Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γαλαζοαίματος , η, ο γα-λα-ζο-αί-μα-τος επίθ.: που ανήκει σε βασιλική ή αριστοκρατική οικογένεια ή κατάγεται από αυτή. Πβ. αριστοκράτης, ευγενής, ευπατρίδης. Βλ. γόνος, καθαρόαιμος, λαϊκός. [< γαλλ. sang-bleu]

γόνος

γόνος γό-νος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) τέκνο, απόγονος: ~ αριστοκρατικής/εφοπλιστικής/καλής/πλούσιας οικογένειας. Πβ. παιδί. Βλ. πρόγονος. 2. ΙΧΘΥΟΛ. -ΖΩΟΛ. νεογέννητα ψάρια, προνύμφες ή αβγά ψαριών ή εντόμων: Παραγωγή ~ου τσιπούρας. Αλίευση/εκτροφή ~ων. Εμπλουτισμός υγρότοπων με ~ους. Πβ. ιχθύδιο.|| ~ στρειδιών.|| Ο ~ των μελισσών. [< αρχ. γόνος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.