Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γίνομαι γί-νο-μαι ρ. {έγινα (λαϊκό) γίνηκα, γίνει, (λόγ.) γινόμενος, γινωμένος} & (λαϊκό) γένομαι {γενεί, γενόμενος} 1. αποκτώ μια ιδιότητα, αναπτύσσομαι, διαμορφώνομαι· μεταβάλλομαι σε κάτι διαφορετικό: Πώς ~ μέλος του φόρουμ; Μερικοί λένε ότι ο άνθρωπος γεννιέται, δεν ~εται. Πώς έγινε (= δημιουργήθηκε) το Σύμπαν; Ο ουρανός έγινε μαύρος (= μαύρισε). Εκνευρίστηκε και έγινε έξω φρενών/πυρ και μανία. Γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Τα προβλήματά του έγιναν πιο μεγάλα (= μεγάλωσαν). Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις (: για επάγγελμα); Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου (= να με παντρευτείς); Τα αίτια της έκρηξης δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά (= δεν έχουν γνωστοποιηθεί). Δεν είναι πια άρρωστος, έχει γίνει καλά (= έχει γιατρευτεί, θεραπευτεί).|| Με τη δράση των ενζύμων το γάλα ~εται γιαούρτι. Πβ. αλλάζω. Βλ. ξανα~, παρα~. 2. οδηγούμαι σε μια συνήθ. αρνητική κατάσταση, καταντώ: Μη ~εσαι παιδί (= μην παιδιαρίζεις), σκέψου ώριμα. Έτσι που έγιναν (= ήρθαν) τα πράγματα, τίποτα δεν μας σώζει. Έχει γίνει έρμαιο των παθών του. Τι θα γίνουν (= απογίνουν) τα φυτά μου, αν λείψω από το σπίτι; Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς εσένα; Πβ. καταλήγω. 3. μεταβάλλομαι αριθμητικά, φτάνω σε κάποιο αριθμό: Αν γίνουμε πολλοί, θα κλείσουμε τραπέζι. Από δύο που ήμασταν γίναμε πέντε (πβ. ανέρχομαι).γίνεται 1. πραγματοποιείται, συμβαίνει: Η δειγματοληψία ~ από επίσημη Αρχή (πβ. διεξάγεται, συντελείται). ~ονται έρευνες/μελέτες/πειράματα/προγράμματα επιμόρφωσης/σχέδια. Έγινε επεισόδιο/καβγάς/μάχη/πόλεμος/σεισμός/φασαρία. Τι θα γίνει άραγε, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Πβ. λαμβάνει χώρα. Βλ. ξε~. 2. δημιουργείται, κατασκευάζεται· ετοιμάζεται· (για καρπό) ωριμάζει: Η μπίρα ~ από κριθάρι. Τα παιχνίδια γίνονται από ανακυκλώσιμα υλικά.|| Το φαγητό ~.|| Τα σύκα δεν έχουν γίνει ακόμη (βλ. γινωμένος). 3. (απρόσ. + να) είναι εφικτό, μπορεί να συμβεί: Δεν ~ να έρθω σήμερα, γιατί θα λείπω. ~ να συναντηθούμε λίγο αργότερα;|| Απίστευτο; Κι όμως, ~. Αυτό δεν ~, ξέχασέ το! 4. (απρόσ. + να) είναι δυνατόν: Δεν ~ να φταίω πάντα εγώ! Πώς ~ να είσαι τόσο αδιάφορη; (: πώς μπορείς να ...).|| Δεν ~ (= δεν πρέπει) να μιλάς έτσι! ● ΦΡ.: γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο (μτφ.-προφ.): γελοιοποιούμαι, εκτίθεμαι δημόσια: Σταμάτα να γίνεσαι ~! ΣΥΝ. γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη), δεν γίνεται τίποτα 1. δεν μπορεί να προκύψει καλό αποτέλεσμα: Με γκρίνια/χωρίς δουλειά ~ ~. 2. δεν είναι δυνατόν να δοθεί λύση σε ένα πρόβλημα: Λυπάμαι, κύριέ μου, ~ ~ για την υπόθεσή σας!, δεν έγινε (και) τίποτα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν είναι σοβαρό, άξιο σημασίας: Κοιτάξτε να τα βρείτε, ~ ~. Πβ. δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος., δεν ξέρεις τι σου γίνεται (προφ.): είσαι σε πλήρη σύγχυση, έχεις παντελή άγνοια: ~ ~, τα 'χεις χαμένα πια!|| ~ ~ από υπολογιστές. Στη χημεία δεν ξέρω τι μου ~. Πβ. έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα., έγινε! (προφ.-εμφατ.): εντάξει: -Θα τα πούμε το βράδυ. -~!, έγινε/γίνεται το έλα να δεις (προφ.): για μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, σύγχυση. ΣΥΝ. έγινε κόλαση/της κολάσεως, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, για να υποτιμηθεί κάτι: Δεν πήγες καλά στο τεστ αλλά ~ ~; Πβ. ε, και; (ε) κι έπειτα/ύστερα; και λοιπόν; ΣΥΝ. τι σημασία έχει;, κουβέντα/λόγος να γίνεται & σε κουβέντα να βρισκόμαστε (συχνά ειρων.): για άσκοπη συζήτηση: Δεν καταλήξαμε κάπου, απλά ~ ~., ό,τι έγινε έγινε & (λόγ.) ο γέγονε γέγονε (ΚΔ): συγκαταβατικά για κάτι αρνητικό που φαίνεται ανεπανόρθωτο ή δύσκολα αναστρέψιμο: ~ ~, από εδώ και πέρα να δούμε τι θα κάνουμε ... Καλώς ή κακώς ~ ~ και δεν αλλάζει. ΣΥΝ. ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται, ό,τι και να γίνει/ό,τι κι αν γίνει: ό,τι και να συμβεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση: ~ ~, εμείς δεν το βάζουμε κάτω., πώς γίνεται/έγινε να .../και ...; (προφ.): πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει: ~ ~ να μην μπορείς να βρεις μια δουλειά; Πώς έγινε και κάναμε το ίδιο λάθος;, τι γίνεται/τι έγινε; & τι γίνεσαι; (προφ.): τι κάνεις; πώς είσαι; ~ ~, είσαι καλά; (οικ.) Τι μου γίνεσαι;, τι θα γίνει; (προφ.): για δήλωση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~ (επιτέλους/τέλος πάντων), θα μας αφήσετε ήσυχους;, τι να γίνει;: για δήλωση συγκατάβασης, συμβιβασμού: ~ ~, δεν μπορείς να τα έχεις όλα. ~ ~, ό,τι έγινε δεν αλλάζει., ως μη γενόμενο(ς)/γενόμενη (λόγ.): σαν να μην έχει γίνει: Απέκρυψε το γεγονός και το θεώρησε ως μη γενόμενο., (γίνεται) της ανωμαλίας βλ. ανωμαλία, (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, γίναμε μαντάρα βλ. μαντάρα, γίναμε/θα γίνουμε βίδες βλ. βίδα, γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος βλ. ντόρος, γίνεται σαλάτα βλ. σαλάτα, γίνεται της κακομοίρας βλ. κακομοίρης, γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, γίνεται το σώσε βλ. σώσε, γίνεται/γίναμε μύλος βλ. μύλος, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, γίνομαι αντιληπτός βλ. αντιληπτός, γίνομαι ένα (με κάποιον/κάτι) βλ. ένα, γίνομαι θηρίο βλ. θηρίο, γίνομαι κακός βλ. κακός, γίνομαι κώλος βλ. κώλος, γίνομαι λιώμα βλ. λιώμα, γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) βλ. μπίλια, γίνομαι μπουρλότο βλ. μπουρλότο, γίνομαι πύραυλος βλ. πύραυλος, γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη) βλ. ρεζίλι, γίνομαι σκυλί βλ. σκυλί, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) βλ. βάρος, γίνομαι/είμαι κομμάτια βλ. κομμάτι, γίνομαι/είμαι περδίκι βλ. περδίκι, γίνομαι/είμαι πίτα βλ. πίτα, γίνομαι/είμαι σταφίδα βλ. σταφίδα, γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί, γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι βλ. τύφλα, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον βλ. θυσία, έγινε βούκινο βλ. βούκινο, έγινε διπλός/διπλάσιος βλ. διπλός, έγινε καπνός βλ. καπνός, έγινε κάρβουνο βλ. κάρβουνο, έγινε λαγός βλ. λαγός, έγινε Λούης βλ. Λούης, έγινε πραγματικότητα βλ. πραγματικότητα, έγινε/είναι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, έχω γίνει λάστιχο βλ. λάστιχο, κάνω (κάποιον) Τούρκο/γίνομαι Τούρκος βλ. Τούρκος, Τουρκάλα, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη, μου γίνεται/έγινε τσιμπούρι βλ. τσιμπούρι, ντέφι να γίνει βλ. ντέφι, ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται βλ. ξεγίνεται, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει βλ. θέλω, όπερ και εγένετο βλ. όπερ, πες το κι έγινε βλ. λέω, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το πάθημα (γίνεται/μου έγινε/να σου γίνει) μάθημα βλ. πάθημα, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε βλ. χώμα ● βλ. γινωμένος [< μτγν. γίνομαι]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

άνθρωπος

άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]

αντιληπτός

αντιληπτός, ή, ό [ἀντιληπτός] α-ντι-λη-πτός επίθ.: που τον αντιλαμβάνεται κάποιος μέσω των αισθήσεων ή της νόησης: ~ός: κίνδυνος. ~ή: αξία/διαφορά. Ήχοι που δεν γίνονται ~οί από το ανθρώπινο αυτί (βλ. υπέρ-, υπό-ηχος). Πβ. αισθητός. Βλ. ανεπαίσθητος, καταληπτός. ● ΦΡ.: γίνομαι αντιληπτός 1. κινώ την προσοχή κάποιου, κάνω κάποιον να με παρατηρήσει: Έφυγε, χωρίς να γίνει ~. Η απουσία του έγινε ~ή. ΑΝΤ. περνά απαρατήρητος 2. είμαι κατανοητός: Έγινα ~ (= με κατάλαβες);|| (απρόσ.) Δεν έγινε ~ό ότι ... [< μτγν. ἀντιληπτός]

ανωμαλία

ανωμαλία [ἀνωμαλία] α-νω-μα-λί-α ουσ. (θηλ.) {ανωμαλιών} 1. ΙΑΤΡ. οργανική βλάβη, δυσλειτουργία: ανατομική/γενετική/γονιδιακή/εγκεφαλική/ορμονική/σωματική ~. ~ της ηπατικής λειτουργίας/της όρασης (λ.χ. μυωπία)/του οργανισμού. Αναπτυξιακές/βιοχημικές/διαθλαστικές/καρδιακές/λειτουργικές/μεταβολικές/μορφολογικές/χρωμοσωμικές (π.χ. σύνδρομο ντάουν) ~ες. Πβ. διαταραχή. 2. (μτφ.) κάθε απόκλιση από τον κανόνα, τη νόρμα, από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό: οικονομική/πολιτική/ψυχική (= ψυχ~) ~. Βαρυτικές/εσωτερικές/κλιματικές/μαγνητικές ~ες. Η ανυπόστατη φημολογία προκάλεσε ~ στην αγορά (πβ. ανα-στάτωση, -ταραχή). Το σύστημα λειτούργησε παρά την ~ που παρουσιάστηκε στο δίκτυο (πβ. ζημιά). Διαχειριστικές ~ες (πβ. παρατυπία).|| Σεξουαλικές ~ες. Βλ. βίτσιο, διαστροφή.|| (προφ.) Ε, ρε ~ που δέρνει τον κοσμάκη! 3. {συνήθ. στον πληθ.} (για επιφάνεια) απουσία ομαλότητας και κατ' επέκτ. ανώμαλος σχηματισμός: εγκάρσιες/εδαφικές ~ες. Αποκατάσταση ~ών στο οδόστρωμα. ΑΝΤ. ομαλότητα ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική/συγγενής ανωμαλία: ΙΑΤΡ. που υπάρχει εκ γενετής: σπάνια/συχνή ~ ~. Συγγενείς ~ες των νεφρών/του ουροποιητικού συστήματος. Πρόληψη γενετικών ~ών σε νεογέννητα. [< αγγλ. congenital abnormality] ● ΦΡ.: (γίνεται) της ανωμαλίας (νεαν. αργκό): για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης: Στην παραλία γινόταν ~ ~, πατείς με πατώ σε! Πβ. χαμός. [< αρχ. ἀνωμαλία 1,2: γαλλ. anomalie, αγγλ. anomaly]

βαπόρι

βαπόρι βα-πό-ρι ουσ. (ουδ.) {βαπορ-ιού} (λαϊκό-παρωχ.) & (λαϊκότ.) παπόρι: ατμόπλοιο. ΣΥΝ. καράβι, πλοίο ● ΦΡ.: κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι (μτφ.-προφ.): εξοργίζω ή εξοργίζομαι. Πβ. μπουρλότο, πύραυλος. [< ιταλ. vapore]

βάρος

βάρος βά-ρος ουσ. (ουδ.) {βάρ-ους | -η, -ών} 1. ΦΥΣ. βαρυτική δύναμη με την οποία ένα σώμα έλκεται από τη Γη· κυρ. κατ' επέκτ. το μέτρο αυτής της δύναμης, το πόσο ζυγίζει ένα σώμα σύμφωνα με αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης: το ~ της ατμόσφαιρας (= πίεση). Σώμα μικρού (= ελαφρύ)/μεγάλου (= βαρύ) ~ους. Συνολικό ~ ενός αντικειμένου σε γραμμάρια/κιλά. Το ~ μιας αποσκευής. Μονάδα ~ους. Υπολογισμός του ~ους κατά προσέγγιση. Φορτηγά με μέγιστο επιτρεπόμενο ~ μέχρι ... τόνους. Βλ. αντίβαρο, μάζα, όγκος.|| (για πρόσ.) Ιδανικό/περιττό σωματικό ~. Αύξηση/έλεγχος/μείωση/μέτρηση του ~ους. Δίαιτα για απώλεια/χάσιμο ~ους. Έχει κανονικό/σταθερό/φυσιολογικό ~. Χαμηλό/μικρό ~ γέννησης. Χάνω ~ (= αδυνατίζω). Διατηρώ/ελέγχω/προσέχω/ρυθμίζω το ~ μου. 2. (μτφ.) αίσθημα σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης: Νιώθω ένα ~ στο κεφάλι/στην κοιλιά/στο στομάχι (πβ. δυσφορία, ενόχληση). Έχω ένα ~ στην καρδιά/στην ψυχή μου (πβ. πλάκωμα). Το έχω ~ στη συνείδησή μου (πβ. τύψεις). Ασήκωτο το ~ των υποχρεώσεων. Είναι μεγάλο ~ να ... Σε μένα έπεσε το ~ (= η ευθύνη). Έδιωξα το/μου έφυγε ένα ~ από πάνω μου (= απαλλάχτηκα, ανακουφίστηκα, λυτρώθηκα)! Το ~ της ηλικίας/των χρόνων. 3. κάθε υλικό σώμα που ζυγίζει πολύ: Δεν μπορώ να κουβαλήσω/μεταφέρω/σηκώσω μόνος μου τόσο ~. Πβ. φορτίο.|| Το ράφι θα σπάσει από το ~. 4. βαρύτητα, σημασία: Το ~ της παρουσίας κάποιου. Το ~ της λέξης. Η γνώμη/ο λόγος του έχει ~ (= κύρος). Συντελεστής ~ους της εξέτασης/της εργασίας.βάρη (τα) 1. ΑΘΛ. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μεταλλικούς δίσκους ποικίλης μάζας, προσαρμοσμένους στις άκρες μεταλλικής ράβδου: ασκήσεις/γυμναστική/προπόνηση με ~. Κάνω/σηκώνω ~. Πβ. αλτήρες, βαράκια. 2. (μτφ.) (οικονομικές) ευθύνες, υποχρεώσεις και η ψυχολογική πίεση που συνεπάγονται: δημόσια/φορολογικά ~ για τους πολίτες. 3. βαρίδια: (στην κατάδυση:) ~ πόντισης. Γιλέκο ~ών. 4. σταθμά, ζύγια: πρότυπα ~. ~ για ζυγαριά. Πβ. αντίβαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών: ΑΘΛ. για την κατηγοριοποίηση κυρ. αθλητών ανάλογα με τα κιλά τους: Χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία, στην κατηγορία ~ ~. Αρσιβαρίστες βαρέων βαρών. Διπλό σκιφ ελαφρών βαρών ανδρών/γυναικών.|| Τετράκωπος ελαφρών βαρών.|| (μτφ.-ειρων.) Διανοούμενοι "ελαφρών βαρών". Πρόστιμο "βαρέων βαρών" (= καμπάνα)., (όλο) το βάρος της ευθύνης βλ. ευθύνη, άρση βαρών βλ. άρση, ατομικό βάρος βλ. ατομικός, ειδικό βάρος βλ. ειδικός, ιδανικό βάρος βλ. ιδανικός, ισοδύναμο βάρος βλ. ισοδύναμος, καθαρό βάρος βλ. καθαρός, κέντρο βάρους βλ. κέντρο, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μοριακό βάρος βλ. μοριακός, νεκρό βάρος βλ. νεκρός, οικογενειακά βάρη βλ. οικογενειακός, το βάρος (της) απόδειξης βλ. απόδειξη, τυπικό βάρος βλ. τυπικός, ωφέλιμο φορτίο/βάρος βλ. ωφέλιμος ● ΦΡ.: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε: (αρχαιοπρ.) προτροπή για αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση και αλληλεγγύη: Για την πρόοδο της επιχείρησης απαιτείται σύμπραξη· ~ ~!, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) (προφ.): προκαλώ ενόχληση, ταλαιπωρία ή οικονομική επιβάρυνση: Δεν θέλω να σου ~ ~., δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι): επικεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή μου (αποκλειστικά) σε κάτι: ~ ~ στη δουλειά/στην οικογένεια., σε βάρος (κάποιου) & (λόγ.) εις βάρος: εναντίον κάποιου ή προς βλάβη, ζημία του: Ασκήθηκε (ποινική) δίωξη/εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις ~ του.|| Ζει ~ ~ των άλλων (πβ. παράσιτο). Αισχροκέρδεια ~ ~ των καταναλωτών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος αποβαίνει ~ ~ της ανθρωπότητας., υπό το βάρος (λόγ.) & κάτω από το βάρος: υπό την (ψυχολογική) πίεση: Γονάτισε/λύγισε ~ ~ των προβλημάτων/των χρεών.|| (κυριολ.) Οι ράμπες υποχώρησαν ~ ~ του οχήματος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος [< αρχ. βάρος, γαλλ. poids, αγγλ. weight]

βίδα

βίδα βί-δα ουσ. (θηλ.) {βιδών}: καρφί ποικίλων διαστάσεων με ελικοειδείς αυλακώσεις στον κορμό και εσοχή στην κεφαλή, το οποίο με περιστροφικές κινήσεις εισχωρεί συνήθ. σε οπές ανάλογου μεγέθους, για να στερεωθούν ή να συναρμολογηθούν αντικείμενα ή κατασκευές: ανοξείδωτες/εξάγωνες/μεταλλικές/φρεζάτες ~ες. Οι βόλτες/το σπείρωμα μιας ~ας. ~ες ασφάλισης/ρύθμισης (π.χ. της παροχής νερού)/συγκράτησης (π.χ. της κόρνας στο τιμόνι). Τοποθέτηση των ραφιών με ~ες στον τοίχο. (Ξε)βιδώνω/σφίγγω τη ~. Οι ~ες του τραπεζιού έχουν (ξε)λασκάρει/χαλαρώσει. Πβ. κοχλίας. Βλ. γκρόβερ, ούπα, παξιμάδι, ροδέλα, ξυλό-, σταυρό-βιδα.βίδες (οι): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. φουζίλι. Βλ. λαζάνια, πένες, φαρφάλες. ● Υποκ.: βιδάκι (το), βιδούλα & βιδίτσα (η) ● ΦΡ.: γίναμε/θα γίνουμε βίδες (αργκό): για άσχημο τσακωμό: Πρόσεξε πώς μιλάς, γιατί θα γίνουμε ~ εδώ μέσα! ΣΥΝ. γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), γίνομαι μπίλιες (με κάποιον), κάνω βίδες (λαϊκό-μτφ.) 1. (για αντικείμενα, συσκευές, μηχανές) διαλύω, αποσυναρμολογώ ή καταστρέφω: Έκανε ~ το κινητό/τον υπολογιστή.|| (για ατύχημα) Το αυτοκίνητο έγινε βίδες (= σμπαράλια). Πβ. φύλλο (και) φτερό. ΣΥΝ. κάνω κομμάτια (1), σμπαραλιάζω (1) 2. (για πρόσ.) αποστομώνω, νικώ: Τους έκανε όλους ~., του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα (μτφ.-προφ.): τρελάθηκε, παλάβωσε: Γιατί κάνει έτσι; Του ~ ~; Τελικά δεν θέλει και πολύ για να σου στρίψει η βίδα. [< βεν. vida]

βούκινο

βούκινο βού-κι-νο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): μεγάλο κοχύλι ή κέρατο βοδιού που το χρησιμοποιούσαν ως σάλπιγγα. Πβ. μπουρού. Κυρ. στις ● ΦΡ.: έγινε βούκινο (μτφ.-προφ.): (για προσωπική υπόθεση) διαδόθηκε ευρέως: Το μυστικό του έγινε ~. Όσα είπα, να μείνουν μεταξύ μας, μη γίνουμε (και) ~., κάνω βούκινο (μτφ.-προφ.): διαδίδω, κοινοποιώ κάτι κρυφό, εμπιστευτικό: Κάποιος τους είδε μαζί και το έκανε ~ (= τούμπανο). Πβ. δια-λαλώ, -τυμπανίζω., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι βλ. κόσμος [< μεσν. βούκινον]

γινωμένος

γινωμένος, η, ο γι-νω-μέ-νος επίθ. (προφ.) 1. (συνήθ. για καρπό) ώριμος και κατ' επέκτ. μαλακός, ζουμερός: ~ες: μπανάνες/ντομάτες. ~α: σύκα. Πβ. μεστός. ΑΝΤ. άγουρος.|| ~ο: ζυμάρι/προζύμι (= φουσκωμένο). ΑΝΤ. αγίνωτος (1) 2. φτιαγμένος, καμωμένος: στεφάνι ~ο από άνθη. ● βλ. γίνομαι

διπλός

διπλός, ή, ό δι-πλός επίθ. & (λόγ.) διπλούς 1. που είναι δύο (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι, σε μέγεθος, ποσότητα: ~ός: κίνδυνος/κόπος. ~ό: όφελος.|| ~ός: μισθός. ~ή: δόση/τιμή/χρέωση. ~ό: κέρδος/σκορ. ~ά: έξοδα. Πβ. διπλάσιος. Βλ. τρί-, τετρά-, πεντά-διπλος.|| (ως ουσ. στον πληθ.) Κερδίζει τα ~ά (ενν. λεφτά).|| (ειδικότ. για ποτά ή φαγητά:) ~ός: ελληνικός (καφές)/εσπρέσο. ~ή: μερίδα (φαγητό). ~ό: ουίσκι. ΑΝΤ. απλός, κανονικός. 2. που αποτελείται από δύο μέρη ή έχει δύο μορφές: ~ός: αερόσακος (: οδηγού-συνοδηγού)/πάτος/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) πέλεκυς. ~ή: πόρτα (: ασφαλείας)/πρόσοψη. ~ό: άλμπουμ (με τραγούδια)/τεύχος (περιοδικού) (: με διπλάσια ύλη)/φύλλο (τετραδίου). ~ό: λεωφορείο (= διώροφο). ~οί: προβολείς (αυτοκινήτου). ~ά: παράθυρα (: με ~ό τζάμι για καλύτερη θερμομόνωση και ηχομόνωση).|| (ΑΘΛ.) ~ό: σκιφ (= με δύο κωπηλάτες).|| ~ός: στόχος/συμβολισμός. ~ή: ευκαιρία/προστασία. Λέξεις με ~ή σημασία (= αμφίσημες). Πβ. διττός. 3. που γίνεται ή επαναλαμβάνεται δύο φορές· που αφορά δύο πρόσωπα ή γεγονότα: ~ός: έλεγχος/κόμπος/υπολογισμός. ~ή: περιστροφή/προσπάθεια.|| (ΑΘΛ.) ~ός: αγώνας/τελικός (εντός και εκτός έδρας).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κάντε ~ό κλικ στο εικονίδιο.|| ~ός: φόνος. ~ή: γιορτή/νίκη. 4. σχεδιασμένος για δύο άτομα: ~ός: καναπές. ~ή: κουβέρτα. ~ό: κρεβάτι/στρώμα. Βλ. ημί-, υπέρ-διπλος. ΑΝΤ. μονός (1) 5. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα δύο πλευρές, εκ των οποίων η μία συνήθ. είναι κρυφή: ~ός: εαυτός (βλ. διχασμένη προσωπικότητα, σχιζοφρένεια). ~ή: όψη (ζητήματος)/τακτική. ~ό: πρόσωπο (: ανειλικρινές).|| ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό δύο αντίπαλων κρατών).|| Κρατούσε ~ά (λογιστικά) βιβλία (βλ. φοροδιαφυγή). Βλ. -πλός. ● Ουσ.: διπλές (οι): ζαριά στην οποία και τα δυο ζάρια δείχνουν το δύο: Έφερε ~. Πβ. δυάρες. Βλ. ντόρτια, πεντάρες., διπλό (το) ΑΘΛ. 1. (προφ.) η εκτός έδρας νίκη ομάδας και το αντίστοιχο σύμβολο 2 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: Έφερε/πέτυχε το ~. 2. τρόπος διεξαγωγής αγωνίσματος (τένις, πινγκ πονγκ, μπάντμιντον), σύμφωνα με τον οποίο κάθε ομάδα αποτελείται από ένα ζευγάρι αθλητών: ~ ανδρών/γυναικών. 3. ανεπίσημος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, συχνά με αυτοσχέδια τέρματα ή μπασκέτες: Παιδιά θα παίξουμε ένα ~; Βλ. μονό. ● επίρρ.: διπλά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή ζωή: για παράλληλη εξωσυζυγική σχέση ή παράνομη, ύποπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα, η οποία κρατιέται σκόπιμα κρυφή: Έχει/ζει/κάνει ~ ~. [< γαλλ. double vie] , διπλή προσωπικότητα: διχασμένη., διπλή ταρίφα: αυξημένο τιμολόγιο ταξί για νυχτερινά δρομολόγια, από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί, ή για διαδρομές έξω από την έδρα του, εκτός περιμετρικής ζώνης: Τους χρέωσε ~ ~., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως 1. & με διπλή κατεύθυνση: με ροή οχημάτων σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: δρόμος ~ ~. ΑΝΤ. μονής κατεύθυνσης 2. προς δύο πλευρές: επικοινωνία ~ ~ (= αμφίδρομη)., οικογενειακό διπλό & διπλό: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) προπονητικός αγώνας που διεξάγεται μεταξύ παικτών της ίδιας ομάδας, με χρήση και των δύο τερμάτων., άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, διπλή άρθρωση βλ. άρθρωση, διπλή όραση βλ. όραση, διπλό ταυ βλ. ταυ, διπλός αστέρας βλ. αστέρας ● ΦΡ.: έγινε διπλός/διπλάσιος (προφ.): πάχυνε πολύ. ΑΝΤ. έμεινε (ο) μισός, έχει διπλό ρόλο 1. παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο: ~ ~ στην ταινία, καθώς υποδύεται δίδυμα αδέλφια. 2. (μτφ.) διττή συνεισφορά, επίδραση στην εξέλιξη ή διαμόρφωση κατάστασης: Η λειτουργία του εργαστηρίου ~ ~, αφενός ... και αφετέρου ... Θα ~ ~ στην ομάδα, ως προπονητής και παίκτης. 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΨΥΧΟΛ. διπλάσιες απαιτήσεις από πρότυπα αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς: Ο δάσκαλος στο ψηφιακό σχολείο ~ ~, του καθοδηγητή και υποστηρικτή. (κατ' επέκτ.) Η σύγχρονη γυναίκα καλείται να επιτελέσει τριπλό ρόλο: της μητέρας, της εργαζόμενης και της συζύγου., και του χρόνου διπλός/διπλή! (ευχετ. σε ανύπαντρο/-η): και του χρόνου να έχεις παντρευτεί: άντε, ~ ~! Πβ. και στα δικά σου., διπλά και τρίδιπλα βλ. τρίδιπλος, διπλής όψης/όψεως βλ. όψη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, τα βλέπω διπλά βλ. βλέπω ● βλ. διπλο- & διπλό-, δις2, τριπλός [< μτγν. διπλός, γαλλ.-αγγλ. double]

ένα

ένα [ἕνα] έ-να αριθμητ. απόλ. {ενός}: ο αριθμός ένα, ο πρώτος και ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός που εκφράζει την έννοια της μονάδας και έχει το αραβικό (1) ή το λατινικό (Ι) ως σύμβολό του: η γραμμή ~ (πβ. πρώτη) του μετρό. Βλ. δύο, τρία. ● ΦΡ.: γίνομαι ένα (με κάποιον/κάτι): ενώνομαι, συνδέομαι ή συμμαχώ: Στα δύσκολα γινόμαστε όλοι ~. Πραγματικότητα και φαντασία έγιναν ~., ένα κι ένα (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι όλα τα στοιχεία ενός συνόλου είναι εξαιρετικά, εκλεκτής ποιότητας: Όλα τους τα πράγματα είναι ~ ~., ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο (προφ.): για κάτι σαφές και αυτονόητο: Λοιπόν, ~ ~, θέλεις ή δεν θέλεις; ΣΥΝ. δύο και δύο κάνουν τέσσερα, ένα προς ένα 1. το καθένα ξεχωριστά, με κάθε λεπτομέρεια: Έψαξαν όλα τα δωμάτια ~ ~. 2. δηλώνει ότι κάθε στοιχείο ενός συνόλου συνδέεται με ένα και μόνο ένα στοιχείο ενός άλλου: (ΜΑΘ.) συνάρτηση ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Σχέση ~ ~ (1:1) (: κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με μία μόνο εγγραφή ενός άλλου). Βλ. σχέση ένα προς πολλά., με το ένα, με το δύο, με το τρία: για να δοθεί εκκίνηση: ~ ~, φύγαμε! [< γαλλ. à la une, à la deux, à la trois] , (το) νούμερο ένα βλ. νούμερο, ένα το κρατούμενο/δύο τα κρατούμενα βλ. κρατούμενο, ο υπ' αριθμόν ένα/δύο βλ. αριθμός, όλα σε ένα βλ. όλος, σχέση ένα προς πολλά βλ. σχέση, το έν(α) δεύτερο βλ. δεύτερος [< αρχ. ἕν]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θηρίο

θηρίο θη-ρί-ο ουσ. (ουδ.) 1. (συνήθ. παλαιότ. ή σε αφηγήσεις, παραμύθια) μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό: αιμοβόρο/φοβερό ~. Εξημέρωση/εξόντωση του ~ου. Τα (άγρια) ~α της ζούγκλας (βλ. λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πάνθηρας, τίγρη). Τον έφαγαν/τον κατασπάραξαν/του όρμησαν/του χίμηξαν τα ~α. Δάμασε/εξημέρωσε/πάλεψε με/σκότωσε το ~. (στη ρωμαϊκή εποχή:) Τα ~α της αρένας. Πβ. αγρίμι, ζουλάπι, θεριό.|| Μυθικά ~α. Το ~ της Αποκάλυψης (ΣΥΝ. τέρας). 2. (μτφ., για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βίαια ένστικτα: ανθρωπόμορφα ~α. Τους έδωσαν βορά/τροφή στα ~α. Πβ. αγριάνθρωπος, κτήνος. 3. (μτφ.-προφ.) γιγαντόσωμος άντρας ή εξαιρετικά ικανός άνθρωπος: Πώς να τα βάλεις μ' αυτό το ~; Είναι δύο μέτρα!|| Πώς τα κατάφερες βρε ~ο; Πβ. γίγαντας, τιτάνας. ΑΝΤ. νάνος. 4. (μτφ.) παιδί άτακτο ή/και με πρόωρη σωματική ανάπτυξη: Σωστό ~ έχει γίνει ο μικρός! 5. (μτφ.) όχημα ή αεροσκάφος που έχει μεγάλες διαστάσεις και συνήθ. ισχυρή μηχανή: τα ~α της ασφάλτου (: τα τζιπ).|| Ιπτάμενα ~α/~α των ουρανών (: τα αεροπλάνα). Πβ. μεγαθήριο. 6. ΙΣΤ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ο Σατανάς, ο Διάβολος: ο αριθμός του Θ~ου (: το 666). ● Ουσ.: θηρία (τα): ΖΩΟΛ. υποκλάση των θηλαστικών: Τα μαρσιποφόρα συγκαταλέγονται στα ~. ● Υποκ.: θηριάκι (το) : κυρ. στις σημ. 4, 5. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο βλ. θεριό ● ΦΡ.: γίνομαι θηρίο (μτφ.-προφ.): εξαγριώνομαι, θυμώνω πολύ: Έγινε ~ (= Τούρκος), όταν ανακάλυψε ότι τον εξαπάτησαν. ΣΥΝ. γίνομαι πύραυλος (2), σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< 1: αρχ. θηρίον]

θυσία

θυσία θυ-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (μτφ.) εκούσια προσφορά ή στέρηση αγαθού για την επίτευξη ενός σκοπού: οικονομική/προσωπική ~. ~ για την ελευθερία/την πίστη. Το ιστορικό/μνημείο της ~ας (των αγωνιστών). Με ~ της ζωής τους. Κάνω ~ες (= θυσιάζομαι). Ο πρωταθλητισμός απαιτεί/θέλει ~ες. Με μεγάλες/πολλές ~ες κατόρθωσε να αγοράσει σπίτι. Υφίσταται αιματηρές ~ες. Υποβλήθηκαν σε ~ες.|| (ΘΕΟΛ.) Η σταυρική ~ του Χριστού (= η Σταύρωση). Βλ. αυτο~, εθελο~. 2. (παλαιότ.) προσφορά σε θεότητα στο πλαίσιο λατρείας ή τελετουργίας: λατρευτική ~. Βλ. ανθρωπο~, ζωο~.|| (μτφ.) Το περιβάλλον έγινε ~ στον βωμό του κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: αναίμακτη θυσία βλ. αναίμακτος ● ΦΡ.: έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον (προφ.): ενεργώ με αυταπάρνηση και προσωπικό κόστος, προκειμένου να τον βοηθήσω: Γίνεται ~ για τον γιο της. Είναι ικανός να γίνει ~ για τους φίλους του., πάση θυσία: με κάθε μέσο, με οποιοδήποτε τίμημα: νίκη ~ ~. Πρέπει ~ ~ να προστατεύσουμε τον δασικό μας πλούτο. Πβ. οπωσδήποτε. [< 1: μτγν. θυσία, γαλλ. sacrifice 2: αρχ. ~]

ίσκιος

ίσκιος [ἴσκιος] ί-σκιος ουσ. (αρσ.) 1. σκιά ενός σώματος και συνεκδ. μορφή που είναι απροσδιόριστη λόγω σκοταδιού: Ένας πλάτανος ρίχνει τον ~ιο του στην πλατεία του χωριού. Ο ~ του φάνηκε στον τοίχο.|| Είδα έναν ~ιο πίσω από τη μάντρα. 2. (συνεκδ.) μέρος που δεν φωτίζεται και είναι σκιερό: δροσερός/παχύς ~. Κάτω από τον ~ιο του δέντρου/της ομπρέλας. Ψάχνω να βρω λίγο ~ιο να ξαποστάσω. 3. ΛΑΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: οι ~ιοι της νύχτας. Μιλάει με τους ~ιους. Πβ. πνεύμα. Βλ. αερικό, ξωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου (μτφ.-προφ.): τον ακολουθώ διαρκώς και παντού. Πβ. δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου., φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του (μτφ.-προφ.): είναι υπερβολικά φοβιτσιάρης. [< γαλλ. avoir peur de son ombre] [< μεσν. ίσκιος]

κακομοίρης

κακομοίρης, α, ικο κα-κο-μοί-ρης επίθ./ουσ. (οικ.): δυστυχισμένος, καημένος, φουκαριάρης: Τι τραβάει η ~α η μάνα τους!|| (ως ουσ.) Γέρασε, ο ~, και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Τι τους έφταιξε, ο ~ (πβ. ανθρωπάκος); Κάνει ό,τι μπορεί, η ~α. Πβ. κακορίζικος, καψερός, ταλαίπωρος.|| (ειρων.) Και νομίζεις, (β)ρε ~η, ότι σου είπε την αλήθεια; ΣΥΝ. κακόμοιρος ● Υποκ.: κακομοιρούλης , α, ικο ● ΦΡ.: γίνεται της κακομοίρας (προφ.): επικρατεί μεγάλη φασαρία, αναστάτωση: Πλακώθηκαν στο ξύλο και έγινε ~ (= χαμός). (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί θα γίνει ~! ΣΥΝ. γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής, κακομοίρη/κακομοίρα μου: απειλητ. προς τον συνομιλητή: Μη σε ξαναδώ μπροστά μου, γιατί χάθηκες, ~ ~! [< μεσν. κακομοίρης]

κακός

κακός, ή/ιά, ό κα-κός επίθ. {συγκρ. χειρότερος, υπερθ. (λόγ.) κάκιστος, χείριστος} ΑΝΤ. καλός 1. που χαρακτηρίζεται από αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους άλλους, που επιδιώκει να τους βλάψει ή/και χαίρεται με τη δυστυχία τους, που σκέφτεται και ενεργεί με δόλιο τρόπο: ~ός: χαρακτήρας (βλ. αισχρός, ανήθικος, πονηρός, φθονερός). Δεν είναι ~ άνθρωπος, απλά δύστροπος. Μην ακούς κανέναν, ο κόσμος είναι ~. Είναι ~, δεν νιώθει συμπόνια (βλ. άκαρδος, άπονος, άσπλαχνος). Γιατί είσαι τόσο ~ μαζί μου; Έλα τώρα, μη γίνεσαι ~! Πείτε με ~ό, αλλά δεν τους θέλω εδώ!|| Έχει ~ή/ιά ψυχή (= είναι κακόψυχος). Έδειξε την ~ή του πλευρά/το ~ό του πρόσωπο.|| ~ό: σκυλί (= άγριο, επιθετικό).|| (σε παραμύθια:) Ο ~ (ο) δράκος/λύκος. Η ~ιά μάγισσα (πβ. διαβολικός). ΑΝΤ. άκακος (1) 2. ανυπάκουος, αγενής, ανήθικος: (οικ.) Γιατί, ~ό κορίτσι, δεν έφαγες το φαΐ σου; Μην κάνεις παρέα με ~ά παιδιά (= παλιόπαιδα)! Πβ. απείθαρχος.|| ~ή: ανατροφή (βλ. κακοαναθρεμμμένος)/διαγωγή/συμπεριφορά. Έχει ~ούς τρόπους (βλ. ανάγωγος, απρεπής, κακομαθημένος). Ντροπή να λες ~ές λέξεις/~ά λόγια (= αισχρολογίες, βρισιές)! 3. που δεν έχει κοινωνική αναγνώριση, κακόφημος: ~ό: όνομα. ~ές: παρέες/συναναστροφές.|| ~ή: γειτονιά/περιοχή. 4. που δεν ανταποκρίνεται σε κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις: ~ός: εργοδότης (ΑΝΤ. δίκαιος)/πελάτης/πολίτης (πβ. ανεύθυνος, ασυνείδητος)/σύζυγος/υπάλληλος (πβ. ανέντιμος, ασυνεπής)/φίλος (βλ. υστερόβουλος). 5. ανίκανος, ακατάλληλος: ~ός: γιατρός/δάσκαλος/ηγέτης (πβ. ανάξιος)/ηθοποιός/μαθητής (= αδύνατος, αμελής)/οδηγός (πβ. απρόσεκτος)/παίκτης (βλ. αδέξιος)/συνομιλητής. Ήμουν πάντα ~ στη διπλωματία. 6. που δεν τηρεί κάποιες προδιαγραφές, που δεν είναι ικανοποιητικός ή/και ποιοτικός· ανεπαρκής: ~ός: μισθός (βλ. κακοπληρωμένος)/φωτισμός. ~ή: απόδοση/διαχείριση (= κακοδιαχείριση)/διατροφή/κατασκευή (πβ. κακοτεχνία)/κατάσταση/λειτουργία/οργάνωση/προσπάθεια/σοδειά/συνεργασία/(στοματική) υγιεινή/υγεία/φωνή (βλ. κακόφωνος)/φωτογραφία. ~ό: θέαμα/φαγητό (βλ. κακομαγειρεμένος). ~οί: δρόμοι (: με λακκούβες). ~ές: επιδόσες/υπηρεσίες. Μέτρια έως ~ή ταινία. Έχει ~ή ακοή/μνήμη/όραση (= μειωμένη). Η ομάδα έκανε ~ή εμφάνιση. Πήρε ~ούς (= χαμηλούς) βαθμούς. Κάνει ~ά (= άσχημα, δυσανάγνωστα) γράμματα. 7. ατυχής, άστοχος, λανθασμένος: ~ός: προγραμματισμός/συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: αρχή/βολή/διάγνωση/δικαιολογία/εκτίμηση/επιλογή/ιδέα/μεταχείριση (= κακομεταχείριση)/στάση/συμβουλή/συνεννόηση/τακτική/χρήση. ~ό: επιχείρημα/ξεκίνημα. ΑΝΤ. σωστός. 8. βλαβερός: ~ή: ακτινοβολία.|| ~ή: επίδραση/επιρροή. ~ές: συνήθειες (π.χ. κάπνισμα). ~ά: πρότυπα. Είναι ~ό για τα νεύρα σου. Δεν είναι ~ό (= είναι χρήσιμο) να ξέρεις πέντε πράγματα. ΑΝΤ. ωφέλιμος.|| (νηπιακή γλ.) Τζιζ ~ό/~ά (: για αποτροπή)! 9. δυσάρεστος, άσχημος: ~ή: γεύση/διάθεση (= κακοδιαθεσία)/εμπειρία/ψυχολογία. ~ό: όνειρο (= εφιάλτης). ~ές: ειδήσεις. ~ά: νέα. Μην κάνεις ~ές σκέψεις! 10. αρνητικός, δυσμενής: ~ός: καιρός (= κακοκαιρία)/οιωνός. ~ή: συγκυρία/χρονιά. ~ό: προαίσθημα/σημάδι (= γρουσούζικο, δυσοίωνο). ~ές: προοπτικές/συνθήκες. ~ή εποχή για επενδύσεις. Ήρθα μήπως σε ~ή (= ακατάλληλη) ώρα; Με βρίσκεις/πετυχαίνεις σε ~ή (= ακατάλληλη) στιγμή. Κατηγορεί την ~ή του μοίρα. Έριξα ~ή ζαριά. (σε χαρτοπαίγνιο και μτφ.:) Έχει ~ό χαρτί. Έρχονται ~ές μέρες (: θα χειροτερέψουν τα πράγματα). ΑΝΤ. ευνοϊκός.|| ~ά: σχόλια (= κακεντρεχή, κακόβουλα, κακοήθη). ~ές: πράξεις/προθέσεις. Δεν τον εμπιστεύομαι, έχει ~ό σκοπό (βλ. κακοπροαίρετος). Μου έκανε ~ή εντύπωση το ύφος του. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Του έδωσαν ~ές συστάσεις. Μη δίνεις σημασία στα ~ά λόγια. ΑΝΤ. θετικός. ● Ουσ.: ο κακός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): ο ~ της ταινίας (βλ. καρατερίστας)/υπόθεσης. ΑΝΤ. ο καλός ● επίρρ.: κακά: Είναι πολύ ~ (= άσχημα) φτιαγμένο! Βλ. κακώς. ΑΝΤ. καλά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: κακή θρέψη βλ. θρέψη, κακή πίστη βλ. πίστη, κακή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, κακό μάτι βλ. μάτι, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός ● ΦΡ.: γίνομαι κακός (προφ.): γίνομαι αντιπαθής λέγοντας σε κάποιον κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο: Να της πω ότι δεν της πάει ή θα γίνω ~; Χωρίς να θέλω να γίνω ~, ... Τώρα γίνεσαι λίγο ~!, δεν είναι (και) κακό (συγκαταβατικά, ως απάντηση ή σχόλιο): είναι αρκετά καλό: -Πώς σου φαίνεται; -~ ~!|| (ειρων.) Δεν ειν' κακό!, κακό χρόνο να 'χεις!: ως κατάρα., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, είναι κακός σύμβουλος βλ. σύμβουλος, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, η κακιά (η) ώρα βλ. ώρα, η σάρα (και) η μάρα (και το κακό συναπάντημα) βλ. σάρα, κακά τα ψέματα βλ. ψέμα, κακά, ψυχρά κι ανάποδα βλ. ανάποδα, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κακιά πεθερά βλ. πεθερά, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει βλ. σκυλί, κακό σπυρί να βγάλεις! βλ. σπυρί, κακός δαίμονας βλ. δαίμονας, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κακός, ψυχρός κι ανάποδος βλ. ψυχρός, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, ουδείς εκών κακός βλ. εκών, την κακή (και την ψυχρή) σου μέρα! βλ. μέρα, της κακιάς ώρας βλ. ώρα, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι [< αρχ. κακός]

καπνός

καπνός κα-πνός ουσ. (αρσ.) 1. {πληθ. -οί} μείγμα πολύ λεπτών σωματιδίων άνθρακα που διασπείρονται στον αέρα και προκύπτει από καύση: ο ~ της φωτιάς. Ο ~ από το εργοστάσιο/τα φουγάρα. ~ από θυμίαμα/κεριά. ~ και σκόνη (: από έκρηξη)/στάχτη/φλόγες. Σύννεφα ~ού. Βγαίνει ~ από την καμινάδα. Μας έπνιξε ο ~ (βλ. ασφυξία)! Δάκρυσαν τα μάτια μας απ' τον ~ό. Μαύροι/πυκνοί ~οί καλύπτουν την περιοχή. Η μηχανή βγάζει ~ούς.|| (ειδικότ. για τον ~ό του τσιγάρου) Δαχτυλίδια/τολύπες ~ού. Εθισμός/έκθεση στον ~ό. Έβγαλε τον ~ό απ' τα ρουθούνια/το στόμα. Φύσηξε τον ~ό στο πρόσωπό μου. Μυρίζει ~ό (πβ. καπν-, τσιγαρ-ίλα). Βλ. τζούρα. 2. ΒΟΤ. {πληθ. ουδ. καπν-ά} ποώδες μονοετές φυτό (επιστ. ονομασ. Nicotiana tabacum) με λευκά, ροζ ή κόκκινα σωληνοειδή άνθη και ωοειδή φύλλα πλούσια σε νικοτίνη· (ιδ.-συνεκδ. στον εν.) το προϊόν από την αποξήρανση και κατάλληλη επεξεργασία των φύλλων του που χρησιμοποιείται κυρ. για κάπνισμα: αρωματικός ~. ~ τσιγάρου, πίπας και ναργιλέ (βλ. τουμπεκί). ~ για στρίψιμο (βλ. ταμπάκο). Προϊόντα ~ού (βλ. καπνικός). Βλ. ΕΟΚ, καπνο-, χαρμάνι.καπνά (τα): τα αντίστοιχα φυτά, τα καπνόφυλλα ή οι καπνοκαλλιέργειες: ακατέργαστα/βιομηχανοποιημένα/επεξεργασμένα ~. Παραγωγή/ποικιλίες ~ών. Δουλεύει στα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός καπνός: (από τη διαδικασία εκλογής του πάπα): για να δηλωθεί επίτευξη συμφωνίας μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις: βγήκε ~ ~ για τη διάσωση των τραπεζών., ανιχνευτής καπνού βλ. ανιχνευτής, προπέτασμα καπνού βλ. προπέτασμα ● ΦΡ.: βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά & από τα νεύρα του (προφ.): είναι εξοργισμένος., δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά & όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά (παροιμ.): για να έχει κυκλοφορήσει μια φήμη υπάρχει λόγος, δηλ. ένα γεγονός-αφορμή που την προκάλεσε., έγινε καπνός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα χωρίς να γίνει αντιληπτός, εξαφανίστηκε: Μέχρι να έρθει η αστυνομία, οι δράστες είχαν γίνει ~. ΣΥΝ. γίνομαι μπουχός, έγινε Λούης, πάει καπνός (προφ.): για κάτι που συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό: Έχει να πέσει γέλιο που θα ~ ~! ΣΥΝ. πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτει/πέφτουν βροχή, σαν καπνός: πολύ γρήγορα, φευγαλέα: Διαλύθηκε/έφυγε/πέρασε ~ ~., τι καπνό φουμάρει (μτφ.-προφ.): τι είδους άνθρωπος είναι: Τώρα τον γνώρισα και δεν ξέρω ~ ~. [< αρχ. καπνός, γαλλ. fumée, αγγλ. smoke]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

κομμάτι

κομμάτι κομ-μά-τι ουσ. (ουδ.) {κομματ-ιού} (προφ.) 1. μέρος, στοιχείο διαχωρισμένο από ένα σύνολο: ένα ~ γλυκό/χαρτί. ~ κρέατος (πβ. μερίδα, τεμάχιο)/ψωμιού (πβ. φέτα, βλ. ξεροκόμματο). Τα ~ια της μηχανής (= εξαρτήματα)/του παζλ/του σκακιού (= πιόνια). Βγάζω/διαλέγω/κόβω/λείπει ένα ~. Πήρε το καλύτερο ~. Το νέο ~ της εθνικής οδού (= τμήμα). Θα σου διαβάσω ένα ~ (= απόσπασμα) από το βιβλίο. Το τελευταίο ~ της ομιλίας/της συζήτησης ήταν και το πιο ενδιαφέρον. Συναρμολογώ τα ~ια. Έσκισε το γράμμα σε μικρά ~ια. Το πιάτο έσπασε σε χίλια ~ια (πβ. θραύσμα, συντρίμμια).|| (μτφ.) Αποτελεί/είναι αναπόσπαστο/οργανικό ~ της ακαδημαϊκής κοινότητας/της επιμορφωτικής διαδικασίας. Ένα ~ από εμένα (= του εαυτού μου). 2. μουσική σύνθεση, τραγούδι: απαλό/αυτούσιο/εισαγωγικό/εμπορικό/οργανικό/ορχηστρικό/ποιοτικό/χορευτικό ~. ~ για κιθάρα/πιάνο. Τα ~ια του δίσκου. Ο σταθμός παίζει πολύ ωραία ~ια. Πβ. έργο. 3. προϊόν· αντικείμενο αξίας: Πόσο πάει το ~; Δέκα ευρώ το ~.|| Μοναδικό/μουσειακό/πολύτιμο/σπάνιο/συλλεκτικό ~. Πβ. τεμάχιο. 4. {ως επίρρ.} (προφ.) λίγο: Είναι ~ δύσκολο αυτό που μου ζητάς. Είμαι ~ συγχυσμένος. 5. (αργκό) πολύ εμφανίσιμη και ελκυστική γυναίκα. Πβ. κόμματος. ● Μεγεθ.: κομματάρα (η): στις σημ.1, 2. ● ΦΡ.: άι στα κομμάτια! & πήγαινε στα κομμάτια! (υβριστ.): επιφωνηματική έκφραση αγανάκτησης ή οργής. Πβ. άι/άντε πνίξου!, στα τσακίδια., γίνομαι (χίλια) κομμάτια (προφ.): επιδεικνύω μεγάλη διάθεση να εξυπηρετήσω κάποιον· εξουθενώνομαι: Όσες φορές χρειάστηκα κάτι, έγινε ~ να με βοηθήσει. Πβ. έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον, σκίζομαι.|| Με όλη αυτή την ταλαιπωρία έγινα ~., γίνομαι/είμαι κομμάτια (μτφ.-προφ.) 1. καταρρέω ψυχολογικά. 2. μεθώ υπερβολικά. ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι αλοιφή (1), γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι, γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι 3. είμαι πάρα πολύ κουρασμένος., κάνει το κομμάτι του (προφ.): επιδεικνύεται: Ήρθε με το καινούργιο του αμάξι, για να ~ ~., κάνω κομμάτια (προφ.) 1. σπάω, θρυμματίζω: Κάηκε το τροφοδοτικό και το έκανα ~. ΣΥΝ. κάνω βίδες (1) 2. (μτφ.-επιτατ.) συντρίβω: Μου έκανε την καρδιά ~. 3. (συνήθ. απειλητ.) μαλώνω, δέρνω κάποιον: Θα σε ~ ~! ΣΥΝ. κάνω κάποιον κιμά (1), κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο), κομμάτι κομμάτι/κομματάκι κομματάκι (προφ.) ΣΥΝ. κομματιαστά 1. ένα ένα: Συναρμολόγησε ~ ~ έναν υπολογιστή. Έφτιαξε το παζλ ~ ~. 2. (μτφ.) λίγο λίγο, σταδιακά: Η αλήθεια αποκαλύφθηκε ~ ~., κομμάτια/τσιμέντο να γίνει & ας πάει στα κομμάτια (προφ.): για δήλωση συγκατάβασης: Δεν θέλω να φύγουμε, αλλά (άντε) ~ ~! Πβ. τέλος πάντων. ΣΥΝ. ντέφι να γίνει, μαζεύω τα κομμάτια μου (προφ.-επιτατ.): συνέρχομαι από ψυχική ταλαιπωρία., με το κομμάτι: ανάλογα με την ποσότητα: καρπούζια ~ ~ (: ολόκληρα, όχι με το κιλό). Εργάζομαι/πληρώνομαι ~ ~., τι στα κομμάτια (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απορία και δυσαρέσκεια: ~ ~ συμβαίνει;, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί βλ. ψωμί, είναι ένα κομμάτι μάλαμα βλ. μάλαμα, κομμάτι/μερίδιο από την πίτα βλ. πίτα ● βλ. κομματάκι [< μεσν. κομμάτι(ν), γαλλ. pièce]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

λαγός

λαγός λα-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. {θηλ. λαγουδίνα} γρήγορο τρωκτικό (γένος Lepus), με μακριά πίσω πόδια και μεγάλα αυτιά, το οποίο ζει σε δάση και πυκνόφυτες εκτάσεις· συνεκδ. το κρέας του. ξεφώλιασμα ~ού. Βλ. κουνέλι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ στιφάδο.|| (μτφ.) Με ρυθμούς ~ού (: πολύ γρήγορα· ΑΝΤ. με ρυθμούς χελώνας). Έχει καρδιά ~ού (: είναι δειλός). 2. ΑΘΛ. δρομέας που δίνει γρήγορο ρυθμό σε δρόμο αντοχής, για να βοηθήσει στην επίτευξη ρεκόρ από άλλον αθλητή. ● Υποκ.: λαγουδάκι (το): μικρός λαγός· κατ' επέκτ. κάθε απεικόνισή του. || Λούτρινα/πασχαλινά/σοκολατένια ~ια. Βλ. αρκουδάκι. ● ΦΡ.: βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) (μτφ.-προφ.): ανακαλύπτω ή αποκαλύπτω κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, που θεωρείται μεγάλη επιτυχία: (για δημοσιογράφο:) Έβγαλε ~ (= θέμα, λαβράκι) από τη συνέντευξη., έγινε λαγός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα, εξαφανίστηκε: Μόλις άκουσαν το περιπολικό, έγιναν ~οί (= την έκαναν, το 'βαλαν στα πόδια). ΣΥΝ. έγινε καπνός, έγινε Λούης, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του (παροιμ.): για κάποιον που βλάπτει από μόνος του τον εαυτό του., λαγούς με/και πετραχήλια (μτφ.-προφ.): για κάτι υπερβολικό, ουτοπικό, απραγματοποίητο: Δίνει/ζητά/τάζει/υπόσχεται ~ ~. ΣΥΝ. τον ουρανό με τ' άστρα, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες βλ. αρμέγω [< 1: μεσν. λαγός 2: γαλλ. lièvre, 1899]

λάστιχο

λάστιχο λά-στι-χο ουσ. (ουδ.) 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καουτσούκ ή γενικότ. κάθε ελαστικό υλικό· (συνήθ. συνεκδ.) λαστιχένιο εξάρτημα ή γενικότ. αντικείμενο συνήθ. κυκλικής διατομής· λαστιχένιος κρίκος: συνθετικό/φυσικό ~. Σόλα από ~ (βλ. κρεπ).|| ~ σιλικόνης. Βλ. λατέξ, πλαστικό.|| Μονωτικό/στεγανωτικό ~ (βλ. παρέμβυσμα, φλάντζα). Το ~ (της πόρτας) του πλυντηρίου/του υαλοκαθαριστήρα (βλ. τσιμούχα). ~ χύτρας ταχύτητας. Βλ. αλφαδο~.|| (ΙΑΤΡ.) Αιμοστατικό ~. ~ και σύριγγα.|| ~α μαλλιών/συσκευασίας. Πβ. λαστιχάκι.|| (ΓΥΜΝ.) ~α: ενδυνάμωσης. (Στρογγυλό) ~ αστραγάλων. ~ αντίστασης. Ασκήσεις με ~ γυμναστικής (: με λαβές). 2. ΤΕΧΝΟΛ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ελαστικό κυκλικό περίβλημα της ζάντας οχημάτων, το οποίο περιέχει πεπιεσμένο αέρα· συνεκδ. τροχός οχήματος: εφεδρικό ~ (= ρεζέρβα). Ξεφούσκωτο (βλ. μους, τρόμπα)/σκασμένο/τρύπιο ~. Τα μπροστινά/πίσω ~α. Αγωνιστικά/ασφάλτινα/τρακτερωτά/φαγωμένα/φθαρμένα (βλ. βουλκανιζατέρ)/χειμερινά (= χιονο~· βλ. αντιολισθητικές αλυσίδες) ~α. ~α αυτοκινήτου/μηχανής/ποδηλάτου/τρακτέρ/φορτηγού. Άλλαξα ~. Η πίστα μυρίζει καμένο ~. Βάζω/ελέγχω τον αέρα στα ~α. Τι ~α φοράει τ' αμάξι σου; Πβ. επίσωτρο. Βλ. ζαντολάστιχα, σαμπρέλα. ΣΥΝ. ελαστικό (1) 3. εύκαμπτος, πλαστικός σωλήνας παροχής νερού, άλλου υγρού ή αερίου: ~ ποτίσματος. Το ~ του κήπου. Ανέμη/καρούλι ~ου. Έπλυνα τη βεράντα με το ~.|| ~ βενζίνης/υγραερίου. 4. (κυρ. σε ενδύματα) ταινία από ελαστικά νήματα· συνεκδ. κοριτσίστικο παιχνίδι που παίζεται με αντίστοιχη κορδέλα, της οποίας οι άκρες έχουν δεθεί μεταξύ τους: φαρδύ ~. Το ~ της κάλτσας/του σλιπ. Κατωσέντονο με ~. Φόρμα με ~ στη μέση. Μανσέτες με πλέξη-~.|| Ντοσιέ με ~.|| Βλ. σχοινάκι. 5. (μτφ.-προφ., ως παραθετικό σύνθ.) ευλύγιστος· (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) ευέλικτος: κορίτσι/παιδί/σώμα-~.|| Ωράριο-~. ● ΦΡ.: έχω γίνει λάστιχο (μτφ.-προφ.): προσπαθώ να αντεπεξέλθω σε πολλές υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, να κουράζομαι υπερβολικά: ~ει ~ για να προλάβει τα πάντα. Βλ. τρέχω και δεν φτάνω., μ' έπιασε/έπαθα/έμεινα από λάστιχο (προφ.): (για όχημα) ακινητοποιήθηκε λόγω απώλειας αέρα του ελαστικού: ~ ~ μες στην ερημιά. Βλ. φούιτ. [< ιταλ. elastico, γαλλ. élastique]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λιώμα

λιώμα [λιῶμα] λιώ-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.) για κάποιον που έχει εξαντληθεί κυρ. σωματικά: Είμαι ~ από τη δουλειά/το τρέξιμο. 2. για κάτι που έχει λιώσει, φθαρεί από την πολλή χρήση: Τα λάστιχα είναι ~. ● ΦΡ.: γίνομαι λιώμα (μτφ.-προφ.) 1. καταστρέφομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~ από το τρακάρισμα. 2. προθυμοποιούμαι να κάνω τα πάντα για κάποιον που μου αρέσει πάρα πολύ: ~εται ~ για κείνη. Πβ. (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις, γίνομαι (χίλια) κομμάτια., κάνω λιώμα/χώμα (αργκό) ΣΥΝ. κάνω κάποιον αλοιφή 1. καταρρακώνω κάποιον ψυχολογικά. 2. δέρνω κάποιον πάρα πολύ· παραμορφώνω ή σκοτώνω: (απειλητ.) Αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε ~ ~ (στο ξύλο).|| Το φορτηγό τον έκανε ~ (= πολτοποίησε, συνέθλιψε). 3. κατανικώ, κατατροπώνω. ΣΥΝ. κάνω κάποιον σκόνη (και θρύψαλα), γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί, σε τιμή λιώμα βλ. τιμή [< μεσν. λειώμα]

Λούης

Λούης Λού-ης ουσ. (αρσ.) {Λούηδες} (κ. με πεζό λ): μόνο στη ● ΦΡ.: έγινε Λούης (προφ.): έφυγε γρήγορα ή χωρίς να γίνει αντιληπτός, εξαφανίστηκε: Άρπαξε τα κοσμήματα/την τσάντα κι ~ ~ (= το 'βαλε στα πόδια, την κοπάνησε, το 'σκασε). ΣΥΝ. έγινε καπνός [< ανθρ. Σπύρος Λούης]

μαντάρα

μαντάρα μα-ντά-ρα επίρρ. (προφ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: γίναμε μαντάρα (προφ.): τσακωθήκαμε, διαταράχτηκαν οι σχέσεις μας: ~ ~ στην πολυκατοικία για τα κοινόχρηστα. Πβ. γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες)., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα

μούσκεμα

μούσκεμα μού-σκε-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): βρέξιμο: το ~ των ρούχων για πλύσιμο (πβ. μούλιασμα)/των σπόρων. Πβ. δια-βροχή, -πότιση. ΑΝΤ. στέγνωμα ● ΦΡ.: (είμαι/γίνομαι) μούσκεμα στον ιδρώτα & (σπάν.) από τον ιδρώτα: είμαι καταϊδρωμένος., κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.-προφ.): βρέχομαι πολύ: Μ' έπιασε η βροχή στον δρόμο κι έγινα ~. Το φορτηγό έπεσε στη λακκούβα με τα νερά και μας έκανε ~. Πβ. μουσκίδι., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα

μπαλάκι

μπαλάκι μπα-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μπάλα μικρού μεγέθους: ~ του γκολφ/πινγκ πονγκ/τένις. 2. κάθε μικρό σφαιρικό αντικείμενο: Έκανε το χαρτί ~. Πλάθει τον κιμά σε ~ια. Τα ~ια πέφτουν από την κληρωτίδα.μπαλάκια (τα) (αργκό): οι όρχεις. ● ΦΡ.: κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι (μτφ.-προφ.): ταλαιπωρώ ή ταλαιπωρούμαι με άσκοπες κινήσεις: Mε έκαναν ~, στέλνοντάς με από τον έναν στον άλλον. Δεν μπορεί το θέμα να γίνεται ~ ανάμεσα στα υπουργεία., πετώ/ρίχνω σε κάποιον το μπαλάκι (μτφ.-προφ.): μεταθέτω τις ευθύνες σε άλλον. ● βλ. μπάλα

μπίλια

μπίλια μπί-λια ουσ. (θηλ.): μικρή σφαίρα από συμπαγές υλικό: γυάλινη/μεταλλική/πλαστική ~. ~ βαλβίδας/κοτσαδόρου/ρουλεμάν. Ματάκι-~ (: μπλε χάντρα με ζωγραφισμένο μάτι). Λάστιχα/στιλό με ~. Σκουλαρίκια με ~ιες. Η ~ πέφτει στον περιστρεφόμενο δίσκο της ρουλέτας. Πβ. σφαιρίδιο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ποντίκι με ~.μπίλιες (οι): παιδικό παιχνίδι με βόλους. ΣΥΝ. γκαζάκια, γκαζές ● ΦΡ.: γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) (μτφ.-νεαν. αργκό): καβγαδίζω, τσακώνομαι πολύ άσχημα. ΣΥΝ. γίναμε/θα γίνουμε βίδες, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί [< ιταλ. biglia]

μπουρλότο

μπουρλότο μπουρ-λό-το ουσ. (ουδ.) 1. πυρπόληση, φωτιά και μτφ. πρόκληση μεγάλου εκνευρισμού, αναστάτωσης: Βάλανε ~ στο αμάξι.|| ~ στις εργασιακές σχέσεις. Με τις δηλώσεις του έβαλε ~ στη συνεδρίαση. 2. (παρωχ.) πυρπολικό (πλοίο). ● ΦΡ.: γίνομαι μπουρλότο (προφ.) 1. (μτφ.) εξοργίζομαι: Έγινα ~ με αυτά που είδα/με τη συμπεριφορά του. Πβ. πυρ και μανία. 2. καίγομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~., κάνω μπουρλότο 1. (κάποιον) (μτφ.) τον εξοργίζω: Οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου τον έκαναν ~. Πβ. κάνω κάποιον βαπόρι. 2. (κάτι) καίω ολοσχερώς: Η έλλειψη πυρασφάλειας έκανε ~ τη βιοτεχνία πλαστικών. Πβ. κάνω κάτι στάχτη. [< βεν. burloto]

μύλος

μύλος μύ-λος ουσ. (αρσ.) 1. κτίσμα με εγκαταστάσεις άλεσης σιτηρών ή καρπών: παραδοσιακός/περιστρεφόμενος ~. Η ρόδα/φτερωτή του ~ου. Βλ. αλευρό-, ανεμό-, νερό-μυλος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή ή μηχάνημα για κονιορτοποίηση, πολτοποίηση ή θρυμματισμό στερεών κυρ. υλικών: ~ δημητριακών/ζάχαρης άχνης/του καφέ (= καφεκόπτης)/πιπεριού. Περνάμε τα λαχανικά/φρούτα από τον ~ο (πβ. μπλέντερ).|| Εργαστηριακός ~. ~ απορριμμάτων. 3. κυλινδρικός περιστρεφόμενος μηχανισμός πιστολιού που λειτουργεί ως φυσιγγιοθήκη: ~ έξι φυσιγγίων. Εσωτερικός ~ οκτώ βολών. Ανταλλακτικός ~ για αεροβόλα. 4. (προφ.) κατασκευή συνήθ. με χάρτινα ή πλαστικά πτερύγια που περιστρέφονται στον αέρα, συχνά ως παιδικό παιχνίδι. Πβ. φουρφούρι.μύλοι (οι): βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής προϊόντων άλεσης, κυρ. δημητριακών. ● ΦΡ.: γίνεται/γίναμε μύλος (προφ.): για μεγάλη αναταραχή, τσακωμό: Με πρόσβαλε και γίναμε ~ (= μαλλιά κουβάρια)., δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει (παροιμ.): δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι χωρίς τα αναγκαία εφόδια., όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει: οι κοινωνικά και οικονομικά ισχυροί έχουν πάντα όφελος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά., κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει βλ. αλέθω, σαν την κότα στο μύλο βλ. κότα [< μτγν. μύλος]

ντέφι

ντέφι ντέ-φι ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. (κυρ. στη λαϊκή μουσική) κρουστό όργανο με μορφή κυκλικού τελάρου, με ή χωρίς μεμβράνη και μικρά κύμβαλα ή κουδουνάκια γύρω του, το οποίο παίζεται συνήθ. χτυπώντας το με το χέρι ή σπανιότ. στο πόδι ή κουνώντας το. Πβ. νταϊρές. Βλ. ζίλια, μπεντίρ, νταρμπούκα, ταμπούρλο, τουμπελέκι. ● ΦΡ.: ντέφι να γίνει (αργκό): για δήλωση συγκατάβασης ή αδιαφορίας. ΣΥΝ. κομμάτια/τσιμέντο να γίνει, γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί [< τουρκ. tef, def]

ντόρος

ντόρος ντό-ρος ουσ. (αρσ.) (προφ.): φασαρία, σάλος: Πολύς/τόσος ~ για το τίποτα! Έχει δημιουργήσει/προκαλέσει ~ο (= σούσουρο) γύρω από το όνομά του. ΣΥΝ. νταβαντούρι, πάταγος (1), σαματάς ● ΦΡ.: γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος: συζητιέται πολύ, φημολογείται: ~ ~ για εκείνη/ότι θα παντρευτούν.

ξεγίνεται

ξεγίνεται ξε-γί-νε-ται ρ. {ξέγινε, ξεγίνει} (προφ.): αναιρείται αυτό που έγινε· κατ' επέκτ. επανορθώνεται: Τα γεγονότα δεν μπορούν να ξεγίνουν.|| Το κακό δυστυχώς δεν ~. ● ΦΡ.: ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται: είναι ανεπανόρθωτο: Όλα αυτά ανήκουν πλέον στην ιστορία, ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι έγινε έγινε [< μεσν. ξεγίνομαι]

όπερ

όπερ [ὅπερ] ό-περ αναφ. αντων. (αρχαιοπρ.): το οποίο ακριβώς: Άρχισε να βρέχει, ~ (: πράγμα που) σημαίνει ότι η εκδρομή αναβάλλεται. ● ΦΡ.: όπερ έδει δείξαι [ὅπερ ἔδει δεῖξαι]: αυτό που ήταν να αποδειχθεί, αποδείχθηκε., όπερ και εγένετο [ὅπερ καί ἐγένετο]: το οποίο τελικά έγινε: Τους είχε πει ότι κάποια στιγμή θα φύγει, ~ ~., ο/όπερ εστί μεθερμηνευόμενον ... βλ. μεθερμηνεύω [< αρχ. ὅπερ, ουδ. της αντων. ὅσπερ]

πάθημα

πάθημα πά-θη-μα ουσ. (ουδ.) {παθήμ-ατα}: οτιδήποτε δυσάρεστο παθαίνει κάποιος, αρνητική εμπειρία: τα ~ατα των άλλων/του παρελθόντος. Πβ. κασκαρίκα, τράκο, χουνέρι. ● ΦΡ.: το πάθημα (γίνεται/μου έγινε/να σου γίνει) μάθημα (παροιμ.): η πείρα που αποκτά κάποιος από ένα δυσάρεστο περιστατικό, τον καθοδηγεί για ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος, μαθαίνω/παίρνω το μάθημά μου, όποιος παθαίνει, μαθαίνει [< αρχ. πάθημα]

περδίκι

περδίκι περ-δί-κι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. μικρή πέρδικα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: γίνομαι/είμαι περδίκι (προφ.): αναρρώνω πλήρως από ασθένεια, γίνομαι εντελώς καλά: Ξεκουράσου και αύριο θα είσαι ~. Σε λίγες μέρες έγινε ~. [< μεσν. περδίκι(ν)]

πίτα

πίτα πί-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. ψητό φαγητό ή γλυκό, συνήθ. με φύλλο ζύμης και γέμιση από διάφορα υλικά: σπιτική/χωριάτικη ~. Αλμυρές/ατομικές/γλυκές/νηστίσιμες/παραδοσιακές/χειροποίητες ~ες. ~ με σπανάκι (= σπανακόπιτα)/με τυρί (= τυρόπιτα). Βλ. -πιτα, μπουγάτσα, πεϊνιρλί, πιροσκί, τάρτα. 2. ΜΑΓΕΙΡ. πρόχειρο αρτοσκεύασμα, με πλατύ και στρογγυλό σχήμα, το οποίο ψήνεται και τρώγεται με γέμιση ή ως συνοδευτικό: αλάδωτη/τυλιχτή ~. ~ καλαμάκι/λουκάνικο/μπιφτέκι (βλ. κεμπάπ)/σουβλάκι. Γύρος με ~ (= πιτόγυρο). Αραβικές (: αραβικό ψωμί)/κυπριακές/μεξικάνικες (βλ. μπουρίτο, τορτίγια) ~ες. Βλ. γιαουρτλού, περέκ. 3. ΖΑΧΑΡ. (ειδικότ.) βασιλόπιτα. 4. (μτφ.) καθετί από το οποίο επιδιώκεται ποσοστό, λόγω του οικονομικού κυρ. κέρδους που συνεπάγεται: Μάχη των κομμάτων για την εκλογική ~. Κατέχουν μεγάλο μερίδιο στην ~ της εξουσίας/τηλεθέασης. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. γράφημα με τη μορφή κύκλου χωρισμένου σε τμήματα, που το μέγεθος του καθενός ποικίλλει ανάλογα με το ποσοστό με το οποίο κάθε μέρος συμμετέχει στο σύνολο. Πβ. κυκλικό διάγραμμα. ● Υποκ.: πιτάκι (το): ~ια καλαμποκιού/με κιμά. Τηγανητά ~ια. Βλ. κασερο~, κοτο~, κρεατο~, λουκανικο~, (σπανακο)τυρο~., πιταράκι (το), πιτούλα (η): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μοίρασμα/μοιρασιά της πίτας: διανομή αγαθών, κερδών ή αρμοδιοτήτων: Έμειναν έξω από τη ~ ~ των μεγάλων έργων. ● ΦΡ.: από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί (παροιμ.): δεν χρειάζεται να ενδιαφέρεσαι για κάτι από το οποίο δεν πρόκειται να έχεις προσωπικό όφελος., γίνομαι/είμαι πίτα (μτφ.-προφ.) 1. χάνω την επαφή με την πραγματικότητα λόγω υπερβολικής μέθης ή χρήσης ναρκωτικών: Έγινε ~ (στο μεθύσι). ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι 2. {στο γ' πρόσ.} ισοπεδώνομαι λόγω σφοδρής σύγκρουσης, καταστρέφομαι ολοσχερώς: Το αυτοκίνητο έγινε ~ (πβ. χαλκομανία). ΣΥΝ. γίνομαι λιώμα (1), και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο (παροιμ.): για πρόσωπο που τα θέλει όλα δικά του, χωρίς απώλειες., κάνει κάτι πίτα: (συνήθ. για οχήματα) το πλακώνει ή συγκρούεται μαζί του και το καταστρέφει ολοσχερώς: Η νταλίκα έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο και το έκανε ~., κομμάτι/μερίδιο από την πίτα & (σπάν.) από την τούρτα (μτφ.): ποσοστό, συνήθ. χρηματικό ποσό, που διεκδικεί κάποιος από το μοίρασμα ενός αγαθού: Απέσπασαν/επιθυμούν ~ ~ των επιδοτήσεων. Κέρδισε ~ ~ της αγοράς., πέσε πίτα να σε φάω (παροιμ.): όταν κάποιος περιμένει να γίνει κάτι από μόνο του, χωρίς να καταβάλει ο ίδιος καμία προσπάθεια: Η επιτυχία δεν είναι ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά. , ξαναμοιράζω την πίτα βλ. ξαναμοιράζω [< μεσν. πίτα, πβ. αγγλ. pita (bread), 1946, γαλλ. ~, 1975, ιταλ. ~, 1990 4: αγγλ. pie 5: αγγλ. pie chart, 1922]

πραγματικότητα

πραγματικότητα πραγ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): οτιδήποτε υπάρχει, υφίσταται ως πράγμα, γεγονός, κατάσταση, σε αντίθεση με τη φαντασία, την αυταπάτη, το όνειρο, το φαινομενικό: αντικειμενική/δυσάρεστη/εφιαλτική/θλιβερή/μεικτή/οδυνηρή/πεζή/πολιτιστική/σύγχρονη/υποκειμενική/χειροπιαστή ~. Η εκπαιδευτική/ελληνική/ευρωπαϊκή/ιστορική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική ~. Παράλληλες ~ες. Αντίληψη/(ΨΥΧΑΝ.) η αρχή/όψεις της ~ας. ~ ή ψευδαίσθηση; Μια άποψη της ~ας. Επαναφορά/προσαρμογή/προσγείωση στην ~. Φυγή από την ~. Η ~ των αριθμών. Η καθημερινή ~ της αγοράς/του σχολείου. Ανάγκες/αντιμετώπιση/κατανόηση της σημερινής/σύγχρονης ~ας. Καμία από τις δύο εκδοχές δεν ανταποκρίνεται στην ~. Έκανε το όνειρό του ~ (: το πραγματοποίησε). Η ~ ξεπερνάει τη φαντασία. Η βία εξακολουθεί να είναι μια ζωντανή ~. Βρέθηκε/ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληρή/την ωμή ~. Είναι αστείο, αλλά δεν απέχει πολύ από την ~. Ξεκίνησε με όνειρα, όμως γρήγορα επανήλθε στην ~. Δημιουργήθηκε/διαμορφώθηκε μια νέα ~. Δεν έχει αίσθηση της ~ας. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. φαινομενικότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εικονική πραγματικότητα βλ. εικονικός, επαυξημένη πραγματικότητα: ΤΕΧΝΟΛ. διευρυμένη έννοια της πραγματικότητας με τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας. [< αγγλ. augmented reality, 1992] ● ΦΡ.: έγινε πραγματικότητα: πραγματοποιήθηκε: Η ευχή του ~ ~. Ένα μεγάλο όραμα γίνεται ~ (= υλοποιείται)., εκτός πραγματικότητας: για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν αντιλαμβάνεται τα πραγματικά δεδομένα: Βρίσκεται/είναι/ζει ~ ~. Οι δηλώσεις τους είναι ~ ~., στην πραγματικότητα: στ' αλήθεια: ~ ~ δεν πρόκειται για καταστροφή, αλλά για κρίση. Νομίζει ότι είναι παντογνώστης, αλλά ~ ~ δεν ξέρει τίποτα. ΣΥΝ. στην ουσία.|| Η κατάσταση δεν είναι έτσι ~ ~ (= πραγματικά)., επαφή με την πραγματικότητα βλ. επαφή, προσγειώνω κάποιον στην πραγματικότητα βλ. προσγειώνω [< μεσν. πραγματικότης, γαλλ. réalité, αγγλ. reality, βλ. αγγλ. augmented reality, 1992]

πύραυλος

πύραυλος πύ-ραυ-λος ουσ. (αρσ.) {πυραύλ-ου | -ων, -ους} 1. ΣΤΡΑΤ. αυτοπροωθούμενο βλήμα, μακρόστενο και με μυτερό μπροστινό άκρο, του οποίου η κίνηση (πρόωση) βασίζεται στα αέρια της καύσης υγρών ή στερεών καυσίμων και συνοδεύεται από φλόγα: αντιαεροπορικός/διηπειρωτικός/νατοϊκός ~. ~ αέρος-εδάφους/εδάφους-αέρος/εδάφους-εδάφους/θαλάσσης-αέρος. ~ μεγάλου/μεσαίου ή μέσου/μικρού βεληνεκούς. Δοκιμή/έκρηξη ~ου. Αμυντικοί/έξυπνοι ~οι. Πυρηνικές κεφαλές ~ων (: πυρηνικοί ~οι). Επίθεση με ~ους. Ο ~ έπληξε τον στόχο του/κατέρριψε μαχητικό. Πβ. ρουκέτα. 2. ΑΕΡΟΝ. αντίστοιχου σχήματος αεροδυναμικό όχημα μεγάλων διαστάσεων, το οποίο χρησιμοποιείται για πτήσεις στο Διάστημα και του οποίου η προώθηση γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και στο σχετικό όπλο: διαστημικός ~. ~ φορέας (: αποτελείται από τμήματα-ορόφους, που απορρίπτονται σταδιακά, όταν εξαντληθούν τα προωθητικά καύσιμα που φέρει το καθένα). Η ταχύτητα του ~ου. Απογείωση/εκτόξευση ~ου. ~ που μεταφέρει αστροναύτες (βλ. διαστημόπλοιο)/δορυφόρο. 3. (μτφ.) τυποποιημένο παγωτό σε χωνάκι. 4. (μτφ.) κάποιος ή κάτι που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: αυτοκίνητο ~. Τρέχει σαν ~. Πβ. αστραπή, βολίδα, σφαίρα. ● Υποκ.: πυραυλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: βαλλιστικός πύραυλος βλ. βαλλιστικός ● ΦΡ.: γίνομαι πύραυλος (μτφ.-προφ.) 1. φεύγω, τρέχω γρήγορα ή εκτινάσσομαι στα ύψη: Μόλις τον είδε, έγινε ~. Πβ. έγινε καπνός/μπουχός. 2. θυμώνω, εξοργίζομαι. ΣΥΝ. γίνομαι θηρίο [< γαλλ. fusée, αγγλ. missile, 1945]

ρεζίλι

ρεζίλι ρε-ζί-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.): ρεζιλίκι: Μετά το ~ που έπαθε, δεν τολμά να εμφανιστεί. ● ΦΡ.: γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη): ρεζιλεύομαι: (αργκό) Έγινε ρόμπα ξεκούμπωτη με αυτά που έκανε! ΣΥΝ. γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο, κάνω κάποιον ρεζίλι (των σκυλιών)/ρόμπα/ρεντίκολο: τον ρεζιλεύω, τον γελοιοποιώ: Μας έκανε ~ με τη συμπεριφορά του. [< τουρκ. rezil]

σαλάτα

σαλάτα σα-λά-τα ουσ. (θηλ.) {σαλατών} 1. ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό από μείγμα ωμών ή βραστών κομμένων λαχανικών ή/και άλλων συστατικών (όπως κρέας, πουλερικά, ψάρι, θαλασσινά, τυρί, ζυμαρικά ή φρούτα), που σερβίρεται κρύο, με προσθήκη καρυκευμάτων, και συμπληρώνει το βασικό γεύμα: έτοιμη/ζεστή/μεσογειακή/νωπή/πολύχρωμη/σπέσιαλ/τρικολόρε/τροπική/φρέσκια ~. ~ λάχανο/μαρούλι/νισουάζ/τουρσί/χόρτα. Φακές ~. ~ αγγουριού/εποχής/καλαμποκιού/ρυζιού. Κουτάλα/μπολ/ντρέσινγκ/πιατέλα ~ας. ~ με αγκινάρες/γαλοπούλα/καπνιστό σολομό/κουνουπίδι/μανιτάρια/παντζάρια/ρόκα/σπανάκι/φασολάκια/χταπόδι. Ανάμεικτη ~ με όσπρια. Περιχύνουμε τη ~ με τη βινεγκρέτ/το λαδόξιδο. Αλατίζουμε/ανακατεύουμε/κόβουμε τη ~. Πιάτο που συνοδεύεται από/με ~. ~ες και ορεκτικά. Πβ. σαλατικό. Βλ. -σαλάτα. 2. ΒΟΤ. το κατσαρό, σγουρό μαρούλι: κόκκινη ~. Καρδιά/φύλλα ~ας. ● Υποκ.: σαλατίτσα (η), σαλατούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πράσινη σαλάτα: ΜΑΓΕΙΡ. που αποτελείται κυρ. από πράσινα λαχανικά, όπως το μαρούλι και η ρόκα. , ρώσικη σαλάτα: ΜΑΓΕΙΡ. που περιέχει μαγιονέζα, βρασμένη και ψιλοκομμένη πατάτα και λαχανικά (κάππαρη, καρότο, αρακά, αγγουράκια τουρσί): ~ ~ με τόνο. [< γαλλ. salade russe] , σαλάτα σίζαρ(ς)/του Καίσαρα: ΜΑΓΕΙΡ. που περιέχει κυρ. μαρούλι, κοτόπουλο ή μπέικον, κρουτόν, παρμεζάνα και σος, συνήθ. από λάδι, μουστάρδα και λεμόνι. [< αμερικ. Caesar salad, 1946, ιταλ. ανθρ. Caesar Cardini] , σαλάτα του κηπουρού: που φτιάχνεται κυρ. με καρότα, ραπανάκια, μαγιονέζα και γιαούρτι., σαλάτα του σεφ: που έχει ως βασικά συστατικά μαρούλι, ντομάτα, ζαμπόν, κίτρινο τυρί και περιχύνεται με σος η οποία είναι μείγμα μαγιονέζας, κέτσαπ και μουστάρδας., χωριάτικη σαλάτα βλ. χωριάτικος ● ΦΡ.: γίνεται σαλάτα (μτφ.): για μεγάλη σύγχυση, ανακάτεμα ή αναστάτωση: Πέταξε μια μπαρούφα και η συζήτηση έγινε ~. Πβ. άνω-κάτω., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα [< βεν. salata, γαλλ. salade, αγγλ. salad]

σκυλί

σκυλί σκυ-λί ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.) ο αρσενικός ή θηλυκός σκύλος: άγριο/αδέσποτο/γέρικο/καθαρόαιμο/κυνηγετικό/λυσσασμένο/ψόφιο ~. ~ συντροφιάς/φύλαξης. ~ του δρόμου/καναπέ/σαλονιού. ~ ράτσας. Περιλαίμιο/τροφές για ~ιά. 2. (μτφ.-προφ.) άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη δύναμη και αντοχή, ακαταπόνητος: Είναι ~ στη δουλειά του/της.|| (για πολύ ανθεκτικό μηχάνημα, συσκευή, όχημα) Πραγματικό/σκέτο ~. 3. (μτφ.-αργκό-μειωτ.) άσχημη συνήθ. γυναίκα με κακόγουστη, προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά. Πβ. σκύλα, σκυλομούρης. 4. (μτφ.-υβριστ.-παλαιότ.) άσπλαχνος, σκληρόκαρδος. ● Υποκ.: σκυλάκι (το): Πβ. κουτάβι. ● ΣΥΜΠΛ.: σκυλί μονάχο (μτφ.-προφ.): για πολύ σκληραγωγημένο άνθρωπο ή για ανθεκτικό μηχάνημα. ● ΦΡ.: γίνομαι σκυλί & γίνομαι σκύλος (σπάν.-μτφ.-προφ.): γίνομαι σκληρός, ανθεκτικός· θυμώνω, εξοργίζομαι: Πρέπει να γίνεις ~, να αντέχεις.|| Όταν μας αδικούν, γινόμαστε ~ιά, φωνάζουμε., κακό σκυλί ψόφο δεν έχει (παροιμ.): ο κακός, ο δύστροπος έχει γερή κράση: (ειρων.) Νομίσατε πως θα με ξεφορτωθείτε; ~ ~., πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι (λαϊκό): πέθανε χωρίς να τον φροντίσει κανείς, βρήκε ανάξιο ή άδικο θάνατο, είχε κακό τέλος., ρεζίλι των σκυλιών (εμφατ.): για κάποιον που ντροπιάζεται πολύ, εξευτελίζεται εντελώς: Έγινε ~ ~.|| Μας έκανε ~ ~ (: μας ρεζίλεψε)., σαν (το) σκυλάκι (προφ.): για υπάκουη, δουλική συμπεριφορά: Ακολουθεί το αφεντικό του ~ ~., σαν (το) σκυλί & σαν (τη) σκύλα (προφ.): σε εμφατικές εκφράσεις: Δουλεύει ~ ~ (= εντατικά, σκληρά). Σκοτώθηκε ~ ~ (= άδικα). Είναι πιστός ~ ~. Τρώγονται/τσακώνονται ~ τα ~ιά (= συνεχώς)., σαν δαρμένο σκυλί & (σπάν.) σαν δαρμένος σκύλος: ταπεινωμένος, προσβεβλημένος: Έφυγα ~ ~., τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα (μτφ.-προφ.): πέρασε η παλιά, καλή εποχή που υπήρχε ευμάρεια. Βλ. περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων., βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα βλ. διαταγή, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παιδιά, σκυλιά βλ. παιδί, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, χάνει/δεν γνωρίζει ο σκύλος/το σκυλί τον αφέντη του βλ. αφέντης, αφέντρα [< μεσν. σκυλί]

σμπαράλια

σμπαράλια σμπα-ρά-λια ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): κομμάτια, συντρίμμια, κυρ. στις ● ΦΡ.: έγινε/είναι σμπαράλια (προφ.) 1. (για αντικείμενο) διαλύθηκε, καταστράφηκε: Το αμάξι/σπίτι έγινε ~ (= βίδες). 2. (μτφ., για πρόσ.) είναι σε κακή φυσική ή ψυχολογική κατάσταση: Η μέση μου είναι ~ (= χάλια). Το ηθικό τους είχε γίνει ~ (: είχαν καταρρακωθεί). Πβ. ερείπιο, κουρέλι, ράκος., κάνω κάποιον/κάτι σμπαράλια: σμπαραλιάζω: Έκανε ~ το κινητό. Τα κάνουν όλα ~ (= γυαλιά καρφιά, θρύψαλα). Πβ. διαλύω.|| (μτφ.) Έκανε ~ την αντίπαλη άμυνα (: τη νίκησε, την κατατρόπωσε)/την αξιοπιστία του (πβ. τσαλακώνω, τσαλαπατώ). (για πρόσ.) Η φυγή σου μ' έχει κάνει ~! Πβ. κουρελιάζω, τσακίζω., είναι/έχουν γίνει τα νεύρα μου τσατάλια/κουρέλια/κρόσσια βλ. τσατάλι [< ιταλ. sbaraglia]

σταφίδα

σταφίδα στα-φί-δα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. σταφιδάμπελος και κυρ. ο εδώδιμος αποξηραμένος καρπός της (σταφύλι), ο οποίος χρησιμοποιείται κυρ. στη ζαχαροπλαστική: μαύρη/ξανθή ~. Κορινθιακή/κρητική ~. Βλ. σουλτανίνα.|| Κέικ/μπισκότα με ~ες.|| Ρύζι με ~ες. ● Υποκ.: σταφιδούλα (η) & σταφιδίτσα (η) ● ΦΡ.: γίνομαι/είμαι σταφίδα (αργκό): είμαι πολύ μεθυσμένος. ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι [< μεσν. σταφίδα < αρχ. σταφίς, σταφιδίτσα, 12ος αι.]

στάχτη

στάχτη στά-χτη ουσ. (θηλ.) 1. λεπτόκοκκη ουσία που απομένει μετά την καύση αντικειμένων: η ~ του τσιγάρου. Κάρβουνα καλυμμένα από ~. ΣΥΝ. τέφρα 2. ό,τι μένει από την αποτέφρωση πτώματος· σποδός: Σκόρπισε τη ~ του νεκρού στον άνεμο. 3. (μτφ.) για ολοκληρωτική καταστροφή, ιδ. για τα απομεινάρια της: οι ~ες του παρελθόντος. Αναγεννιέται μέσα από τις ~ες του (: αναβιώνει, ξαναζωντανεύει). ● ΣΥΜΠΛ.: ηφαιστειακή τέφρα/στάχτη βλ. τέφρα ● ΦΡ.: κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη: για ολοσχερή καταστροφή από φωτιά: Η πυρκαγιά έκανε ~/μετέτρεψε σε ~ εξακόσια στρέμματα πευκοδάσους. (μτφ.) Απειλούν να κάνουν ~ όλη την περιοχή.|| ~ έγιναν χίλια έλατα. Δεν κάηκε απλώς, έγινε ~! Πβ. παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς., ρίχνω στάχτη στα μάτια (μτφ.-προφ.): εξαπατώ κάποιον, συγκαλύπτοντας μια δυσάρεστη κατάσταση: Εξαγγέλλουν μέτρα, για να ρίξουν ~ ~ του κόσμου., στάχτες/στάχτη κι αποκαΐδια βλ. αποκαΐδι, στάχτη και μπούρμπερη/μπούλμπερη/πούλβερη (να γίνουν όλα!) βλ. μπούρμπερη [< μεσν. στάκτη < μτγν. στακτὴ (κονία) < αρχ. στακτός < στάζω]

στήλη

στήλη στή-λη ουσ. (θηλ.) 1. κατακόρυφη διαίρεση έντυπης ή ηλεκτρονικής σελίδας και ειδικότ. το τμήμα εφημερίδας, περιοδικού ή ιστοσελίδας που αναφέρεται σταθερά σε κάποιο ειδικό θέμα: αριστερή/δεξιά ~. ~ εντύπου. Συμπληρώστε μόνο την πρώτη ~. Συνδέστε τα στοιχεία της ~ης Α με τα στοιχεία της ~ης Β.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ επιλογών/πίνακα. Επικεφαλίδα/ετικέτα/πλάτος/ύψος ~ης. Διαγραφή/εισαγωγή/επιλογή ~ης. ~ με δεξιά στοίχιση. Αφαιρώ/προσθέτω ~ες σε πίνακα. Δημιουργία ευρετηρίου σε ~ες. Βλ. κελί.|| Αθλητική/εβδομαδιαία/καλλιτεχνική/κοσμική ~. Μόνιμη/τακτική ~ (πβ. ρουμπρίκα). ~ αλληλογραφίας/ενημέρωσης/επικοινωνίας. Η ύλη/οι φίλοι της ~ης. Το περιοδικό εγκαινιάζει μια νέα ~. Στη ~ μας φιλοξενούμε ιατρικά θέματα. 2. επιμήκης σχηματισμός, διάταξη: επαγωγική/υδραργυρική ~. ~ ατμού/βιβλιοθήκης/(εξ)αερισμού/καλοριφέρ (: τα κάθετα στοιχεία που αποτελούν το σώμα του καλοριφέρ)/νερού/πάγου (= κολόνα). Βάση/κορυφή ~ης.|| ~ βιβλίων. Πβ. στοίβα, σωρός.|| (μτφ.) ~ φωτός (= δέσμη, λωρίδα). 3. όρθια, ορθογώνια, ανάγλυφη ή/και εγχάρακτη πλάκα, κυρ. από πέτρα ή μάρμαρο, με μικρό πάχος: αναμνηστική/επιτάφια/τιμητική ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αναθηματική/επιτύμβια ~. Οι ~ες του Ολυμπίου Διός (: εσφαλμ., αντί οι στύλοι). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή η οποία μετατρέπει την ενέργεια που απελευθερώνεται από μια χημική αντίδραση σε ηλεκτρική· μπαταρία: αρνητικός ή θετικός πόλος/τάση ~ής ~ης., βολταϊκή στήλη βλ. βολταϊκός, Ηράκλειες Στήλες βλ. ηράκλειος, σπονδυλική στήλη βλ. σπονδυλικός ● ΦΡ.: μένω/γίνομαι στήλη άλατος (μτφ.): ακινητοποιούμαι λόγω έντονης και συνήθ. δυσάρεστης έκπληξης. ΣΥΝ. μένω άγαλμα, μένω κάγκελο [< στήλη ἁλὸς. ΠΔ, Γένεσις, 19,26] [< 1,2: γαλλ. pile, colonne 3: αρχ. στήλη]

στουπί

στουπί στου-πί ουσ. (ουδ.) 1. μάζα υφαντικών ινών από λινό ή κάνναβη που χρησιμοποιείται κυρ. για τον καθαρισμό λαδιών, γράσων, χρωμάτων από τις μηχανές και το δέρμα ή για άναμμα φωτιάς: αναμμένο ~. ~ ποτισμένο με πετρέλαιο. Πβ. τίλμα.|| (μτφ. για οτιδήποτε τραχύ, σκληρό ή στεγνό) Τα μαλλιά μου έχουν γίνει σαν ~ από τη βρόμα. Το κοτόπουλο είναι σαν ~ (βλ. άνοστο). 2. (σπάν.) βούλωμα για βαρέλι κρασιού. Πβ. πώμα. ● ΦΡ.: γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι (αργκό): έχω μεθύσει υπερβολικά: ~ ~ από το ποτό. Είναι στουπί/σκνίπα/φέσι/λιώμα στο μεθύσι. ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι αλοιφή (1), γίνομαι/είμαι κομμάτια (2), γίνομαι/είμαι πίτα (1), γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι [< μεσν. στουπί(ον) < αρχ. στυππεῖον]

σύγκριση

σύγκριση σύ-γκρι-ση ουσ. (θηλ.): εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων, συχνά με στόχο την αξιολογική τους κρίση: άδικη/αναπόφευκτη/ποιοτική/στατιστική ~. ~ αποδόσεων (π.χ. διαφόρων εταιρειών)/αποτελεσμάτων/εκδόσεων/μεγέθους (πλανητών και αστέρων)/μισθών/μοντέλων (αυτοκινήτων)/πολιτισμών/προϊόντων/προσφορών/τιμών. Δυνατότητα/κριτήρια/μέθοδος/πίνακας/στοιχεία/(ΠΛΗΡΟΦ.) τελεστές/τρόπος ~ης. Μόλις τους δεις μαζί, μοιραία κάνεις τη ~ (: τους συγκρίνεις). Οι δαπάνες του περσινού έτους παρατίθενται για λόγους ~ης. Η ~ αποβαίνει εις βάρος/υπέρ ... Επιλέξτε τα προϊόντα που σας ενδιαφέρουν για άμεση/αυτόματη ~. Απόλυτη ~ δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές. Βλ. παρομοίωση. ΣΥΝ. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση (2), παραβολή (3), παραλληλισμός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμοί σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. οι ειδικοί τύποι επιθέτων ή επιρρημάτων που δηλώνουν τον βαθμό στον οποίο διαθέτει ένα όνομα ή ένα ρήμα μία ποιότητα ή ιδιότητα. Βλ. θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός (βαθμός), παραθετικά., μέτρο σύγκρισης: το σημείο αναφοράς κατά την αξιολόγηση πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων: Δεν έχω/δεν υπάρχει (κοινό) ~ ~. Αν πάρουμε ως ~ ~ την κλασική αρχαιότητα, ..., όρος σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους δύο συντακτικούς όρους που αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους ως προς μία ιδιότητα, ποιότητα την οποία δηλώνει ένα επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Στην πρόταση "Ο χρυσός είναι ακριβότερος από το ασήμι", πρώτος ~ ~ είναι "ο χρυσός" και δεύτερος "από το ασήμι". ● ΦΡ.: δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση & δεν τίθεται θέμα σύγκρισης & (προφ.) καμία/ούτε σύγκριση: για πρόσωπα ή πράγματα τόσο διαφορετικά, που δεν επιδέχονται σύγκριση, συχνά επειδή θεωρείται αυτονόητη η υπεροχή του ενός έναντι των υπολοίπων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο ομάδες.|| Έχει αλλάξει πάρα πολύ, καμία ~ με το παρελθόν. Πβ. καμία σχέση. ΣΥΝ. συγκρίνεται ...;/δεν συγκρίνεται ..., πέρα από κάθε σύγκριση (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι ασύγκριτο, αξεπέραστο: τοπία πανέμορφα, ~ ~. [< αγγλ. beyond all comparison] , σε σύγκριση με/προς ... & (λόγ.) εν συγκρίσει με: σε σχέση με, συγκρίνοντας με: ο ρόλος του άνδρα ~ ~ αυτόν της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια., κάποιος (δεν) αντέχει (σ)τη σύγκριση με κάποιον άλλο βλ. αντέχω [< μτγν. σύγκρισις, γαλλ. comparaison]

σώσε

σώσε [σῶσε] σώ-σε ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: γίνεται το σώσε (προφ.): επικρατεί μεγάλη αναταραχή, φασαρία, πανικός: Στο νησί γινόταν ~ από τον κόσμο. Έξω από το γήπεδο έγινε ~ από τα επεισόδια. Πβ. γίνεται της κακομοίρας, χαμός. ● βλ. σώζω

τρελός

τρελός, ή, ό τρε-λός επίθ. 1. που πάσχει από ψυχική ασθένεια: ~ός: δολοφόνος. Πβ. παρανοϊκός, παράφρων, φρενο-βλαβής, -παθής, ψυχοπαθής.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: συμπεριφορά. ~ό: βλέμμα. 2. (μτφ.) παράλογος, παλαβός, μουρλός: ~ός: επιστήμονας. ~ό: παιδί (: ζωηρό, άτακτο). Θα πρέπει να είσαι ~ για να κάνεις κάτι τέτοιο. Πάει να με βγάλει και ~ό. Πβ. είναι για τα σίδερα.|| ~ή: ζωή/κωμωδία/παρέα/σκέψη. ~ή πορεία αυτοκινήτου.|| (ως ουσ.) Έμπλεξε με μια ~ή. Το ~ό της ιστορίας/υπόθεσης είναι ότι ... (= το εξωφρενικό). Άρχισε πάλι τα ~ά του ... Ο υπολογιστής έκανε τα ~ά του. 3. υπερβολικά έντονος, πολύ δυνατός: ~ός: έρωτας (πβ. παράφορος). ~ή: διάθεση/επιθυμία. ~ό: γέλιο/γλέντι/ξεφάντωμα/πάθος/πανηγύρι/πάρτι/χιούμορ. Έχει ~ή αδυναμία στα ανίψια της. Η καρδιά μου χτύπαγε σαν ~ή.|| ~ά: έξοδα (: πάρα πολλά, εξωφρενικά).|| ~οί: ρυθμοί (πβ. φρενήρης). Έτρεχε με ~ή ταχύτητα. Πβ. γρήγορος, ιλιγγιώδης, ξέφρενος.|| ~ός: αέρας. Έπιασε ~ή βροχή. 4. παράτολμος: ~ή: απόφαση/ιδέα/πρόταση. ~ό: σχέδιο. 5. παθιασμένος, τρελαμένος: ~ από αγάπη. Είναι ~ για το ποδόσφαιρο/για σένα.|| Φώναζε/χοροπηδούσε σαν ~ από τη χαρά του. ● Ουσ.: τρελός (ο): (στο σκάκι) ο αξιωματικός. ● επίρρ.: τρελά ● ΣΥΜΠΛ.: ο τρελός του χωριού (μτφ.): πρόσωπο που η συμπεριφορά του αποκλίνει, που θεωρείται γραφικός ή παράξενος: Τον αντιμετωπίζουν σαν τον ~ό ~., ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, χοντρά/τρελά λεφτά βλ. χοντρός ● ΦΡ.: γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής (προφ.): προκαλείται μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, σύγχυση: ~ ~ από προσφορές/τις φωνές (= χαμός). ΣΥΝ. γίνεται της κακομοίρας, είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό., είμαι τρελός/ζουρλός και παλαβός με/για κάποιον/κάτι: είμαι πάρα πολύ ερωτευμένος ή μου αρέσει κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Είναι ~ ~ γι' αυτή την κοπέλα. Είναι ~ ~ με τα ταξίδια., (τρελός) για δέσιμο βλ. δέσιμο, από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια βλ. αλήθεια, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα βλ. όνειρο, σαν της τρελής τα μαλλιά βλ. μαλλί, σε μεγάλα/τρελά κέφια βλ. κέφι, το κλουβί με τις τρελές/τους τρελούς βλ. κλουβί, τρελός παπάς σε/τον βάφτισε βλ. βαφτίζω, τρέχω σαν παλαβός/τρελός βλ. παλαβός [< μεσν. τρελός – παλαιότ. ορθογρ. τρελλός]

τσιμπούρι

τσιμπούρι τσι-μπού-ρι ουσ. (ουδ.) {τσιμπουρ-ιού} (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. παρασιτικό έντομο, που ανήκει στα ακάρεα και μεταδίδει μολυσματικές ασθένειες τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, καθώς προσκολλάται στο δέρμα και ρουφά το αίμα τους: τσίμπημα ~ιού. ~ια του σκύλου. ΣΥΝ. κρότωνας (2) 2. (μτφ.-προφ.) υπερβολικά κουραστικός, επίμονος, πιεστικός και ενοχλητικός άνθρωπος. ΣΥΝ. βδέλλα (2), βεντούζα (3), κολλητήρι (3), κολλιτσίδα (1), φορτικός ● Υποκ.: τσιμπουράκι (το) ● ΦΡ.: μου γίνεται/έγινε τσιμπούρι (μτφ.-προφ.): (για πρόσ.) κάποιος μου φορτώνεται, δεν με αφήνει στην ησυχία μου, με ενοχλεί επίμονα: Μου έχει γίνει ~. [< μεσν. τσιμούριν]

τύφλα

τύφλα τύ-φλα ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): στραβωμάρα, γκαβωμάρα: Δεν βλέπει την ~ του (= είναι θεόστραβος)! Πβ. τύφλωση.|| (σπάν.-μτφ.) Πνευματική ~. Πβ. τυφλότητα. ΣΥΝ. τυφλαμάρα ● ΦΡ.: γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι (αργκό): για κατάσταση υπερβολικής μέθης με συνέπεια την απώλεια της συνείδησης. ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι αλοιφή (1), γίνομαι/είμαι κομμάτια (2), γίνομαι/είμαι πίτα (1), γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι, δεν ξέρει την τύφλα του: είναι εντελώς άσχετος: Κάνει τον πολύξερο και ~ ~! Δεν ξέρουν ~ ~ τους (= δεν ξέρουν γρι) από μουσική/υπολογιστές., τύφλα να ΄χει ο/το τάδε μπροστά στο(ν) δείνα: για κάποιον ή κάτι που διαθέτει μια ιδιότητα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από κάποιον ή κάτι άλλο που είναι διάσημο(ς) για αυτή., σα(ν)/αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, (τύφλα να 'χει ο πεθερός) βλ. νύφη

χαλί

χαλί χα-λί ουσ. (ουδ.) {χαλ-ιού | -ιών}: κάλυμμα δαπέδου από φυσικές ή συνθετικές ίνες: λεπτό/παχύ/χοντρό (βλ. φλοκάτη) ~. Μακρόστενο (= διάδρομος)/μικρό (= ταπέτο, χαλάκι) ~. Εκκλησιαστικά/κλασικά/μάλλινα (βλ. καρπέτα)/μεταξωτά (βλ. μπουχάρα)/μηχανοποίητα/μοντέρνα/παιδικά/περσικά/υφαντά (βλ. κιλίμι)/χειροποίητα ~ιά. ~ με σχέδια. Οι διαστάσεις/οι κόμποι/τα κρόσσια/η ούγια/το πέλος του ~ιού. Στρώσιμο των ~ιών (τον χειμώνα). Καιρός να σηκώσουμε τα ~ιά. Έστειλε τα ~ιά στο καθαριστήριο. Πβ. τάπητας. Βλ. κουρελού, μοκέτα, στρωσίδι.|| Τοίχοι καλυμμένοι με ~ιά. Πβ. ταπισερί.|| Το ιπτάμενο/μαγικό ~ (των παραμυθιών).|| (μτφ.) Μουσικό ~ που συνοδεύει την ταινία (βλ. σάουντρακ, υπόκρουση). Μπροστά τους απλωνόταν ένα πολύχρωμο ~ από λουλούδια. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο χαλί: συνήθ. στην είσοδο κτιρίου, για την υποδοχή επίσημων προσώπων σε εκδήλωση: Ο γνωστός ηθοποιός περπάτησε/πόζαρε στο ~ ~ (: έξω από αίθουσα κινηματογραφικού φεστιβάλ).|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Του έστρωσαν το ~ ~ (: τον υποδέχτηκαν με επισημότητα και τιμές). [< αγγλ. red carpet, 1934] ● ΦΡ.: (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις (μτφ.-προφ.): κάνει πρόθυμα οτιδήποτε του ζητήσουν: Για τους φίλους του, ~ ~., βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί (μτφ.): αποσιωπώ, αποκρύπτω κάτι άσχημο ή δυσάρεστο ή το διευθετώ βιαστικά και πρόχειρα: Έβαλαν/έκρυψαν/έσπρωξαν το σκάνδαλο ~ ~ (= το κουκούλωσαν)., στρώνει το χαλί (μτφ.): διαμορφώνει εκ των προτέρων τις συνθήκες, προετοιμάζει το έδαφος: Με τη συνέντευξή του έστρωσε ~ για τις εκλογές., τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου (μτφ.): τον υπονομεύει. [< τουρκ. halı]

χώμα

χώμα [χῶμα] χώ-μα ουσ. (ουδ.) {χώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΓΕΩΛ. στρώμα της επιφάνειας της Γης, μείγμα θρυμματισμένων ανόργανων-ορυκτών ουσιών, χούμου, συνήθ. νερού και αέρα, το οποίο αποτελεί το φυσικό μέσο για την ανάπτυξη των φυτικών οργανισμών και υπόκειται στην επίδραση γεωλογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων· ποσότητα του αντίστοιχου μείγματος ή σκόνη που επικάθεται σε επιφάνειες: αμμώδες/αργιλικό (= αργιλόχωμα, ασπρόχωμα)/αφράτο/ηφαιστειακό/κόκκινο (= κοκκινόχωμα)/λεπτό/μαλακό/μαύρο/μολυσμένο/παχύ/πηλώδες/φρέσκο ~. Πλούσιο/φτωχό ~ κήπου (πβ. φυτόχωμα). Βρεγμένο/νοτισμένο/ξερό/πατημένο/ποτισμένο/υγρό ~. ~ για γκαζόν/γλάστρες (βλ. παράχωμα). Μια χούφτα ~. Οδοστρώματα από συμπιεσμένο ~. Ξεράθηκε το ~. Σκάβω/σκαλίζω το ~. Φυτεύω στο ~. Σκεπάζω κάτι με ~. Οδήγηση στο ~ (: σε χωματόδρομο, ΑΝΤ. άσφαλτος).|| ~ατα εκσκαφών. Εναποθέσεις/κατολισθήσεις/όγκοι/πτώσεις/σωροί/τόνοι ~άτων. Παιχνίδι με τα ~ατα. Καταπλακώθηκε από ~ατα (και πέτρες).|| Γεμάτος ~ατα και λάσπες. Σήκωσε ~ (πβ. κονιορτός). Βλ. πρό-, φυλλό-χωμα. 2. έδαφος· κατ΄επέκτ. τόπος, χώρα, συνήθ. η πατρίδα: πεσμένος/ριγμένος στο ~. Άνυδρα/διψασμένα ~ατα. Κυλιέται στο ~.|| Ελληνικό/ευλογημένο ~. Αιματοβαμμένα/δοξασμένα/ιερά/μαρτυρικά/τιμημένα/φιλόξενα ~ατα. Επιστροφή/προσκύνημα στα πατρικά ~ατα. Σε ξένα ~ατα (= στην ξενιτιά). Πβ. γη. 3. (μτφ.) τάφος: Είναι στο/κάτω από το ~. Μπήκε στο ~ (: πέθανε και τον έθαψαν). ● Υποκ.: χωματάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα βλ. άγιος ● ΦΡ.: είμαι/γίνομαι χώμα (αργκό): είμαι πολύ κουρασμένος, εξουθενωμένος ή σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Είναι ~, δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του (= είναι λιώμα, πτώμα).|| Έχω γίνει ~ (: έχω καταρρακωθεί)., τρώω χώμα (αργκό) 1. υφίσταμαι ήττα (σε αναμέτρηση): Έφαγαν ~ σε πολλούς αγώνες. 2. & τρώει η μούρη μου χώμα: πέφτω κάτω: Έφαγε ~. Πβ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα, τρώω/σπάω τα μούτρα μου.|| (απειλητ.) Θα σου δώσω μία που θα φας ~/θα φάει η μούρη σου ~ (: θα σωριαστείς)!, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε & χώμα είμαστε και στο χώμα καταλήγουμε/θα γυρίσουμε: για να δηλωθεί το αναπόφευκτο του θανάτου, η φθαρτή υπόσταση του ανθρώπου., (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει βλ. ελαφρύς, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι [< αρχ. χῶμα]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.