Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γαστροοισοφαγικός , ή, ό γα-στρο-οι-σο-φα-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση: επαναφορά του όξινου περιεχόμενου του στομάχου στον οισοφάγο, λόγω χαλάρωσης του σφιγκτήρα, που συνοδεύεται από πόνο και δυσπεψία. Βλ. καούρα, οισοφαγίτιδα. [< αγγλ. gastroesophageal reflux, 1966] [< γαλλ. gastro-oesophagien, αγγλ. gastroesophageal]

καούρα

καούρα κα-ού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ΙΑΤΡ. έντονο και δυσάρεστο αίσθημα καψίματος στο κάτω μέρος του θώρακα και πάνω από το στομάχι, εξαιτίας γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης: νυχτερινή/χρόνια ~. Έχω ~. ~ες και ξινίλες. Τα πικάντικα φαγητά προκαλούν ~ες. Πβ. καύσος, φλόγωση. Βλ. δυσπεψία, έλκος, -ούρα1. ΣΥΝ. καΐλα (1), πύρωση (2) ● ΦΡ.: είχα μια φαγούρα/καούρα/σκοτούρα/καΐλα βλ. φαγούρα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.