γίγνεσθαι γί-γνε-σθαι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (λόγ.) η μεταβαλλόμενη κατάσταση σε κάποιον τομέα, οι εξελίξεις: το διεθνές/επιχειρηματικό/εργασιακό/ιστορικό/κοινωνικό/πνευματικό/πολιτικό ~. Η πορεία του οικονομικού ~. Αναβάθμιση του πολιτιστικού ~.2. ΦΙΛΟΣ. η συνεχής κίνηση και μεταβολή των πάντων: το αιώνιο/κοσμικό ~. Πβ. τα πάντα ρει. Βλ. είναι. ● ΦΡ.: εν τω γίγνεσθαι (αρχαιοπρ.): στη φάση της δημιουργίας και της εξέλιξής του: παρακολούθηση ενός έργου/μιας κατάστασης ~ ~. [< αρχ. γίγνεσθαι]
είναι
είναι[εἶναι] εί-ναι ουσ. (ουδ.) 1. ψυχή, ψυχισμός: Έδωσε/συμμετείχε με όλο της το ~.2. (μτφ.) ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ (= η ζωή) μου!3. ΦΙΛΟΣ. η πραγματικότητα· η αληθινή υπόσταση ενός όντος: φαίνεσθαι και ~. ΑΝΤ. γίγνεσθαι (2) [< αρχ. εἶναι, γερμ. Sein, γαλλ. être]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.