Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


γεώδης

γεώδης, ης, ες γε-ώ-δης επίθ. {γεώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} & γαιώδης (λόγ.) 1. που προέρχεται από το έδαφος (της Γης)· που αποτελείται από χώμα: ~η: ορυκτά/υλικά. Πβ. εδαφικός, χωμάτινος. 2. (σπάν.) που έχει το χρώμα του χώματος· γήινος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: γεώδες (το): ΟΡΥΚΤ. πέτρωμα με κοιλότητες μέσα στις οποίες έχουν σχηματιστεί κρύσταλλοι. [< γαλλ. géode] [< αρχ. γεώδης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.