Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γαριδάκι γα-ρι-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. (υποκ.) μικρή γαρίδα: (ΜΑΓΕΙΡ.) τηγανητό ~. 2. είδος δολώματος για εξόντωση τρωκτικών. ● γαριδάκια (τα): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μακρόστενες, ημικυκλικές ή κυκλικές μπουκίτσες από καλαμποκάλευρο, οι οποίες πωλούνται σε σακουλάκι ως αλμυρό σνακ: ~ με γεύση πάπρικα/τυρί. Βλ. πατατάκια, τζανκ φουντ. || ~ συσκευασίας από φελιζόλ (για την πλήρωση των κενών).

πατατάκια

πατατάκιαπα-τα-τά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. πατατάκι}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολύ λεπτές, αλατισμένες και τηγανισμένες ή ψητές φέτες πατάτας που πωλούνται συνήθ. σε σακουλάκια: κυματιστά ~. ~ με (γεύση) ξίδι/πάπρικα/ρίγανη.|| (συνεκδ.) Πάρε μου δύο ~ (: δύο σακουλάκια με ~). Βλ. γαριδάκια. ΣΥΝ. τσιπς (1)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.