Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γαμιάς γα-μιάς ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού): άνδρας που φημίζεται για τις συχνές ερωτικές του επαφές και τις σεξουαλικές του επιδόσεις· κατ' επέκτ. μάγκας, παλικαράς. Πβ. επιβήτορας. Βλ. -ιάς1. [< μεσν. γαμέας]

-ιάς1

-ιάς1: επίθημα αρσενικών ουσιαστικών για δήλωση επαγγελματικής ιδιότητας ή άλλου χαρακτηριστικού: σκαφτ~. Πβ. -ουργός.|| (μειωτ.) Γραφ~ (βλ. γραφ-έας).|| Φον~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.