Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γίγας γί-γας ουσ. (αρσ.) {-αντος | -άντων} 1. (λόγ.) γίγαντας. 2. (στην ονομαστ.) πολύ μεγάλος σε μέγεθος: (ως παραθετικό σύνθ.) καλαμάρι-~ (= γιγάντιο). Πίτσα-~.|| Αναψυκτικό σε συσκευασία ~ (πβ. μάξι). Πβ. υπερμεγέθης. [< αρχ. γίγας]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.