάγος, μπορεί να αναρριχάται και ζει σε οικογενειακό περιβάλλον κατά μικρές ομάδες στα δάση της τροπικής Αφρικής. Βλ. γίββωνας, ουρακοτάγκος, χιμπατζής.2. (μτφ.-μειωτ.) άνδρας σωματώδης με άξεστη ή βίαιη συμπεριφορά· ειδικότ. σωματοφύλακας, μπράβος. Πβ. αγριάνθρωπος.|| Εμφανίστηκε περιτριγυρισμένος από τους ~ες του. Πβ. φουσκωτός. ● Υποκ.: γοριλάκι (το): στη σημ.1. [< μτγν. Γόριλλαι (αἱ) 'φυλή τριχωτών γυναικών', νεολατ. gorilla 2: γαλλ. gorille, 1954]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.