Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γίγνεσθαι γί-γνε-σθαι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (λόγ.) η μεταβαλλόμενη κατάσταση σε κάποιον τομέα, οι εξελίξεις: το διεθνές/επιχειρηματικό/εργασιακό/ιστορικό/κοινωνικό/πνευματικό/πολιτικό ~. Η πορεία του οικονομικού ~. Αναβάθμιση του πολιτιστικού ~. 2. ΦΙΛΟΣ. η συνεχής κίνηση και μεταβολή των πάντων: το αιώνιο/κοσμικό ~. Πβ. τα πάντα ρει. Βλ. είναι. ● ΦΡ.: εν τω γίγνεσθαι (αρχαιοπρ.): στη φάση της δημιουργίας και της εξέλιξής του: παρακολούθηση ενός έργου/μιας κατάστασης ~ ~. [< αρχ. γίγνεσθαι]

είναι

είναι[εἶναι] εί-ναι ουσ. (ουδ.) 1. ψυχή, ψυχισμός: Έδωσε/συμμετείχε με όλο της το ~. 2. (μτφ.) ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ (= η ζωή) μου! 3. ΦΙΛΟΣ. η πραγματικότητα· η αληθινή υπόσταση ενός όντος: φαίνεσθαι και ~. ΑΝΤ. γίγνεσθαι (2) [< αρχ. εἶναι, γερμ. Sein, γαλλ. être]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.