γαλακτώδης , ης, ες γα-λα-κτώ-δης επίθ. {γαλακτώδ-ους | -εις (ουδ -η)} (λόγ.): που μοιάζει με το γάλα, κυρ. ως προς την υφή ή το χρώμα: ~ης: χυμός (φυτού). ~ης: κρέμα/λοσιόν. ~εις: εκκρίσεις. Βλ. -ώδης.|| ~ης: χαλαζίας. ~ες: γυαλί (π.χ. οπαλίνα). Πβ. γαλακτερός, λευκός. Βλ. ημιδιαφανής, -ώδης. [< αρχ. γαλακτώδης]
ημιδιαφανής
ημιδιαφανής, ής, ές [ἡμιδιαφανής] η-μι-δι-α-φα-νής επίθ. {-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) & ημιδιάφανος, η, ο: που δεν είναι εντελώς διαφανής, με αποτέλεσμα ό,τι βρίσκεται πίσω του να μη φαίνεται καθαρά: ~ής: κουρτίνα/μεμβράνη. ~ές: γυαλί/χαρτί/χρώμα. ~ή: τζάμια/υλικά. ΣΥΝ. διαφώτιστος [< γαλλ. demi-transparent]
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.